"ΤΑ ΔΑΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΑΣ -
ΜΕΛΕΤΗ ΧΛΩΡΙΔΑΣ ΚΑΙ ΠΑΝΙΔΑΣ"

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΠΡΙΝΟΥ ΤΡΙΚΑΛΩΝ



σχολική χρονιά 2006-07

Βασικός σκοπός του προγράμματος ήταν να έρθουν τα παιδιά σε επαφή με τη χλωρίδα και την πανίδα των δασών της Ελλάδας γενικότερα και του τόπου τους ειδικότερα μιας και η περιοχή στην οποία ζουν (Κόζιακας) ανήκει στις προστατευόμενες περιοχές του Δικτύου NATURA 2000, με απώτερο στόχο να ευαισθητοποιηθούν για την προστασία της.

Οι επιμέρους στόχοι του προγράμματος ήταν οι εξής:

- Ένας διαφορετικός τρόπος μάθησης χωρίς το άγχος των βαθμών και των εξετάσεων, αποβλέποντας στο να αγαπήσουν τη γνώση και να μάθουν πώς να την αποκτούν.
- Απόκτηση δεξιοτήτων που σχετίζονται με τον τρόπο που αναζητούμε πληροφορίες, πώς τις καταγράφουμε και πώς τις επεξεργαζόμαστε.
- Απόκτηση δεξιοτήτων σχετικών με την παρατήρηση και τη διεξαγωγή μετρήσεων στο πεδίο.
- Απόκτηση δεξιοτήτων σχετικών με τη θέση ενός στόχου και την οργάνωση της δουλειάς προκειμένου να τον επιτύχουν.
- Ανάπτυξη κριτικής σκέψης μέσα από την αξιολόγηση των στοιχείων που συλλέγονται και την προσπάθεια εξαγωγής συμπερασμάτων.
- Απελευθέρωση της δημιουργικότητάς τους μέσω χρησιμοποίησης ποικίλων τρόπων έκφρασής της (ζωγραφική, φωτογραφία, βίντεο, δημιουργία παρουσιάσεων).
- Ανάπτυξη πνεύματος συνεργασίας και ομαδικότητας.
- Ενίσχυση της αυτοεκτίμησής τους και της εμπιστοσύνης στον εαυτό τους και τις δυνατότητές τους.
- Αλλαγή νοοτροπίας και απόκτηση θετικών στάσεων και συμπεριφορών σε θέματα σχετικά με το περιβάλλον.
- Η μέθοδος που ακολουθήθηκε για την πραγματοποίηση του προγράμματος ήταν η μέθοδος project, τα στάδια της οποίας ήταν τα ακόλουθα:
1) Επιλογή του θέματος. Το θέμα του προγράμματος επιλέχτηκε από τα παιδιά μετά από συζήτηση και ψηφοφορία.
2) Χωρισμός σε ομάδες και καταμερισμός εργασιών.
3) Αναζήτηση πληροφοριών από διάφορες πηγές όπως βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες και διαδίκτυο και επεξεργασία των πληροφοριών.
4) Επισκέψεις σε κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης καθώς και επισκέψεις σε δάση της περιοχής μας. Τα παιδιά συμμετείχαν στο τριήμερο πρόγραμμα «Εθνικός Δρυμός Βίκου-Αώου» που διοργάνωσε το Κ.Π.Ε. Κόνιτσας καθώς και στο μονοήμερο πρόγραμμα «Στα Μονοπάτια του Ολύμπου» που διοργάνωσε το Κ.Π.Ε. Ανατολικού Ολύμπου. Επίσης επισκέφτηκαν το δάσος του Αη-Γιάννη Προδρόμου και το δάσος Περτουλίου.
5) Εξαγωγή συμπερασμάτων και δημοσιοποίησή τους. Στο τέλος του προγράμματος, τα παιδιά συνέγραψαν ανά ομάδες το κείμενο που ακολουθεί και το οποίο αποτελεί το θεωρητικό μέρος του προγράμματος. Με βάση το κείμενο δημιούργησαν παρουσιάσεις σε Power point, τις οποίες και παρουσίασαν σε κατάλληλη εκδήλωση που διοργανώθηκε στο σχολείο παρουσία γονέων και της Υπεύθυνης Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού Τρικάλων κ. Ελένης Τζιότζιου-Μηλιώνης. Παράλληλα δημιούργησαν και αφίσα για το πρόγραμμα με το μήνυμα που θέλησαν να περάσουν, ζωγραφίζοντας τις σκέψεις τους και τους προβληματισμούς τους και η οποία αποτελούσε το παραδοτέο του προγράμματος.

Έμφαση δόθηκε στη βιωματική προσέγγιση σαν μέθοδο απόκτησης γνώσεων σχετικών με το οικοσύστημα της περιοχής και τον τρόπο μελέτης του.

1. ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

 Τα κυριότερα οικολογικά χαρακτηριστικά της χώρας μας που καθορίζουν τη χλωρίδα και την πανίδα της είναι τα ακόλουθα:

α) Κλίμα: Το κλίμα της χώρας χαρακτηρίζεται ως Μεσογειακό, τα γενικά χαρακτηριστικά του δηλαδή είναι ξερά και θερμά καλοκαίρια με ήπιους και βροχερούς χειμώνες. Το κλίμα επηρεάζουν οι ξηροί άνεμοι της Σαχάρας. Οι άνεμοι που επικρατούν είναι βόρειοι, κυρίως στο Αιγαίο. Η οροσειρά της Πίνδου χωρίζει την χώρα σε δυτική και ανατολική. Στο δυτικό μέρος της χώρας παρατηρούνται οι περισσότερες βροχές. Οι υγροί δυτικοί άνεμοι βρίσκουν εμπόδιο την οροσειρά της Πίνδου και αφήνουν την υγρασία τους υπό μορφή βροχής στο δυτικό μέρος της χώρας. Στα ανατολικά οι βροχές είναι πιο λίγες. Οι λιγότερες βροχές πέφτουν στην Αττική, στις Κυκλάδες και στην ανατολική Κρήτη. Το κλίμα στα ηπειρωτικά και στη βόρεια χώρα μοιάζει με το Ευρωπαϊκό ηπειρωτικό κλίμα. Τα παράλια έχουν πιο ήπιους χειμώνες και το καλοκαίρι η θαλασσινή αύρα κατεβάζει την θερμοκρασία. Το κλίμα της χώρας έχει καθ' ύψος διαμόρφωση. Έτσι στα ορεινά το κλίμα θυμίζει την βόρεια Ευρώπη με αρκετά μεγάλη χιονόπτωση το χειμώνα, χαμηλές θερμοκρασίες και δροσερά-βροχερά καλοκαίρια. Πιο ψηλά στην αλπική ζώνη των βουνών το κλίμα είναι πολικό με το έδαφος να καλύπτεται για 5-6 μήνες το χρόνο με χιόνια. Αλλά και στα χαμηλά υψόμετρα το κλιματικό εύρος στην χώρα είναι μεγάλο. Έχουμε το κλίμα της νότιας Κρήτης που μοιάζει με το κλίμα της βόρειας Αφρικής και το κλίμα της περιοχής Νευροκοπίου που έχει καθαρά χαρακτήρα βορειοευρωπαϊκό. Οι διαφορές αυτές είναι σπάνιες για μια τόσο μικρή χώρα και δίνουν στην Ελληνική φύση μια τεράστια ποικιλομορφία.

β) Έντονο ανάγλυφο και πολλά βουνά: Παρόλο που η χώρα βρέχεται παντού από θάλασσα δεν παύει να είναι μια από τις πιο ορεινές χώρες της Ευρώπης. Πολλά και ψηλά βουνά συνθέτουν το ανάγλυφο της (115 ορεινά συγκροτήματα) και κάνουν δύσκολη την πρόσβαση σε ανθρώπους ζώα αλλά και φυτά. Απομονωμένες μικρές πεδιάδες βρίσκονται ανάμεσα στα βουνά. Βαθιά φαράγγια δίνουν διέξοδο σε ορεινούς ποταμούς. Σε γενικές γραμμές ο κατακερματισμός αυτός δημιουργεί τις συνθήκες για πολλά και διαφορετικά απομονωμένα οικοσυστήματα.

γ) Η χώρα διαθέτει 16.000 χιλιόμετρα ακτογραμμής και 3.000 περίπου νησιά και βραχονησίδες. Σίγουρα είναι ρεκόρ, για την Ευρώπη τουλάχιστον, και συντελεί περισσότερο στον κατακερματισμό της χώρας.

δ) Η θέση της Ελλάδας στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων είναι ιδιαίτερα προνομιακή. Σ' αυτή οφείλεται η ύπαρξη φυτών που ανήκουν και στις τρείς ηπείρους και το ότι η χώρα είναι διάδρομος αποδημητικών πουλιών.

ε) Υγρότοποι. Παρ' όλη την προσπάθεια των Ελλήνων, από τους αρχαίους χρόνους, για την αποξήρανση των υγροτόπων και την απόδοση τους στην γεωργία, 260 μικροί και μεγάλοι υγρότοποι υπάρχουν στη χώρα μας που είναι καταφύγιο για τα πουλιά και σημεία ξεκούρασης για τα αποδημητικά πουλιά.

στ) Πετρώματα. Το κυρίαρχο πέτρωμα είναι ο ασβεστόλιθος που δίνει στο τοπίο έντονο ανάγλυφο με πολλές ορθοπλαγιές στα βουνά. Το πέτρωμα αυτό είναι υδατοπερατό. Αυτό εξηγεί την έλλειψη νερών και λιμνών στα ελληνικά βουνά. Οι περισσότερες πηγές εμφανίζονται εκεί που το στρώμα του ασβεστόλιθου συναντά άλλο υδατοστεγές πέτρωμα. Στο πέτρωμα αυτό οφείλονται και τα πολλά σπήλαια της χώρας. Άλλα πετρώματα είναι οι σχιστόλιθοι, τα μάρμαρα, οι γνεύσιοι, ο φλύσχης και ο γρανίτης.

2. ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΑΣΟΣ

2.1. Ορισμός της έννοιας του δάσους και της έννοιας των δασικών εκτάσεων

Ο ορισμός του δάσους και της δασικής έκτασης που έδωσε το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και συμπεριελήφθη σαν ερμηνευτική δήλωση στο νέο Σύνταγμα είναι ο ακόλουθος:

«Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά».

Ο όρος οικοσύστημα είναι μια έννοια που πρώτη φορά υπεισέρχεται στο Σύνταγμα.

Το οικοσύστημα είναι μια έννοια που περιλαμβάνει τον οικότοπο, τη βιοκοινότητα και τις σχέσεις μεταξύ τους και μεταξύ των στοιχείων τους. Ο οικότοπος είναι ο χώρος πάνω στον οποίο αναπτύσσονται τα φυτά και ζουν τα ζώα. Είναι το έδαφος το νερό και το κλίμα, δηλαδή οι παράγοντες που επηρεάζουν τις συνθήκες διαβίωσης της χλωρίδας και της πανίδας. Η βιοκοινότητα, είναι η βιομάζα που αναπτύσσεται πάνω στον οικότοπο, ο οποίος αποτελεί και την αναπαραγωγική βάση. Ο βιότοπος αποτελείται από την φυτοκοινότητα και την ζωοκοινότητα. Ανάμεσα στα στοιχεία της ζωοκοινότητας αλλά και της φυτοκοινότητας αναπτύσσονται ορισμένες σχέσεις άλλοτε συναγωνιστικές και άλλοτε ανταγωνιστικές. Επίσης σχέσεις αναπτύσσονται και μεταξύ φυτοκοινότητας και ζωοκοινότητας, μεταξύ οικοτόπου και βιοκοινότητας αλλά και μεταξύ επί μέρους στοιχείων τους. Ο οικότοπος, η βιοκοινότητα και οι σχέσεις που περιγράφτηκαν αποτελούν τη βιογεωκοινότητα ή φυσικό οικοσύστημα. Όταν στη βλάστηση ενός συγκεκριμένου οικοσυστήματος κυριαρχούν τα ξυλώδη φυτά ή τα δέντρα, τότε έχουμε αναφορά σε δασική έκταση ή δάσος (δασικό οικοσύστημα).

Η έννοια του δασικού οικοσυστήματος, έχει άλλη σημασία εάν την εξετάσουμε από οικολογική σκοπιά, άλλη εάν την εξετάσουμε από άποψη δασοκομική και άλλη εάν την εξετάσουμε από θέση προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος.

α) Από άποψη οικολογική, κάθε χώρος, που συγκεντρώνει ορισμένα ελάχιστα, από τα απαιτούμενα για τον ορισμό του ως οικοσυστήματος, θα πρέπει να ορίζεται ως τέτοιος, με μόνο ζητούμενο τον καθορισμό των ορίων του. Με βάση αυτήν την προσέγγιση, κάθε χώρος που περιλαμβάνει ξυλώδη φυτά οποιασδήποτε διάπλασης, ύψους, ή πυκνότητας, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται σαν δάσος.

β) Από άποψη δασοκομική, «Για δάσος μιλάμε μόνο όταν τα δένδρα και οι θάμνοι συνυπάρχουν πάνω σε μια μεγάλη επιφάνεια, σε στενή φυτοκοινωνική σχέση μεταξύ τους και σε τόση απόσταση, ώστε με τη συγκόμωσή τους να δημιουργούν ένα ξεχωριστό περιβάλλον - το δασογενές περιβάλλον - και όταν μαζί με άλλα είδη από το φυτικό και ζωικό βασίλειο δημιουργούν μια ξεχωριστή βιοκοινότητα την οποία ονομάζουμε δασοβιοκοινότητα και αν λάβουμε υπ' όψη μας και τον βιότοπο, την ονομάζουμε δασική βιογεωκοινότητα, ή δασικό οικοσύστημα». Ο δασοκομικός ορισμός του δάσους, εξυπηρετεί μόνο την διαχείρισή του, επιζητώντας μεγάλες εκτατικά μονάδες, για να μπορεί να αποδίδει και οικονομικά αποτελέσματα.

γ) Από άποψη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος ως δασικό οικοσύστημα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάθε χώρο, ο οποίος έχει στοιχεία φυσικού οικοσυστήματος και χρειάζεται προστασία και ειδική διαχείριση, λόγω της θέσης του, της σύνθεσης των στοιχείων του, της σπουδαιότητάς του στην διατήρηση της φυσικής ισορροπίας.

Μέχρι σήμερα πρακτικά ίσχυε η τελευταία εκδοχή του φυσικού-δασικού οικοσυστήματος.

Παλιότερα το δάσος ήταν ταυτισμένο με την βλάστηση, τώρα πλέον συνδέεται και με τον οικότοπο (έδαφος, νερά, κλίμα), την βιοκοινότητα (χλωρίδα και πανίδα), αλλά και τις μεταξύ τους σχέσεις.

Στην παράγραφο 3 του άρθρου 117 του Συντάγματος, αναφέρεται ότι: «Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό.»

Επομένως στην πολιτική έννοια του δάσους συμπεριλαμβάνονται υποχρεωτικά και με συνταγματική επιταγή όσα δάση καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με κάποιο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται.

2.2. Η δομή του δάσους

Η δομή του οικοσυστήματος του δάσους χαρακτηρίζεται από δύο βασικά στοιχεία:

α) τους αβιοτικούς παράγοντες, ένα σύνολο μη ζωντανών φυσικών ή χημικών περιβαλλοντικών παραγόντων: το έδαφος, το νερό, το κλίμα, ανόργανα στοιχεία και ενώσεις και οργανικές ενώσεις.

β) τους βιοτικούς παράγοντες, το σύνολο δηλαδή των ζωντανών οργανισμών, που με τη σειρά του διακρίνεται σε:

i) Κοινότητα των φυτών, όπου κυριαρχούν ανώτεραείδη φυτών (δένδρα, θάμνοι, ποώδη φυτά), οι λεγόμενοι παραγωγοί.

ii) Κοινότητα των ζώων, που αποτελείται από το σύνολο των ζωικών οργανισμών (φυτοφάγοι και σαρκοφάγοι), οι λεγόμενοι καταναλωτές.

iii) Κοινότητα των μικροοργανισμών ή αποικοδομητών που αποτελείται από ετερότροφους οργανισμούς, κυρίως βακτήρια και μύκητες που διασπούν τη νεκρή οργανική ύλη και τη μετατρέπουν σε ανόργανα μόρια.

Οι αβιοτικοί και οι βιοτικοί παράγοντες βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση.

Το δάσος είναι ένα από τα πολυπλοκότερα συστήματα που απαντώνται στη φύση και αντιπροσωπεύει το είδος του χερσαίου οικοσυστήματος με τη μεγαλύτερη κατανομή στον πλανήτη (καλύπτει το 32% της γήινης επιφάνειας).

2.3. Οι λειτουργίες του δάσους

Οι λειτουργίες που επιτελεί το δάσος μπορούν να διακριθούν σε παραγωγικές, προστατευτικές - ρυθμιστικές και κοινωνικοπολιτιστικές.

1. Παραγωγικές λειτουργίες:

Πηγή εμπορεύσιμων πρώτων υλών
- ξύλο (και τα παράγωγα του, όπως χαρτί κ.λπ.)
- άλλα δασικά προϊόντα (ρητίνη, φλοιός, μανιτάρια, καρποί κ.λπ.)
Βοσκήσιμη ύλη
Θηράματα
Οικονομικές δραστηριότητες και ευκαιρίες απασχόλησης σε όλο το φάσμα παραγωγής - μεταποίησης - εμπορίας στην αλυσίδα δασοπονία - ξύλο

2. Προστατευτικές και ρυθμιστικές λειτουργίες:
-
Εδαφογένεση - βελτίωση του εδάφους
- Προστασία οικισμών, καλλιεργειών κ.λπ.
- Αντιδιαβρωτική προστασία
- Αποθήκευση νερού - ρύθμιση υδατικού ισοζυγίου
- Βελτίωση κλίματος - μείωση ακραίων κλιματικών φαινομένων
- Καθαρός αέρας - διατήρηση της ισορροπίας στην ατμόσφαιρα
- Απορρυπαντική επίδραση - μείωση θορύβων
- Καταφύγιο για τη διατήρηση της αυτοφυούς χλωρίδας και άγριας πανίδας
- Προστασία της φύσης - συντήρηση της βιοποικιλότητας

3. Κοινωνικοπολιτιστικές λειτουργίες:
-
Αισθητικές - πνευματικές εμπειρίες
- Ευκαιρίες υπαίθριας αναψυχής
- Ευκαιρίες οικοτουριστικής ανάπτυξης
- Ευκαιρίες απασχόλησης παραδασόβιων πληθυσμών και αποτροπή της μετανάστευσης στα αστικά κέντρα.

2.4. Οι κίνδυνοι που απειλούν το δάσος

Οι ανθρώπινες δραστηριότητες και η οικιστική επέκταση ασκούν ολέθρια πίεση στα δάση της χώρας μας, τα οποία αντικαθίστανται σταδιακά από αστικές, περιαστικές και τουριστικές εκτάσεις. Οι καταστροφικές δασικές πυρκαγιές και οι καταπατήσεις που τις ακολουθούν είναι πολύ συχνά αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της ανάγκης για διαφορετική χρήση της γης.

Σημαντική είναι και οι απειλή από την υπερβόσκηση, αφού στη χώρα μας εκτρέφονται ελεύθερα πολύ περισσότερα αιγοπρόβατα από εκείνα που μπορούν να συντηρηθούν στα λιβάδια μας. Η ανεξέλεγκτη και παράνομη βόσκηση, ιδιαίτερα μετά την εκδήλωση πυρκαγιάς, παρεμποδίζει τη φυσική αναγέννηση των δασών, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση του οικοσυστήματος και τη διάβρωση του εδάφους. Η υπερβολική βόσκηση θεωρείται η κυριότερη αιτία της εικόνας που παρουσιάζουν σήμερα πολλά ελληνικά βουνά, όπου βλέπει κανείς να προβάλλουν γυμνά βράχια, χωρίς χώμα ή βλάστηση.

Το ανεξέλεγκτο κυνήγι και η λαθροϋλοτομία (σε παλαιότερα χρόνια) αποτελούν εξίσου σοβαρές απειλές για τα δάση μας και τα είδη που ζουν σε αυτά.

Σε όλες τις παραπάνω απειλές έρχονται να προστεθούν η ανυπαρξία εθνικής δασικής στρατηγικής, η έλλειψη δασολογίου, που ευνοεί τη διεκδίκηση των δασικών εκτάσεων από ιδιώτες, η τροποποίηση- προς το χειρότερο- του δασικού νόμου (ο γνωστός «δασοκτόνος» νόμος) και η ασαφής νομοθεσία, που είναι γεμάτη «παραθυράκια» και δίνει το κίνητρο (και τις ευκαιρίες) σε οργανωμένα συμφέροντα καταπατητών να δρουν ανενόχλητα, καθώς και η ανυπαρξία ενός ισχυρού και ενιαίου φορέα διαχείρισης και προστασίας των δασών.

Η δασική υπηρεσία στερείται πόρων και προσωπικού, η χρηματοδότηση της δασικής έρευνας είναι ανεπαρκής, ενώ το ποσοστό του ετήσιου προϋπολογισμού που διατίθεται για τη δασοπονία είναι μόλις το 0,4%.

Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει σημαντικά την ευστάθεια του οικοσυστήματος είναι η ατμοσφαιρική ρύπανση. Η όξινη βροχή, αποτέλεσμα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, βλάπτει τα κύτταρα των φύλλων, παρεμποδίζει τη φωτοσύνθεση και μειώνει την αντίσταση των δέντρων στα έντομα και τους ιούς. Επηρεάζει το έδαφος αρνητικά, γιατί δημιουργεί όξινο περιβάλλον με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η αποικοδόμηση των οργανικών υλικών. Τα ελληνικά δάση προσβάλλονται από την όξινη βροχή λιγότερο από τα δάση της κεντρικής Ευρώπης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι και οι αέριοι ρύποι στη πατρίδα μας είναι λιγότεροι, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι τα ασβεστολιθικά εδάφη που κυριαρχούν στη χώρα μας εξουδετερώνουν την όξινη βροχή.

Βλάβες σε δέντρα μεγάλης ηλικίας που υποφέρουν από ξηρασία προξενεί το ημιπαράσιτο είδος ιξός (γκυ) που παρασιτεί στην ελάτη. Λιγότερο βλαπτικό είναι στις δρυς και τις καστανιές. Οι επικίνδυνες ασθένειες των δασικών δέντρων στη χώρα μας είναι οι παρακάτω: η ολλανδική ασθένεια της φτελιάς, η μελάνωση της καστανιάς, ο καρκίνος που προσβάλλει τις καστανιές και ο καρκίνος του κυπαρισσιού.

Σχετικά με τις βλάβες από δασικά έντομα αναφέρεται ότι ένα από τα πιο κοινά δασικά έντομα είναι η πευκοκάμπια. Στην Ελλάδα διαπιστώθηκε ότι κατά τα ξηρά έτη, τα οποία επαναλαμβάνονται ανά 3 έως 7 έτη, τα δασικά δέντρα της πεύκης και της ελάτης υποφέρουν από έλλειψη υγρασίας στο έδαφος, προσβάλλονται δευτερογενώς από διάφορα φλοιοφάγα και ξυλοφάγα έντομα και ξηραίνονται κατά χιλιάδες σε μεγάλες εκτάσεις.

Από τα 400 έντομα που προσβάλλουν τα ελληνικά δρυοδάση, σημαντικό είναι λόγω της ιδιαίτερης βλαπτικότητάς του το λεπιδόπτερο του πουρναριού (Porthetria ή Lymantria dispar), που κάθε λίγα χρόνια κατατρώγει τα πουρνάρια, καθώς και το φυλλοφάγο λεπιδόπτερο των δρυοδασών (Tortrix viridana).

Διαταραχές των δασών από φυσικούς παράγοντες αποκαθίστανται από την ίδια τη φύση μέσα από τους υπάρχοντες αυτορυθμιστικούς μηχανισμούς, ενώ διαταραχές που οφείλονται σε μη φυσικούς παράγοντες (ανθρωπογενείς), μπορεί να προκαλέσουν αποσταθεροποίηση και υποβάθμιση του οικοσυστήματος και οδηγούν σε απλούστερη οργάνωση ή και πλήρη κατάρρευση του οικοσυστήματος.

2.5. Γενικά για τα ελληνικά δάση

Η Ελλάδα έχει ένα από τα μικρότερα ποσοστά δασοκάλυψης στη Ευρώπη. Το ποσοστό δασοκάλυψης είναι 20% ενώ ένα 25% του εδάφους της είναι καλυμμένο από αραιά δάση και θαμνότοπους, όπως φαίνεται στον πίνακα 2.5.1 που παρατίθεται στη συνέχεια.

Πίνακας 2.5.1. Η κατανομή των μορφών εδαφοπονίας του ελληνικού χώρου σύμφωνα με τα στοιχεία της Δασικής Υπηρεσίας και της ΕΣΥΕ

Μορφές εδαφοπονίας

Έκταση στρεμμάτων

%

1. Δάση

25.124.180

19,0

2. Μερικώς Δασοσκεπείς εκτάσεις

32.421.400

24,6

3.Φρυγανότοποι

2.773.135

2,1

4. Αλπικές εκτάσεις

4.400.577

3,3

5. Χορτολίβαδα

17.555.073

13,3

6. Έλη- Λίμνες- Ποταμοί

2.728.620

2,1

7. Άγονα

7.348.513

5,6

8. Γεωργικές Καλλιέργειες

39.638.500

30,0

Σύνολο χώρας

131.990.000

100,0


Η γυμνότητα αυτή δεν είναι φυσιολογική και οφείλεται στη μακροχρόνια δράση του ανθρώπου από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα. Είναι βέβαιο ότι πριν από μερικές χιλιετίες ολόκληρη η Ελληνική χερσόνησος καλύπτονταν από απέραντα δάση. Η καταστροφή των δασών άρχισε στο τέλος της νεολιθικής περιόδου όταν οι άνθρωποι εγκατέλειψαν τον νομαδικό βίο και άρχισαν να ασχολούνται με την γεωργία και την κτηνοτροφία, χτίζοντας μόνιμες κατοικίες. Από τότε η κατσίκα, το τσεκούρι και η φωτιά κατέστρεψαν τα ελληνικά δάση. Τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν η οικοπεδοποίηση και τουριστικοποίηση πολλών δασών κυρίως σε νησιά και παραθαλάσσιες περιοχές.

Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια το ποσοστό δασοκάλυψης παραμένει σταθερό με μικρές τάσεις αύξησης. Αυτό γίνεται για τρεις κυρίως λόγους:
α) Η ικανότητα αναγέννησης της ελληνικής φύσης είναι μεγάλη.
β) Το γεγονός ότι σιγά-σιγά εγκαταλείπεται η ελεύθερη βόσκηση των κοπαδιών και τα ίδια τα κοπάδια μειώνονται.
γ) Τρίτος λόγος είναι η εγκατάλειψη της ορεινής υπαίθρου και η συγκέντρωση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα. Έτσι ενώ γύρω από τα αστικά κέντρα και τις τουριστικές περιοχές τα δάση συρρικνώνονται δραματικά, στην ορεινή ύπαιθρο υπάρχει αύξηση δασών.

Τα περισσότερα δάση βρίσκονται στις πλαγιές μέσου υψόμετρου των μεγάλων ορεινών συγκροτημάτων και αυτό γιατί οι πλαγιές αυτές είναι ακατάλληλες και για καλλιέργεια και για βόσκηση. Επίσης τα περισσότερα δάση βρίσκονται στη Βόρεια και Κεντρική Ελλάδα. Στην Πελοπόννησο η δασοκάλυψη είναι σχετικά περιορισμένη ενώ στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου πολύ μικρή. Πάντως, αν και η δασική βλάστηση στην Ελλάδα είναι φτωχή, υπάρχει μεγάλη ποικιλία σε αριθμό ειδών, δένδρων και θάμνων. Υπάρχουν 200 είδη δένδρων και μεγάλων θάμνων, τα οποία κατατάσσονται σε 79 γένη.

Από το σύνολο των δασών της χώρας -από την άποψη του καθεστώτος ιδιοκτησίας- τα περισσότερα είναι δημόσια (ποσοστό 65,5%) και πολλά είναι κοινοτικά (12,0%). Ωστόσο μεγάλο είναι το ποσοστό των δασών που είναι συνιδιόκτητα ή ιδιόκτητα (συνολικά 17,7%), όπως φαίνεται στον πίνακα 2.5.2 που ακολουθεί.

Πίνακας 2.5.2. Κατανομή των ελληνικών δασών από ιδιοκτησιακής πλευράς

Μορφή ιδιοκτησίας

Έκταση σε στρέμματα

%

1. Δημόσια

16.440.050

65,5

2. Κοινοτικά

3.015.270

12,0

3. Μοναστηριακά

1.099.460

4,4

4. Αγαθοεργών ιδρυμάτων

112.250

0,4

5. Συνιδιόκτητα

2.458.450

9,7

6. Ιδιόκτητα

1.998.700

8,0

Σύνολο Δασών

25.124.180

100,00


2.6. Η δασοκάλυψη στην περιοχή μας

Ο δήμος Κόζιακα αποτελείται από πέντε δημοτικά διαμερίσματα: Το δημοτικό διαμέρισμα Πρίνου που είναι κατά βάση πεδινό και τα δημοτικά διαμερίσματα Προδρόμου, Γοργογυρίου, Γενεσίου και Ξυλοπάροικου που είναι χτισμένα σε υψόμετρο.

Το δημοτικό διαμέρισμα του Γενεσίου έχει δασοκάλυψη 30 με 40% όπως και τα δημοτικά διαμερίσματα Γοργογυρίου και Ξυλοπάροικου. Το δημοτικό διαμέρισμα του Πρίνου έχει δασοκάλυψη 10% ενώ του Προδρόμου 50% σύμφωνα με τα στοιχεία του Εργαστηρίου Δασικής Οικονομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

3. Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

3.1. Γενικά για την ελληνική χλωρίδα

Σύμφωνα με την «Πρώτη Εθνική Αναφορά για τη Βιοποικιλότητα στην Ελλάδα» που εκδόθηκε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων έργων τον Ιανουάριο του 1998, ο συνολικός αριθμός των γνωστών ειδών των ανώτερων φυτών (ανθοφόρων-φανερόγαμων) της Ελλάδας είναι περίπου 5.500, ενώ ο συνολικός αριθμός ειδών και υποειδών ανέρχεται στις 6.308. Οι αριθμοί ειδών της Ισπανίας και της Ιταλίας ανέρχονται σε περίπου 8.000 και 5.600 είδη αντίστοιχα. Η χλωρίδα που αφορά τα κατώτερα φυτά (πτεριδόφυτα και βρυόφυτα) δεν έχει ακόμα μελετηθεί συστηματικά στην Ελλάδα.

Από τα 5.500 είδη φυτών, η Πελοπόννησος διαθέτει 2.400 είδη, η Πάρνηθα 900 είδη ενώ ο Όλυμπος 1.700 είδη.

Στην Ελλάδα, από χλωριδική άποψη, απαντούν τρεις βασικές χλωριδικές μονάδες: η Μεσογειακή, η Ευρωπαϊκή (Ευρασιατική) και η Ιρανοκασπική (ποντιακή). Η Μεσογειακή χλωρίδα εμφανίζεται σε μια ευρύτερη ή στενότερη λωρίδα κατά μήκος των ακτών και στα νησιά του Ιονίου και Αιγαίου πελάγους. Το πλάτος, οριζόντια, και το υπερθαλάσσιο ύψος, κατακόρυφα, της λωρίδας αυτής μειώνονται με την αύξηση του γεωγραφικού πλάτους. Η Μεσευρωπαϊκή χλωρίδα κυριαρχεί στις ορεινές περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας, χάνοντας έδαφος όσο προχωράμε προς το νότο. Στοιχεία της Ι ρανοκασπικής χλωρίδας όπως π.χ. η ανατολική οξιά κ.ά., συναντώνται στη Βορειοανατολική Ελλάδα (Θράκη) και στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου. Στην Κρήτη απαντούν επίσης ορισμένα στοιχεία της Βορειοαφρικάνικης χλωρίδας. Εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης και της συνύπαρξης των παραπάνω χλωριδικών περιοχών, η χλωρίδα της Ελλάδας - παρόλο που είναι φτωχή σε ποσότητα - είναι, αναλογικά με την έκτασή της, από τις πλουσιότερες της Ευρώπης σε ποικιλομορφία, σε αριθμό ειδών, αλλά και η πιο πλούσια σε αριθμό ενδημικών και σπάνιων φυτών.

Τα φυτικά είδη χωρίζονται σε μονοετή και σε διετή ή πολυετή. Το μονοετή των χαμηλών υψομέτρων φυτρώνουν το φθινόπωρο, αναπτύσσονται το χειμώνα και ανθίζουν την άνοιξη. Τα μονοετή των βουνών φυτρώνουν την άνοιξη, ανθίζουν το καλοκαίρι και ξεραίνονται το φθινόπωρο. Τα πολυετή των βουνών με διάφορους μηχανισμούς επιβιώνουν την δύσκολη περίοδο του χειμώνα. Τα περισσότερα χάνουν το τμήμα που βρίσκεται έξω από τη γη και διατηρούν ζωντανή μόνο τη ρίζα τους προφυλαγμένη στο χώμα ή σε μια σχισμή βράχου.

Ο Απρίλιος είναι ο μήνας που ανθίζουν τα περισσότερα αγριολούλουδα. Τον Μάιο και τον Ιούνιο ανθίζουν τα φυτά της ορεινής ζώνης. Ο Ιούνιος και Ιούλιος είναι οι μήνες των φυτών της αλπικής ζώνης.

Μερικά εντυπωσιακά και σπάνια φυτά των βουνών μας είναι: τα διάφορα είδη κρίνων που βρίσκονται στα δάση και ανθίζουν τον Ιούνιο, οι φριτιλλάριες ένα όμορφο φυτό του μέσου υψομέτρου, τα αγριογαρύφαλλα, οι νεραγκούλες, οι σαξιφράγες της αλπικής ζώνης, οι βιόλες, τα κολχικά φυτά της δασικής ζώνης που ανθίζουν το φθινόπωρο, οι κρόνοι που ανθίζουν την άνοιξη και τα πολλά είδη όρχεων και δακτιλόριζας που ανθίζουν επίσης την άνοιξη.

3.2. Ζώνες βλάστησης - υψομέτρου

Μπορούμε να χωρίσουμε την χώρα καθ' ύψος σε υψομετρικές ζώνες και ζώνες βλάστησης ως εξής:

Α. ΠΕΔΙΝΗ ΖΩΝΗ: Από 0 ως 700 μέτρα. Αποτελεί το 70% του ελληνικού εδάφους. Στη ζώνη αυτή μπορούμε να παρατηρήσουμε τρεις βασικούς βιότοπους:

α) τους φρυγανότοπους που συναντάμε στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα σε ξηρές και ασβεστολιθικές περιοχές. Σ' αυτό το βιότοπο κυριαρχούν οι χαμηλοί αγκαθωτοί θάμνοι με ύψος μισό μέτρο περίπου, όπως η ρίγανη, το θυμάρι, το φασκόμηλο, το δίκταμο, η ασφάκα. Τα φρυγανικά οικοσυστήματα καλύπτουν το 13 - 15% της Ελλάδας και αποτελούν την τυπική βλάστηση των περιοχών με ξηρό μεσογειακό κλίμα, περιορισμένο διαθέσιμο νερό και φτωχά εδάφη. Σε περιοχές με ημίξηρο κλίμα η διατήρηση των φρυγάνων μπορεί να οφείλεται στη δράση της φωτιάς και της βόσκησης ή μπορεί τα φρύγανα να έχουν εποικίσει εγκαταλειμμένες καλλιέργειες ή καμένες εκτάσεις.

β)Τους θαμνότοπους ή μεσογειακή βλάστηση μακί. Στο βιότοπο αυτό συνυπάρχουν διάφοροι θάμνοι 2- 3 μέτρων όπως είναι: οι κουμαριές, τα σχοίνα, οι αγριελιές, τα πουρνάρια, το φιλλίκι, η κουτσουπιά, τα ρείκια. Τα οικοσυστήματα των μεσογειακών μακί, καλύπτουν το 26% της Ελλάδος και αναπτύσσονται στη θερμομεσογειακή ζώνη. Η βλάστηση των μακί, με θάμνους μέχρι 2 μ, θεωρείται ότι αποτελεί προστάδιο της δασικής βλάστησης ή υποβάθμιση του δασικού οικοσυστήματος. Αποτελούν ωστόσο την άριστη δυνητική βλάστηση σε περιοχές με ξηρότερο κλίμα.

γ} Τα δάση των ρητινοφόρων δέντρων όπως τα πεύκα.

Β. ΗΜΙΟΡΕΙΝΗ ΖΩΝΗ: από 700 εως 1000 μέτρα. Αποτελεί το 20% του ελληνικού εδάφους. Σ' αυτή τη ζώνη υπάρχουν αρκετά δάση και κυριαρχούν οι δρυς, οι φράξοι, τα πεύκα, τα κυπαρίσσια, τα σφενδάμια, οι φτελιές. Στη ζώνη αυτή οι βροχές είναι αρκετές και τα καλοκαίρια είναι δροσερά.

Γ. ΟΡΕΙΝΗ ΖΩΝΗ: από 1000 ως 1800 μέτρα. Καταλαμβάνει το 8% του ελληνικού εδάφους. Οι καιρικές συνθήκες είναι δύσκολες με αρκετές βροχές το καλοκαίρι και πολλά χιόνια το χειμώνα. Τα δέντρα που κυριαρχούν σ' αυτή τη ζώνη είναι τα πεύκα, τα μαυρόπευκα, η κεφαλλονίτικη ελάτη ενδημικό είδος της Νότιας Ελλάδας, οι βελανιδιές, οι οξιές μέχρι τη Στερεά Ελλάδα, το Μακεδονίτικο έλατο στην Β. Ελλάδα, οι ερυθρελάτες, οι σημύδες, και η δασική πεύκη στη Ροδόπη.

Δ. ΑΛΠΙΚΗ ΖΩΝΗ: από 1800 ως 2917 μέτρα. Αντιπροσωπεύει το 2% του ελληνικού εδάφους. Τη ζώνη αυτή μπορούμε να τη χωρίσουμε σε υποαλπική ζώνη που εκτείνεται σε υψόμετρα 1800- 2200 μέτρων και σε κυρίως αλπική που εκτείνεται σε υψόμετρα 2200- 2917 μέτρων.

Στην υποαλπική ζώνη συναντούμε το Ρόμπολο ένα δέντρο που μπορεί να επιβιώσει σε δύσκολες συνθήκες. Στο όριο μεταξύ υποαλπικής και κυρίως αλπικής ζώνης βρίσκεται το Ελληνικό δασοόριο το όριο δηλαδή που μπορεί να φτάσει το δάσος στις ελληνικές συνθήκες.

Στην κυρίως αλπική ζώνη, λόγω του ανέμου και των χαμηλών θερμοκρασιών σταματά η εξάπλωση των δεντρών και υπάρχουν μόνο ποώδη φυτά. Οι θερμοκρασίες είναι πολύ χαμηλές και το χιόνι σκεπάζει το έδαφος για 6 μήνες. Μπορούμε να χωρίσουμε την αλπική ζώνη σε τρεις επιμέρους βιότοπους: τα αλπικά λιβάδια, τους αλπικούς λιθώνες και τις ορθοπλαγιές. Στην αλπική ζώνη εμφανίζονται τα 2/3 των ενδημικών ελληνικών φυτών, που κάνουν την φαινομενικά άγονη ζώνη ένα ενδιαφέρον μουσείο φυσικής ιστορίας.

3.3. Ζώνες δασικής βλάστησης στην Ελλάδα

Σύμφωνα με το σύστημα του Σπ. Ντάφη, με βάση τις ανώτερες φυτοκοινωνικές ομάδες που απαντώνται στους διάφορους βιότοπους, στη χώρα μας διαμορφώνονται κυρίως πέντε ζώνες βλάστησης:

Α. Ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quercetalia ilicis) (παραλιακή, λοφώδης και υποορεινή περιοχή). Η ζώνη αυτή εμφανίζεται κατά μήκος των ακτών της ηπειρωτικής χώρας και στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου. Στη ζώνη αυτή συναντώνται φρύγανα, μακί, χαλέπιος πεύκη (στη βόρεια Εύβοια και Χαλκιδική), τραχεία πεύκη (σε νησιά του Αιγαίου) κ.λπ.

Β. Παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης(Quercetalia pubescentis) (λοφώδης, υποορεινή). Η ζώνη αυτή εμφανίζεται ως συνέχεια της προηγούμενης σε περιοχές ψηλότερες και προς το εσωτερικό της χώρας. Το κλίμα αυτής της ζώνης χαρακτηρίζεται ως περισσότερο ηπειρωτικό (περισσότερες βροχοπτώσεις, χειμώνες δριμύτεροι με θερμοκρασίες συχνά κάτω από τους 0 ο C και διάρκεια χιονιού για μερικές εβδομάδες). Στη ζώνη αυτή απαντώνται κυρίως διάφορα είδη δρυός.

Γ. Ζώνη δασών οξυάς-ελάτης και ορεινών παραμεσογειακών κωνοφόρων (Fagetalia) (ορεινή, υπαλπική). Η ζώνη αυτή σε, σε αντίθεση με τα προηγούμενα ξηροθερμόβια δάση, χαρακτηρίζεται από την ψυχρή, υγρόφιλη, μεσευρωπαϊκή βλάστηση. Το κλίμα είναι ορεινό μεσογειακό (χειμώνες δριμύτεροι, διάρκεια χιονιού για μερικούς μήνες και ξηρή περίοδος που περιορίζεται σημαντικά σε 1-1,5 μήνες). Στη ζώνη αυτή συναντάμε δάση κεφαλληνιακής ελάτης (όπως στις ορεινές περιοχές της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας), δασικής οξυάς (όπως στις ορεινές περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας), υβριδογενούς ελάτης (κυρίως στην κεντρική Πίνδο), μικτά δάση ελάτης-οξυάς καθώς επίσης και δάση μαύρης πεύκης.

Δ. Ζώνη ψυχρόβιων κωνοφόρων (Vaccinio-Piceetalia) (ορεινή, υπαλπική). Η ζώνη αυτή εμφανίζεται στα ψηλά βουνά της Βόρειας Ελλάδας και αποτελείται από «λείψανα» δασών. Χαρακτηριστικά είδη που συναντάμε σε αυτή τη ζώνη είναι το Ρόμπολο, η δασική πεύκη και η ερυθρελάτη.

Ε. Εξωδασική ζώνη υψηλών ορέων (Astragalo-Acantholimonetalia) (υπαλπική, αλπική). Η ζώνη αυτή συναντάται στα ψηλά βουνά της χώρας μας και χαρακτηρίζεται από υποβαθμισμένη θαμνώδη και ποώδη βλάστηση.

3.4. Τα δάση της Ελλάδας

3.4.1. Κατάσταση ελληνικής δασοπονίας κατά δασοπονικό είδος

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, τα πιο κοινά δάση στο ελληνικό έδαφος είναι τα δάση Δρυός, που αντιπροσωπεύουν το 30% των ελληνικών δασών και ακολουθούν τα δάση χαλέπιας και τραχείας πεύκης (σε ποσοστό 19%), ελάτης και ερυθρελάτης (19%), οξυάς (9%) και μαύρης πεύκης (1%), όπως φαίνεται στον πίνακα 3.4.1.1.

Πίνακας 3.4.1.1. Κατάσταση ελληνικής δασοπονίας κατά δασοπονικό είδος

ΔΑΣΟΠΟΝΙΚΟ ΕΙΔΟΣ

ΕΚΤΑΣΗ (στρέμματα)

%

Α.ΚΩΝΟΦΟΡΑ

 

 

1. ΕΛΑΤΗ-ΕΡΥΘΡΕΛΑΤΗ

3.297.620

13

2. ΧΑΛΕΠΙΟΣ-ΤΡΑΧΕΙΑ ΠΕΥΚΗ

4.757.770

19

3. ΜΑΥΡΗ ΠΕΥΚΗ

1.370.470

6

4. ΛΟΙΠΑ ΚΩΝΟΦΟΡΑ

237.870

1

ΣΥΝΟΛΟ ΚΩΝΟΦΟΡΩΝ

9.663.730

38

Β. ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΑ

 

 

5. ΔΡΥΣ

7.475.490

30

6. ΟΞΥΑ

2.190.700

9

7. ΛΟΙΠΑ ΦΥΛΛΟΒΟΛΑ

1.017.650

4

8. ΑΕΙΦΥΛΛΑ

4.776.610

19

ΣΥΝΟΛΟ ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΩΝ

15.460.450

62

ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ

25.124.180

100,0


3.4.2. Είδη δέντρων που απαντώνται στα δάση της Ελλάδας

Μερικά από τα συχνά απαντώμενα σε ελληνικά δάση είδη δέντρων είναι τα ακόλουθα:

Πλατύφυλλη δρυς (Quercus frainetto): Μεγάλο δένδρο ύψους ακόμη και 30 μέτρων, με κόμη στην αρχή ωοειδή και στη συνέχεια κυκλική διαμέτρου 15 μέτρων. Τα φύλλα του είναι πολύ μεγάλα, με λοβωτές παρυφές. Η κάτω επιφάνεια στην αρχή είναι τριχωτή, αλλά το τρίχωμα σύντομα εξαφανίζεται. Τα άνθη είναι μονογενή και το φυτό μόνοικο. Ανθίζει τον Απρίλιο και Μάιο. Ο καρπός είναι βαλανίδι χωρίς ποδίσκο και περιέχει ένα μόνο σπέρμα. Είναι είδος ημισκιόφυτο. Επιβιώνει και σε σοβαρή σκίαση, παραμένει όμως σε νανώδη μορφή. Αντέχει στους παρατεταμένους παγετούς και στους δυνατούς ανέμους. Προτιμά εύφορο, βαθύ γόνιμο πηλώδες έδαφος. Αναπτύσσεται σε όλα τα επίπεδα οξύτητας του εδάφους, εκτός και αν οι τιμές είναι ακραίες. Δεν αντέχει ξηρά, αβαθή, άνυδρα εδάφη. Πρόκειται για φυλλοβόλο είδος δρυός που δημιουργεί εκτεταμένα αμιγή ή μικτά δάση τα οποία καταλαμβάνουν σχεδόν το 1/3 της συνολικής έκτασης των δασών μας και το 80% της έκτασης των φυλλοβόλων δρυοδασών. Εμφανίζεται σε όλη την ημιορεινή περιοχή της ηπειρωτικής χώρας από την Πελοπόννησο έως τη Βόρεια Ελλάδα. Είναι το πολυτιμότερο και σημαντικότερο είδος δρυός στη χώρα μας τόσο για την έκταση που καταλαμβάνουν τα δάση της όσο και για το πολύτιμο ξύλο της τόσο ως καυσόξυλο όσο και ως ξύλο επιπλοποιίας.

Δρυς χνοώδης (Quercus pubescens): Μικρό σχετικά δένδρο με ύψος που σπάνια ξεπερνά τα 20 μέτρα σε ύψος και τα 10 μέτρα σε διάμετρο. Αποτελεί μαζί με την πλατύφυλλη δρυ, το πιο συνηθισμένο είδος των Ελληνικών δασών. Χαρακτηριστικό των φύλλων είναι το πυκνότατο χνούδι της κάτω πλευράς και ο κοντός χνουδωτός μίσχος. (Χνουδωτές είναι και οι δύο επιφάνειες των φύλλων, όταν αυτά είναι λίγων εβδομάδων). Τα άνθη είναι μονογενή και το φυτό μόνοικο. Ανθίζει το Μάιο και Ιούνιο. Ο καρπός είναι βαλανίδι χωρίς ποδίσκο και περιέχει ένα μόνο σπέρμα. Είναι θερμόβιο και φιλόφωτο είδος. Τα νεαρά φυτά αντέχουν μόνο σε μέτρια σκίαση, όμως εάν δεν λιάζονται επαρκώς παρουσιάζουν μειωμένη ανάπτυξη. Αντέχουν στις χαμηλές θερμοκρασίες και τους χειμερινούς παγετούς. Προτιμά εύφορο, γόνιμο, πηλώδες έδαφος ακόμη και σε μεγάλες κλίσεις. Αναπτύσσεται ακόμη και σε φτωχά εδάφη, αβαθή και σχετικά ξηρά. Δεν ανέχεται ακραίες τιμές pH.

Ευθύφλοιος δρυς ή δέντρο (Quercus cerris): Φυλλοβόλο δέντρο με ύψος μέχρι 25 μέτρα. Κόμη πλατιά κωνική, με συνήθως στρογγυλεμένη κορυφή. Απαιτεί βαθιά, νωπά, χαλαρά, γόνιμα εδάφη, όμως προσαρμόζεται και σε μέτρια εδάφη. Είναι είδος μέτρια φωτόφιλο και ανθεκτικό στο ψύχος. Το συναντάμε σε όλη σχεδόν τη χώρα στην παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης σε μίξη συνήθως με άλλα είδη του γένους του.

Κοκκοφόρος δρυς ή πουρνάρι (Quercus coccifera): Αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο με ύψος μέχρι 10 μέτρα. Είναι είδος ολιγαρκές, θερμόβιο και φωτόφιλο. Το συναντάμε σε φυτοκοινωνίες φρυγάνων και αείφυλλων πλατύφυλλων, σε δάση τραχείας πεύκης αλλά και σαν κυρίαρχο είδος στην κατώτερη υποζώνη της παραμεσογειακής ζώνης βλάστησης. Κοινό στην ηπειρωτική χώρα και στα νησιά.

Αριά (Quercus ilex): Αειθαλές δέντρο με ύψος μέχρι 15 μέτρα ή ψηλός θάμνος. Είδος ημισκιόφυτο, πιο απαιτητικό, υγροβιότερο και λιγότερο ανθεκτικό στο ψύχος από το πουρνάρι. Είναι χαρακτηριστικό της ευμεσογειακής ζώνης βλάστησης και απαντάται σχεδόν σε όλη τη χώρα.

Γαύρος (Carpinus betulus): Φυλλοβόλο δέντρο, 15-20 μέτρων, ανθεκτικό στη σκιά. Χρειάζεται βαθιά, γόνιμα και δροσερά εδάφη. Είναι είδος που αντέχει στους παγετούς. Το συναντάμε σ' όλη την Ελλάδα μέσα στα δάση. Πολλές φορές λόγω της υποβάθμισης του εδάφους και της βόσκησης, συναντιέται σε θαμνώδη μορφή και σχηματίζει, σε μίξη με άλλους θάμνους, πυκνούς θαμνώνες.

Γαύρος ο ανατολικός (Carpinus orientalis): Θάμνος ή μικρό δέντρο ύψους 10- 15 μέτρων. Είναι είδος ολιγαρκές και ασβεστόφιλο που απαντάται σε όλη σχεδόν τη χώρα στις θερμότερες περιοχές της παραμεσογειακής ζώνης βλάστησης.

Φτελιά η ορεινή (Ulmus glabra): Δέντρο με ύψος μέχρι 40 μέτρα με πλατιά και πυκνή κόμη. Είδος απαιτητικό, ημισκιόφυτο, ψυχρόβιο, ανθεκτικό στους παγετούς και στους ανέμους. Απαντάται κυρίως στην υποζώνη της οξυάς σε μίξη με άλλα πλατύφυλλα, στην ηπειρωτική χώρα. Πιθανολογείται ότι είναι η «ορειπτελέα» που αναφέρει ο Θεόφραστος.

Φτελιά η πεδινή (Ulmus minor): Δέντρο με ύψος μέχρι 30 μέτρα αν και συχνά πολύ μικρότερο. Κόμη στην αρχή κωνική, αργότερα διαπλατύνεται. Απαιτεί βαθιά, νωπά και γόνιμα εδάφη και είναι ημισκιόφυτο. Απαντάται στην ευμεσογειακή και παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης σε μίξη με άλλα είδη ή σε ομάδες. Γνωστή και ως «πτελέα» από την ομηρική εποχή.

Χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis): Δέντρο πολύ γνωστό στη Ν. Ελλάδα και τα νησιά, όπου το βρίσκουμε στις πλαγιές χαμηλού υψομέτρου, μέχρι το πολύ 1.000 μέτρα. Είναι εξαιρετικά ξηροφυτικό και θερμόβιο είδος, κατάλληλο για ασβεστολιθικά εδάφη, που δε συγκρατούν υγρασία και για τόπους με παρατεταμένο, ξερό καλοκαίρι. Η κόμη του είναι στην αρχή πυραμιδοειδής, μεγαλώνοντας όμως παίρνει ακανόνιστο σχήμα ενώ ο κορμός γίνεται στρεβλός. Οι κώνοι έχουν σχήμα ωοειδές, λίγο κυρτό και κρέμονται με μια κλίση προς τη βάση των κλαδιών, από μίσχο 1-1,5 εκ. Από τον κορμό αυτού του δέντρου βγαίνει το ρετσίνι, που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του γνωστού κρασιού «ρετσίνα». Από το ίδιο βγαίνει και το κολοφώνιο.

Μαύρη πεύκη (Pinus nigra): Δέντρο της ορεινής ζώνης με κορμό ολόισιο και διακλάδωση σε σπόνδυλους, όπως το έλατο. Φθάνει σε ύψος μέχρι τα 30 μέτρα και η κόμη του είναι πλατιά πυραμιδοειδής. Φυτρώνει σε ύψος 500 ως 1.900 μέτρα και έχει μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση. Στα βουνά της Κρήτης αντικαθιστά το έλατο, στην Πελοπόννησο το βρίσκουμε ανάμεικτο με το κεφαλλονίτικο έλατο, στη Στερεά Ελλάδα σχεδόν εξαφανίζεται, ενώ στα Άγραφα σχηματίζει μικρές συστάδες με άλλα δασικά δέντρα. Μεγάλα δάση αυτού του είδους υπάρχουν στην οροσειρά της Πίνδου και στα βουνά της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας. Κάνει βελόνες σε μέτριο μέγεθος και κουκουνάρια μικρά, που ωριμάζουν σ' ένα χρόνο. Είδος ανθεκτικό στις πιο δυσμενείς συνθήκες εδάφους και κλίματος έχει χρησιμοποιηθεί τα τελευταία χρόνια για αναδάσωση στα πιο άγονα και διαβρωμένα ορεινά εδάφη με εξαιρετική επιτυχία.

Τραχεία πεύκη - θασίτικο πεύκο (Pinus brutia): Δέντρο με ύψος μέχρι 20 μέτρα. Κόμη στην αρχή κωνική, αργότερα πλατύτερη. Οι κώνοι είναι σχεδόν επιφυείς και σχηματίζουν περίπου ορθή γωνία με τα κλαδιά. Συναντάται στα νησιά του Βόρειου και Ανατολικού Αιγαίου, στη Θράκη, στη Χαλκιδική και σε ορισμένα μέρη της Κρήτης.

Δασική πεύκη (Pinus sylvestris): Ψυχρόφιλο κωνοφόρο δέντρο, μεγάλου ύψους 20- 40 μέτρων. Στη χώρα μας το βρίσκουμε μόνο σε μεγάλο υψόμετρο στα βουνά της Βορείου Ελλάδος, και συγκεκριμένα στο Περιβόλι Γρεβενών, στα Πιέρια, στον Όλυμπο (θέση Φούρνος), στο Βέρμιο, στο Βόρα Αριδαίας, στη Λαιλιά (Σέρρες), στο Όρβηλο και στην Ρόδοπη.

Κουκουναριά (Pinus pinea): Δέντρο με ύψος μέχρι 30 μέτρα. Είναι το πεύκο με την χαρακτηριστική μορφή κόμης (στην αρχή σφαιρική και στη συνέχεια ομπρελοειδής). Είναι είδος φωτόφιλο (το πιο απαιτητικό), ανθεκτικό στους θαλάσσιους ανέμους. Το συναντάμε σε αρκετά μέρη της Ελλάδος, όπως στη Δ. Πελοπόννησο, στην Αττική, στην Εύβοια, στη Νάξο, στη Σκόπελο, στη Σκιάθο και στην Χαλκιδική.

Ρόμπολο (Pinus leucodermis): Δέντρο με ύψος μέχρι 20 μέτρα. Κόμη πλατιά και ακανόνιστη. Δέντρο αιωνόβιο, που φυτρώνει από τα 1500 μέχρι τα 2.400 μ, εκεί που κανένα άλλο ελληνικό δέντρο δεν μπορεί να φτάσει. Ο κορμός του γίνεται ίσιος και χοντρός με χοντρό κλαδιά, σταχτιά την πρώτη χρονιά, καστανά αργότερα. Οι βελόνες του είναι σκληρές και πυκνές και σχηματίζουν χαρακτηριστικές φούντες, στην άκρη των κλαδιών. Τα κουκουνάρια του είναι μικρά και ωριμάζουν κάθε άνοιξη. Το χαρακτηριστικό του είναι τα πολυγωνικά σκασίματα του κορμού. Έχει πολύ γερό ξύλο, που δε σαπίζει και χρησιμοποιείται για κατασκευή πολλών εργαλείων και σκευών του σπιτιού. Συναντάται στα βουνά της Β. Ελλάδας, από Μακεδονία μέχρι Ήπειρο.

Λευκή ελάτη (Abies alba): Δέντρο ύψους 30- 40 μέτρων, σπάνια 50 μέτρων, και διαμέτρου ως 1 μέτρο. Το όνομα "λευκή" ελάτη προέρχεται από το σταχτόλευκο χρώμα του φλοιού. Έχει κορμό ίσιο και διακλάδωση σπονδυλωτή με κόμη στενή - πυραμιδοειδή. Οι βελόνες του φυτρώνουν σε δύο αντίθετες σειρές κατά μήκος των κλαδιών, σαν χτένια (λέγεται και χτενοέλατο). Στην άκρη δεν καταλήγουν σε μύτη αλλά σε δύο αμβλείς λοβούς. Τα κουκουνάρια του μοιάζουν με αυτά των άλλων ειδών ελάτης της χώρας μας αλλά είναι γενικά μικρότερα και ποτέ δεν ξεπερνούν τα 16 εκ. Τη συναντάμε στα βουνά της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θράκης. Χρειάζεται βαθύ γόνιμο, χαλαρό, υγρό έδαφος και μεγάλη υγρασία αέρα. Είναι σκιανθεκτικό είδος και σε νεαρή ηλικία πολύ ευαίσθητο σε όψιμους παγετούς.

Κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica): Δέντρο με ύψος μέχρι 30 μέτρα και κορμό ίσιο, κυλινδρικό. Κάνει κόμη πυραμιδοειδή με διακλάδωση σπονδυλωτή. Οι βελόνες είναι απλές, σκληρές και μυτερές στην άκρη, με μάκρος μέχρι 22 χιλιοστά. Τα κουκουνάρια βγαίνουν στα κλαδιά που βρίσκονται κοντά στην κορυφή. Είναι όρθια, στενόμακρα με μάκρος 15- 20 εκ. Όταν ωριμάσουν, στο τέλος του φθινοπώρου, απολεπίζονται τελείως και μένει μόνο ο κεντρικός άξονας. Το κεφαλλονίτικο έλατο είναι αποκλειστικά ελληνικό δέντρο και ζει στα βουνά όλης της Νότιας Ελλάδας, όπου σχηματίζει εκτεταμένα δάση, από τα Άγραφα μέχρι τον Ταΰγετο της Πελοποννήσου. Βορειότερα το συναντούμε σχεδόν μέχρι τα σύνορα, αλλά σε μικρές συστάδες, ανάμεσα σ' άλλα δέντρα. Το ύψος που ζει το είδος αυτό κυμαίνεται ανάμεσα στα 600 μέτρα και τα 2.000 μέτρα, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος. Απαιτεί βαθύ γόνιμο, χαλαρό και σχετικά υγρό έδαφος. Μπορεί να αναπτυχθεί σε αβαθή και ξηρότερα εδάφη, ιδίως σε ασβεστολιθικά πετρώματα, γιατί οι ρίζες εισχωρούν βαθιά μέσα στις ρωγμές και εξασφαλίζουν τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες. Είναι σκιανθεκτικό είδος.

Ερυθρελάτη (Picea abies): Δέντρο ύψους 40-60 μέτρων με κωνική κόμη. Απαιτεί υγρά εδάφη και σχετικά μεγάλη υγρασία. Είναι ημισκιανθεκτικό, ευπαθές στους παγετούς σε νεαρή ηλικία. Είδος συχνό στην Ευρώπη και στην Ελλάδα όπου συναντάται μόνο σε μεγάλα υψόμετρα και στα βουνά της Ροδόπης.

Κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens): Δέντρο ύψους 20-30 μέτρων. Κόμη πλατιά ή στενά κωνική. Είναι θερμόφιλο και ξηρόφιλο και αναπτύσσεται σε φτωχά και ξερά εδάφη, όπου έχει και πολύ καλή αντοχή. Φυσικά δάση σχηματίζει στην Κύπρο, στην Ρόδο, στη Μήλο, στην Κρήτη, στην Σάμο και στην Χίο. Θεωρείται ότι πουθενά αλλού στην Ελλάδα δεν απαντάται αυτοφυές, αλλά καλλιεργείται από αρχαιοτάτων χρόνων.

Δασική Οξυά (Fagus sylvatica): Φυλλοβόλο δέντρο, μεγάλου μεγέθους, ύψους 30- 35 μέτρων. Είναι είδος που το συναντάμε σε ψυχρά κλίματα. Στην Ελλάδα απαντάται στα ψηλά βουνά απ' το όρος Οξιά και βορειότερα.

Καστανιά (Castanea sativa): Δέντρο φυλλοβόλο ύψους 20- 25 μ. Χρειάζεται έδαφος βαθύ, νωπά, χαλαρό πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες, χούμο και άργιλο. Με όξινο έως ουδέτερο pH εδάφους και ποτέ σε ασβεστολιθικά πετρώματα. Είδος ημισκιόφυτο που υποφέρει από πρώιμους και όψιμους παγετούς. Απαντάται κυρίως στην παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης σχεδόν σε όλη τη χώρα.

Ιπποκαστανιά (Aesculus hippocastanum): Φυλλοβόλο δέντρο μέτριου μεγέθους, ύψους 20- 30 μέτρων με κόμη πλατειά κυκλική και πυκνή. Ανθίζει το Μάιο και Ιούνιο ενώ μερικές φορές ανθίζει και για δεύτερη φορά το φθινόπωρο, ο καρπός του ωριμάζει το Σεπτέμβριο - Οκτώβριο. Είναι ημισκιανθεκτικό είδος, απαιτητικό, ανθεκτικό στους παγετούς, ευπαθές όμως στους ισχυρούς ανέμους. Το συναντάμε στην παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα.

Πλατάνι (Platanus o rientalis): Δέντρο πλατύφυλλο, ύψους 20-30 μέτρων με πλατιά σφαιρική κόμη και οριζόντια κλαδιά. Το βρίσκουμε μέσα σε ρέματα, κοντά σε όχθες ποταμών σε όλη την Ελλάδα.

Σφενδάμι πλατανοειδές (Acer platanoides): Δέντρο φυλλοβόλο ύψους 15-25 μέτρων, με φύλλα όμοια του πλατάνου. Χρειάζεται εδάφη με αρκετή υγρασία, ασβεστούχα ή πηλώδη, ενώ παρουσιάζει καλή αντοχή στη σκιά. Το συναντάμε στα βουνά της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Στερεάς Ελλάδος και της Πελοποννήσου.

Μαύρη λεύκη (Populus nigra): Φυλλοβόλο δέντρο με ύψος 20-30 μέτρων. Έχει χοντρό κορμό και έντονα πλατιά κόμη. Το είδος αναπαράγεται με μοσχεύματα. Αυξάνει σε καλά, αργιλώδη, πλούσια σε χούμο εδάφη και είναι είδος φωτόφιλο. Στην χώρα μας εμφανίζεται στα ρέματα και στις όχθες των ποταμών και των λιμνών. Φύεται σε όλες τις Βαλκανικές χώρες, και στη χώρα μας στα βουνά της Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου, Φθιώτιδας και Ευρυτανίας.

Λευκή λεύκη (Populus alba) : Φυλλοβόλο δέντρο, με κορμό μεγάλο και φλοιό λευκού-σταχτί χρώματος. Φθάνει τα 20 μ. ύψος και 12 μ. πλάτος. Είναι δίοικο είδος, που ανθίζει το Μάρτιο. Τα αρσενικά και τα θηλυκά άνθη δημιουργούν μεγάλους ιούλους. Δεν αντέχει στη σκίαση ούτε σε παγετούς, αλλά αντέχει σε δυνατούς ανέμους. Συναντάται σε δάση και παρυδάτιες περιοχές. Ευδοκιμεί σε ξηρότερα εδάφη από ότι τα άλλα είδη του γένους. Δεν μεγαλώνει σε εκτεθειμένα υψίπεδα, αλλά αντέχει στην παραθαλάσσια έκθεση αν και μπορεί να αποκλαδωθεί απ' τον αέρα. Προτιμά τα ξηρά ή νωπά εδάφη αλλά αναπτύσσεται σε όλους του τύπους, από ελαφριά αμμώδη μέχρι πολύ βαριά πηλώδη, καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη. Επίσης ζει σε όξινα, ουδέτερα ή αλκαλικά εδάφη.

Ιτιά Λευκή ή αγριοϊτιά (Salix alba): Φυλλοβόλο δέντρο μέσου μεγέθους με ύψος από 7 έως 25 μέτρα. Συναντάται δίπλα σε ρέματα και ποτάμια, βάλτους, δάση και υγρά έλη και γενικά σε πλουσιότερα εδάφη. Δεν αντέχει σε σκίαση ούτε και στους παγετούς, αντέχει όμως σε δυνατούς θαλάσσιους ανέμους και σε υψηλές θερμοκρασίες. Προτιμά τα νωπά και υγρά ή βαλτώδη εδάφη, ελαφριά, μέτρια έως πολύ βαριά. Ανέχεται εποχική κάλυψη των ριζών της από νερό, νεκρώνεται όμως εάν το νερό παραμείνει στάσιμο. Αναπτύσσεται σε όξινα και ουδέτερα εδάφη.

Στον πίνακα 3.4.2.1 που ακολουθεί, αναφέρονται γενικά τα κυριότερα δασικά είδη (δέντρα και θάμνοι) που συναντάμε στα ελληνικά δάση.

Πίνακας 3.4.2.1.Τα κυριότερα δασικά είδη (δένδρα και θάμνοι) που συναντάμε στα δάση της χώρα μας είναι τα εξής: (Πηγή : δασολογικός σύλλογος Τρικάλων http://www.dasologikos.150m.com/dendra.htm)

 

Γένος

Είδος

 

Κοινή ονομασία

Abies

cephalonika

 

Ελάτη  κεφαλληνιακή

Abies

alba

A. pectinata

Ελάτη  λευκή, χτενοέλατο

Abies

borissi regis

A.  hybridogenus

Ελάτη  υβριδογενής, Μακεδονίτικο έλατο

Acer

campestre

 

Σφενδάμι πεδινό

Acer

heldreichii

 

Σφενδάμι του Χελδράιχ

Acer

hyrcanum

 

Σφενδάμι υρκάνιο

Acer

monspessulanum

 

Σφενδάμι μονσπεσουλανό

Acer

negunndo

 

Σφενδάμι νεγούνδιο

Acer

obtusatum

 

Σφενδάμι αμβλύ

Acer

platanoides

 

Σφενδάμι πλατανοειδές

Acer

pseudoplatanus

 

Σφενδάμι ψευδοπλάτανος

Acer

reginae amaliae

 

Σφενδάμι βασίλισσας Αμαλίας

Acer

sempervirens

A. creticum - A orientale

Σφενδάμι αειθαλές

Acer

tataricum

 

Σφενδάμι ταταρικό

Aesculus

hippocastanum

 

Ιπποκαστανιά ή πικροκαστανιά

Alnus

glutinosa

 

Κλήθρα κολλώδης

Arbutus

andrachne

 

Γλιστροκουμαριά

Arbutus

unedo

 

Κουμαριά

Betula

pendula

B. verrucossa

Σημύδα

Carpinus

betulus

 

Γαύρος

Carpinus

orientalis

C. duinensis

Γαύρος ανατολικός ή σκυλόγαυρος

Castanea

sativa

C. vesca - C. vulgaris

Καστανιά

Cedrus

atlantica

 

Κέδρος,  Άτλαντα

Cedrus

brevifolia

 

Κέδρος, βραχύφυλλος

Cedrus

deodara

 

Κέδρος, Ιμαλαϊων

Cedrus

libani

C. libanotica

Κέδρος, Λιβάνου

Celtis

australis

 

Μελικουκιά

Celtis

tournefortii

 

Άγριομελικουκιά

Ceratonia

siliqua

 

Χαρουπιά

Colutea

arborescens

 

Φούσκα

Cornus

mas

 

Κρανιά

Cornus

sanguinea

 

Αγριοκρανιά

Corylus

avellana

 

Φουντουκιά, λεπτοκαρυά

Corylus

colurna

 

Αγριοφουντουκιά, αγριολεπτοκαρυά

Cotinus

coggygria

Rhus cotinus

Κότινος ή χρυσόξυλο

Cuppressus

arizona

 

Κυπαρίσσι, Αριζόνας

Cuppressus

macrocarpa

 

Κυπαρίσσι, μακρόκαρπο

Cuppressus

sempervirens

 

Κυπαρίσσι, αειθαλές

Erica

arborea

 

Ρείκι δενδρώδες

Erica

herbacea

E. carnea

Ρείκι ποώδες

Erica

manipuliflora

E. vericillata

Χαμορείκι

Fagus

moesiaca

 

Οξιά ασιατική

Fagus

orientalis

 

Οξιά ανατολική

Fagus

silvatica

 

Οξιά δασική ή ευρωπαϊκή

Fraxinus

angustifolia

 

Φράξος στενόφυλλος ή νερόφραξος

Fraxinus

excelsior

 

Φράξος μεγάλος

Fraxinus

ornus

 

Φράξος μικρός

Ilex

aquifolium

 

Αρκουδοπούρναρο

Juglans

regia

 

Καρυδιά, βασιλική

Juniperus

communis

 

Άρκευθος, κοινή, θαμνόκεδρο

Juniperus

drupacea

 

Άρκευθος, δρυπώδης, δενδρόκεδρο

Juniperus

excelsa

 

Άρκευθος, ψηλή, αγριοκυπάρισσο

Juniperus

foetidissima

J. communis sub. nana

Άρκευθος, δυσοσμότατη, βουνοκυπάρισσο

Juniperus

macrocarpa

 

Άρκευθος,μακρόκαρπη, θαλασσόκεδρο

Juniperus

nana

 

Άρκευθος, νανώδης

Juniperus

oxycedrus

 

Άρκευθος, οξύκεδρος, αγριόκεδρο

Juniperus

phoenicea

 

Άρκευθος, φοινικική, θαμνοκυπάρισσο

Larix

europaea

L. decidua

Λάριξ, ευρωπαϊκή

Malus

dasyphyla

 

Μηλιά δασύφυλλη

Malus

silvestris

 

Μηλιά δασική

Myrtus

communis

 

Μυρτιά

Nerium

oleander

 

Πικροδάφνη

Olea

europea

 

Ελιά

Ostrya

carpinifolia

O. vulgaris

Οστρυά

Phillyrea

angustifolia

 

Φιλίκι μικρό ή στενόφυλλο

Phillyrea

latifolia

 

Φιλίκι μεγάλο ή πλατύφυλλο

Picea

exelsa

P. abies

Ερυθρελάτη, ψηλή

Picea

omorica

 

Ερυθρελάτη, ομόρικα

Pinus

brutia

 

Πεύκη, τραχεία, Θασίτικο πεύκο

Pinus

halepensis

 

Πεύκη, χαλέπιος, κοινό πεύκο

Pinus

leucodermis

P. heldreichii

Πεύκη, λευκόδερμη, ρόμπολο

Pinus

maritima

P. pinaster

Πεύκη, παραθαλάσσια

Pinus

mugo

P. montana

Βουνόπευκο

Pinus

nigra

 

Πεύκη, μαύρη

Pinus

peuce

 

Πεύκη, βαλκανική, Μακεδονίτικο πεύκο

Pinus

pinea

 

Κουκουναριά

Pinus

ponterosa

 

Πεύκη, βαρύξυλη

Pinus

radiata

P. insignis

Πεύκη, ακτινωτή

Pinus

silvestris

 

Πεύκη, δασική

Pinus

strobus

 

Πεύκη, στρόβος ή λευκή

Pistacia

lentiscus

 

Σχίνος

Pistacia

terebinthus

 

Κοκορεβιθιά

Platanus

orientalis

 

Πλάτανος

Populus

alba

 

Λεύκη λευκή (ασημόλευκα)

Populus

canescens

 

Λεύκη γκριζωπή

Populus

deltoides

 

Λεύκη   δελτοειδής

Populus

nigra

 

Λεύκη   μαύρη

Populus

thevestina

P. nigra (var. thavestina)

Λεύκη πυραμιδοειδής

Populus

tremula

 

Λεύκη τρέμουσα

Prunus

cerasifera

P. divaricata

Μακεδονίτηκη κορομηλιά

Prunus

cocomilia

P. pseudoarmeniaca

Αγριοκορομηλιά

Prunus

mahaleb

 

Αγριοκερασιά

Prunus

postrata

 

Προύνος κατακλινής

Prunus

spinosa

 

Τσαπουρνιά

Pseudotsuga

menziesii

P. taxifolia - P. douglasii

Ψευδοτσούγκα

Pyracantha

coccinea

Crataegus pyracantha

Πυράκανθος

Pyrus

amygdaliformis

 

Γκορτσιά

Pyrus

pyraster

P. communis

Αγριαχλαδιά , αγριογορτσιά

Quercus

cerris

 

Δρυς ευθύφλοια

Quercus

coccifera

 

Πρίνος , πουρνάρι

Quercus

conferta

Q. frainetto

Δρυς πλατύφυλλη

Quercus

dalechampii

 

Δρυς του Δαλεχαμπίου

Quercus

euboica

 

Δρυς ευοϊκή

Quercus

ilex

 

Αριά

Quercus

infectoria

 

Δρυς βαφική

Quercus

macedonica

Q. trojana

Δρυς μακεδονική

Quercus

macrolepis

Q. aegilops

Βελανιδιά

Quercus

pedunculata

Q. robur

Δρυς ποδισκοφόρα, ρουπάκι

Quercus

pedunculiflora

 

Δρυς χνοώδης ποδισκοφόρα

Quercus

pubescens

Q. lanuginosa

Δρυς χνοώδης, Ασπροβελανιδιά

Quercus

sessiliflora

Q. petraea

Δρυς πετραία, γρανιτσοβελανιδιά

Rhus

coriaria

 

Σουμάκι

Robinia

pseudacacia

 

Ψευδακακία

Salix

alba

 

Ιτιά λευκή

Salix

amplexicaulis

 

Ιτιά περίβλαστη

Salix

amygdalina

S. triandra

Ιτιά αμυγδαλόφυλλη

Salix

caprea

 

Γιδοϊτιά

Salix

cinerea

 

Σταχτοϊτιά

Salix

elaeagnos

S. incana

Βουνοϊτιά

Salix

fragilis

 

Ιτιά εύθραυστη, σπαζοϊτιά

Salix

pedicellata

 

Ιτιά ποδισκοφόρα

Salix

porpurea

 

Ιτιά ερυθρή, κοκκινοϊτιά

Salix

viminalis

 

Ιτιά πλόκιμη, καλαθοϊτιά

Sambucus

nigra

 

Κουφοξυλιά

Sambucus

racemosa

 

Ανδριανός

Sequoia

sempervirens

 

Σεκβόϊα , αειθαλής

Sequoiadendron

giganteum

Sequoia gigantea

Σεκβοϊάδεντρο, γιγάντιο ή Σεκβόϊα, γιγάντια

Sorbus

aucuparia

 

Αγριοσορβιά

Sorbus

chamaemespilus

 

Σορβιά χαμαιμέσπιλη

Sorbus

domestica

 

Σορβιά οικιακή ή ήμερη σορβιά

Sorbus

graeca

S. cretica - S. meridionalis

Σορβιά ελληνική

Sorbus

torminalis

 

Σορβιά αντιδυσεντερική, πρακανιά

Sorbus

umbellata

 

Σορβιά σκιαδώδης, μικρή ασημοσορβιά

Taxodium

distichum

 

Ταξόδιο, δίστιχο ή φαλακρό κυπαρίσσι

Taxus

baccata

 

Ίταμος, ραγοφόρος

Thuja

plicata

T. gigantea

Τούγια , πτυχωτή ή γιγάντια

Tilia

cordata

T. parvifolia

Φιλύρα καρδιόσχημη, ή φλαμουριά μικρόφυλλη

Tilia

platyphyllos

T gradifolia

Φιλύρα πλατύφυλλη

Tilia

rubra

 

Φιλύρα κόκκινη

Tilia

tomentosa

T. argentea

Φιλύρα πιληματώδης ή ασημοφλαμουριά

Tsuga

canadensis

 

Τσούγκα,  Καναδική

Ulmus

campestris

U. minor - U. carpinifolia

Φτελιά πεδινή, καραγάτσι

Ulmus

canescens

 

Φτελιά γκριζωπή

Ulmus

montana

U. glabra

Φτελιά ορεινή

Ulmus

pendunculata

U. effusa - U. laevis

Φτελιά ποδισκοφόρα, δασοφτελιά

Ulmus

procera

 

Φτελιά ψηλή


4. Η ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

4.1. Γενικά για την πανιδική βιοποικιλότητα της Ελλάδας

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στην «Πρώτη Εθνική Αναφορά Για Τη Βιοποικιλότητα Της Ελλάδας» (από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων τον Ιανουάριο του 1998), η πανίδα της Ελλάδας είναι ιδιαιτέρως πλούσια για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, κάτι που οφείλεται στη γεωγραφική της τοποθέτηση στα όρια τριών ηπείρων και δύο κυρίων βιογεωγραφικών περιοχών, στον πλούσιο οριζόντιο και κάθετο διαμελισμό της και στο μεγάλο εύρος των ενδιαιτημάτων που προσφέρει. Βασικό στοιχείο του πλούτου αυτού αποτελεί ο αυξημένος ενδημισμός και η γεωγραφική διαφοροποίηση των περισσοτέρων ζωικών ομάδων.

Στη χώρα μας δεν έχει γίνει ουσιαστική προσπάθεια καταγραφής της πανίδας της. Έτσι οι κύριες πηγές πληροφορίας για την ελληνική πανίδα είναι οι μεμονωμένες εργασίες Ελλήνων και ξένων ερευνητών, οι διδακτορικές διατριβές με πανιδικό αντικείμενο, τα αποτελέσματα ερευνητικών προγραμμάτων και η σειρά FAUNA GRAECIAE της Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρίας. Το πληρέστερο σχετικό βιβλιογραφικό αρχείο είναι αυτό του Κέντρου Απογραφής της Ελληνικής Πανίδας της Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η πληρότητα των διαθέσιμων δεδομένων είναι ικανοποιητική μόνο όσον αφορά στα σπονδυλωτά, τα οποία απαριθμούν συνολικά περί τα 1500 taxa (1174 είδη και περίπου 300 επιπλέον υποείδη) και ορισμένες ομάδες ασπόνδυλων, όπως τα Εχινόδερμα, τα Ορθόπτερα, και σε μικρότερο βαθμό τα Τριχόπτερα, τα χερσαία Ισόποδα και τα Μαλάκια. Από τους ήδη γνωστούς αριθμούς ειδών μπορούμε να προσεγγίσουμε την τάξη μεγέθους του συνολικού αριθμού ζωικών ειδών που αναμένεται να υπάρχουν στην Ελλάδα, και ο οποίος βρίσκεται μεταξύ των 30.000 και 50.000 ειδών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για την πολυπληθέστερη ζωική ομάδα, τα Κολεόπτερα, μόλις τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει η καταγραφή συγκεντρωτικών στοιχείων για ορισμένες μόνο οικογένειες και για τη νότια Ελλάδα κατά κύριο λόγο, και παρόλα αυτά έχουν ήδη γίνει γνωστά 649 ενδημικά είδη. Στον πίνακα 4.1 δίνεται ο συνολικός αριθμός γνωστών ειδών για τα πιο σημαντικά taxa.

4.2. Η ερπετοπανίδα της Ελλάδας

Γενικά η Ελλάδα θεωρείται σαν μια από τις πλουσιότερες χώρες της Ευρώπης σε ερπετά. Στον ελλαδικό χώρο έχουν καταγραφεί 59 είδη ερπετών εκ των οποίων τα 6 απαντώνται μόνο στην Ελλάδα καθώς και 71 ενδημικά υποείδη.

Από τα διάφορα είδη των ερπετών μερικά που απαντώνται στην Ελληνική επικράτεια είναι η Χελώνα, η Σαύρα, η Οχιά, η Ασπίς (κοινώς Αστρίτης). Τα δύο τελευταία είναι δηλητηριώδη φίδια. Επίσης αφθονούν στην Ελλάδα η Θαλάσσια Χελώνα, η Σαύρα η Πράσινη (κοινώς γουστερίτσα), το Νερόφιδο, η Ελαφίς (κοινώς Δενδρογαλιά) κ.ά. Τα ερπετά της Ελλάδας περιλαμβάνουν ευρωπαϊκά, μεσογειακά, βαλκανικά, ασιατικά και αφρικανικά είδη, καθώς και ενδημικά, δηλαδή είδη που δεν συναντώνται σε καμία άλλη περιοχή. Ορισμένα ευρωπαϊκά είδη επεκτείνουν τη γεωγραφική τους κατανομή μέσα στον ελληνικό χώρο, ακόμα και σε μερικά νησιά όπως π.χ. η Τοιχογουστέρα (Podarcis muralis) και η Οχιά (Vipera ammodytes), ενώ, αντίθετα, μικρασιατικά είδη απαντώνται στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, στα Δωδεκάνησα αλλά και στη Θράκη όπως π.χ. ο Οφίσωψ (Ophisops elegans), η Οθωμανική Οχιά (Vipera xantnina) κ.ά. Σε πολλές, χαρακτηριστικές περιπτώσεις, οι απομονωμένοι πληθυσμοί στα νησιά εξελίχτηκαν σε ξεχωριστά υποείδη.

Πίνακας 4.1. Αριθμός γνωστών ζωικών ειδών της Ελλάδας

Taxa (Ταξινομική ομάδα)

ΕΙΔΗ

Taxa (Ταξινομική ομάδα)

ΕΙΔΗ

Θηλαστικά

116

Σιφωνάπτερα

57

Πτηνά

422

Μαλάκια(χερσαία)

174

Ερπετά

59

>>Γαστερόποδα(γλυκού νερού)

40

Αμφίβια

20

>>Δίθυρα

293

Ψάρια(γλυκού νερού)

110

>>λοιπά θαλάσσια

700

Ψάρια(θαλάσσια)

447

Αράχνες

17

Εχινόδερμα

107

Σκορπιοί

6

Ορθόπτερα

317

Διπλόποδα

130

Νευρόπτερα

26

Χειλόποδα

100

Λεπιδόπτερα

142

Ισόποδα(χερσαία)

195

Υμενόπτερα

15

Βρυόζωα

200

Οδοντόγναθα

5

Αμφίποδα

7

Κολεόπτερα

649

Δεκάποδα

231

Τριχόπτερα

255

Λοιπά καρκινοειδή

600

Ετερόπτερα

811

Δακτυλοσκώληκες

5

Ψωκόπτερα

75

Κνιδόζωα

91

Δικτυόπτερα

40

Σπόγγοι

132


4.3. Η ορνιθοπανίδα της Ελλάδας

Η Ελλάδα λόγω της γεωγραφικής της θέσης και της ποικιλομορφίας των βιοτόπων της, αποτελεί χώρα που φιλοξενεί μεγάλο αριθμό ειδών πουλιών. Άλλα από αυτά φωλιάζουν μόνιμα στον Ελλαδικό χώρο, αρκετά διαχειμάζουν ή απλώς περνούν κατά τις μεταναστευτικές περιόδους και ελάχιστα έχουν περιστασιακή παρουσία. Συνολικά στη χώρα μας έχουν καταγραφεί 422 είδη και 85 υποείδη πτηνών. Το σημαντικό είναι ότι τα περισσότερα από αυτά (σε ποσοστό 94%) ανήκουν στα προστατευόμενα είδη πουλιών.

Στην Ελλάδα υπάρχουν 196 περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί «Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά». Οι «Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά» αποτελούν ένα διεθνές δίκτυο περιοχών που είναι ζωτικές για τη διατήρηση παγκοσμίως απειλούμενων ειδών, ενδημικών ειδών ή ειδών πουλιών που εξαρτώνται από τους συγκεκριμένους βιότοπους για την επιβίωσή τους. Το δίκτυο αυτό φιλοδοξεί να εξασφαλίσει στα πουλιά κατάλληλους τόπους για αναπαραγωγή, διαχείμαση ή στάση κατά μήκος των μεταναστευτικών διαδρομών.


4.3.1 Η ορνιθοπανίδα της Θεσσαλίας

Στη Θεσσαλία έχουν χαρακτηριστεί 20 περιοχές ως «Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά»:

α) Όρος Όλυμπος (Κεντρική Μακεδονία-Θεσσαλία)
β) Κερκέτιο Όρος (Κόζιακας)
γ) Αντιχάσια Όρη και Μετέωρα
δ) Στενά Καλαμακίου και Όρη Ζάρκου
ε) Περιοχή Ελασσόνας
στ) Περιοχή Τυρνάβου
ζ) Μάτι Τυρνάβου
η) Κάτω Όλυμπος-Τέμπη-Όσσα
θ) Δέλτα Πηνειού
ι) Όρος Μαυροβούνι (Λάρισας)
ια) Ταμιευτήρες τέως Λίμνης Κάρλας
ιβ) Θεσσαλικός Κάμπος
ιγ) Περιοχή Φαρσάλων
ιδ) Όρος Πήλιον
ιε) Νήσοι Κυρά Παναγιά/Γιούρα/Πιπέρι/Σκάντζουρα (Βόρειες Σποράδες)
ιστ) Όρος Περιστέρι
ιζ) Αθαμανικά Όρη (Τζουμέρκα) (Ήπειρος-Θεσσαλία)
ιη) Κοιλάδα Αχελώου (Ήπειρος-Θεσσαλία)
ιθ) Όρη Ντελιδίμη και Φτέρη (Άγραφα) (Στερεά Ελλάδα-Θεσσαλία)
κ) Όρος Όθρυς (Στερεά Ελλάδα-Θεσσαλία)

Η περιοχή των Αντιχασίων και Μετεώρων είναι πλούσια σε αρπακτικά. Στα αναπαραγόμενα είδη περιλαμβάνονται ο Μαυροπελαργός ο Σφηκιάρης, ο Τσίφτης, ο Ασπροπάρης, ο Φιδαετός, το Σαΐνι, ο Κραυγαετός, ο Σταυραετός, η Πετροπέρδικα, ο Μπούφος, η Αλκυόνη, η Χαλκοκουρούνα και η Μεσοτσικλητάρα.

Η περιοχή του Κερκέτιου Όρους είναι περιοχή σημαντική για τα για τα μεγάλα αρπακτικά πουλιά, ειδικά για τα Όρνια. Στα αναπαραγόμενα είδη περιλαμβάνονται ο Ασπροπάρης, το Όρνιο και ο Χρυσαετός.

Τα Στενά του Καλαμακίου είναι επίσης περιοχή σημαντική για τα αρπακτικά. Στα αναπαραγόμενα είδη περιλαμβάνονται ο Ασπροπάρης και η Χαλκοκουρούνα. Επίσης εμφανίζονται το Όρνιο, η Αετογερακίνα και ο Χρυσαετός.

Η περιοχή του Θεσσαλικού κάμπου είναι σημαντική για είδη των αγροτικών οικοσυστημάτων και βρίσκουμε το μεγαλύτερο αριθμό αναπαραγόμενων Falco naumanni (Κιρκινέζι)στην Ελλάδα. Άλλα πουλιά σημαντικά στην περιοχή είναι τα εξής: Γκιώνης, Κουκουβάγια, Σαΐνι, Πελαργός, Γαϊδουροκεφαλάς, Κάργια, Ωχροστριτσίδα, Μικρογαλιάντρα, Κατσουλιέρης, Αμπελουργός, Τσιφτάς.

Η περιοχή των Φαρσάλων είναι σημαντική για είδη των θαμνώνων και των αγροτικών εκτάσεων. Το Κιρκινέζι είναι το πιο σημαντικό πουλί της περιοχής αυτής.

4.4. Τα θηλαστικά της Ελλάδας

Από τα περίπου 4.600 είδη θηλαστικών που έχουν καταγραφεί παγκοσμίως, στην Ελλάδα απαντώνται περίπου 116 είδη (και 50 υποείδη), αριθμός που πιστεύεται ότι αντιστοιχεί περίπου στο 90% του συνολικού αριθμού των θηλαστικών που ζουν στη χώρα μας. Πολλά από τα θηλαστικά του ελλαδικού χώρου είναι σπάνια ή απειλούμενα και αρκετά υποείδη είναι ενδημικά.

Στον πίνακα 4.2 παρουσιάζονται τα κυριότερα άγρια θηλαστικά της χώρας μας, καθώς και τα επιστημονικά τους ονόματα.

Πίνακας 4.2. Τα κυριότερα άγρια θηλαστικά της χώρας μας είναι τα εξής:

Όνομα θηλαστικού (επιστημονικό όνομα)

Όνομα θηλαστικού
(επιστημονικό όνομα)

Λαγός (Lepus europaeus)

Βρωμοκούναβο (Mustela putorius)

Αγριοκούνελο (Oryctolagus cuniculus)

Σκίουρος (Sciurus vulgaris)

Βίδρα (Lutra lutra)

Σκαντζόχοιρος (Erinaceus concolor)

Ασβός (Meles meles)

Αρκούδα (Usrus arctos)

Τσακάλι (Canis aureus)

Ελάφι (Cervus elaphus)

Λύκος (Canis lupus)

Πλατώνι (Dama dama)

Αλεπού (Vulpes vulpes)

Ζαρκάδι (Capreolus capreolus)

Αγριόγατα (Felis silvestris)

Κρητικός αίγαγρος ή αγρίμι (Capra aegagrus var cretica)

Λύγκας (Lynx lynx)

Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra)

Νυφίτσα (Mustela nivalis)

Αγριοπρόβατο (Ovis ammon musimon)

Πετροκούναβο (Martes foina)

Αγριογούρουνο (Sus scrofa)

Κουνάβι (Martes martes)

Μικροτυφλοπόντικας (Spalax leucodon)


Στη συνέχεια αναφέρονται μερικά στοιχεία για ορισμένα μεγαλόσωμα θηλαστικά που απαντώνται στα ελληνικά βουνά:

α) Αρκούδα (Usrus arctos): Ο Ελληνικός πληθυσμός της υπολογίζεται σε 120 περίπου άτομα και είναι από τους μεγαλύτερους στην Ευρώπη. Η αρκούδα είναι το μεγαλύτερο θηλαστικό της χώρας. Υπάρχει στη βόρεια Πίνδο και στη Ροδόπη. Έχει εξαιρετική όσφρηση και αποφεύγει πολύ τον άνθρωπο. Είναι πολύ απίθανο να την συναντήσουμε. Συχνά όμως στην Πίνδο βλέπουμε τα βήματά της ή ξυμένους κορμούς δέντρων.

β) Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra): Το πιο όμορφο θηλαστικό των βουνών μας. Άλλοτε υπήρχε σε όλα τα βουνά της ηπειρωτικής χώρας. Σήμερα μικροί και απομονωμένοι πληθυσμοί επιβιώνουν στον Όλυμπο, τη Β .Πίνδο, τη Ροδόπη, τη Γκιώνα και την Οίτη. Διαλέγει βουνά με ορθοπλαγιές για προστασία και είναι εξαιρετικά προσαρμοσμένο σε αυτό το βιότοπο. Στον Όλυμπο το καλοκαίρι η παρουσία του είναι αισθητή στα Ζωνάρια, στα Καζάνια και στο Οροπέδιο.

γ) Λύκος (Canis lupus): Σήμερα νοτιότερα φτάνει μέχρι τον Παρνασσό. Οι πληθυσμοί του μειώθηκαν δραματικά γιατί μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν επικηρυγμένο είδος, λόγω των ζημιών που προκαλούσε στην κτηνοτροφία.

δ) Τσακάλι (Canis aureus): Υπήρχε σε όλη την Ελλάδα. Σήμερα μικροί πληθυσμοί υπάρχουν στη Θράκη.

ε) Λύγκας (Lynx lynx): Έχει διαπιστωθεί η ύπαρξή του στην περιοχή του Αώου.

στ) Ελάφι (Cervus elaphus): Υπάρχει στην Πάρνηθα (150 άτομα περίπου) και στη Ροδόπη.

ζ) Βίδρα (Lutra lutra): Υπάρχει στα ποτάμια της Β. Ελλάδας.

η) Αγριογούρουνο (Sus scrofa): Εμφανίζεται μέχρι τα βουνά της Ρούμελης σε φυλλοβόλα δάση.

Εκτός από τα θηλαστικά που προαναφέρθηκαν, στις θάλασσες της χώρας μας απαντώνται 9 από τα 32 είδη δελφινιών καθώς και το απειλούμενο είδος της Μεσογειακής Φώκιας (Monachus monachus) καθώς και κάποιες φάλαινες.

5. Ο ΕΝΔΗΜΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η λέξη ενδημισμός είναι σύνθετη (εν-δήμος). Λέμε ότι ένα φυτικό ή ζωικό είδος είναι ενδημικό μιας περιοχής όταν το συναντάμε μόνο σε αυτή την περιοχή και πουθενά αλλού στον κόσμο.

Στην Ελλάδα το φαινόμενο του ενδημισμού είναι εξαιρετικά έντονο ειδικά σε ότι αφορά τα φυτικά είδη. Το γεγονός αυτό σχετίζεται με τα ειδικά οικολογικά χαρακτηριστικά της χώρας μας που ήδη αναφέρθηκαν (μεγάλο κλιματικό εύρος, κατακερματισμός του εδάφους, πολλά νησιά και ακτογραμμές, πολλά και ψηλά βουνά, η θέση της χώρας ανάμεσα σε τρεις ηπείρους, η ποικιλία των πετρωμάτων κ.λπ.).

5.1. Ενδημική χλωρίδα

Από τα 6.308 είδη και υποείδη της ελληνικής χλωρίδας (ο αριθμός των φυτικών ειδών υπολογίζεται ότι είναι 4.900-5.500), τα 742 είδη είναι ενδημικά σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσιευμένες εκτιμήσεις (WWF & IUCN 1994), δηλαδή ο ενδημισμός ανέρχεται στο 15% της χλωρίδας. Η απογραφή των ελληνικών ενδημικών στη βάση δεδομένων Chloris από το σύνολο σχεδόν των βιβλιογραφικών πηγών, ανεβάζει τον αριθμό των ενδημικών ειδών σε 936, που αντιστοιχεί σε ενδημισμό σε επίπεδο είδους 17-19%, ενώ ο αριθμός των ενδημικών ειδών και υποειδών φτάνει τα 1.221. Το ποσοστό του ενδημισμού της ελληνικής βλάστησης είναι πολύ μεγάλο και γι' αυτό η χώρα μας κατατάσσεται πρώτη μεταξύ των χωρών της Ευρώπης σε αριθμό ενδημικών φυτών.

Η κατανομή των ελληνικών ενδημικών ειδών και των τοπικών ενδημικών (ενδημικών σε μία περιοχή) δεν είναι ομοιογενής σε όλη την έκταση της χώρας όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί (πίνακας 5.1.1). Οι φυτογεωγραφικές υποδιαιρέσεις (περιοχές της Ελλάδας με ομοιότητες στη βλάστηση, που φαίνονται στο χάρτη που παρατίθεται στη συνέχεια) με το μεγαλύτερο αριθμό ελληνικών ενδημικών taxa* είναι κατά φθίνουσα σειρά η Πελοπόννησος, η Κρήτη και η Στερεά Ελλάδα, αλλά η Κρήτη έχει το μεγαλύτερο αριθμό τοπικών ενδημικών. H νότια Ελλάδα υπερτερεί τόσο σε πλήθος ελληνικών όσο και τοπικών ενδημικών φυτών. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ενδημικών taxa απαντούν σε μία μόνο φυτογεωγραφική περιοχή.

* Σημείωση: Ο όρος taxa όπου συναντάται στο κείμενο περιγράφει το άθροισμα ειδών και υποειδών.


 

Πίνακας 5.1.1. Κατανομή των ενδημικών taxa της ελληνικής χλωρίδας σε φυτογεωγραφικές υποδιαιρέσεις (βάση δεδομένων Chloris)

Φυτογεωγραφική υποδιαίρεση

Ενδημικά taxa

Τοπικά ενδημικά taxa

Πελοπόννησος

Pe

368

158

Κρήτη-Κάρπαθος

KK

338

226

Στερεά Ελλάδα

StE

282

68

Νησιά Δυτικού Αιγαίου

WAe

167

51

Νησιά Ανατολικού Αιγαίου

EAe

126

63

Κυκλάδες

Kik

124

30

Βόρεια Κεντρική Ελλάδα

NC

114

53

Νότια Πίνδος

SPi

77

8

Βόρεια Πίνδος

NPi

76

26

Βορειοανατολική Ελλάδα

NE

74

39

Ανατολική Κεντρική Ελλάδα

EC

69

9

Νησιά Ιονίου

IoI

66

19

Νησιά Βορειοανατολικού Αιγαίου

NAe

32

13


5. 2 Ενδημική πανίδα

Η Ελλάδα παρουσιάζει επίσης έντονο ενδημισμό και όσον αφορά τους ζωικούς οργανισμούς ειδικά με δεδομένο ότι η καταγραφή της ελληνικής πανίδας είναι εξαιρετικά ελλιπής. Μόνο στις καλύτερα μελετημένες ομάδες ζώων, έχουν καταγραφεί περίπου 1500 ενδημικά είδη (σε σύνολο 5500 ειδών), πράγμα που σημαίνει ότι περίπου το 27% των ζωικών ειδών που έχουν καταγραφεί στη χώρα μας είναι ενδημικά. Δηλαδή περίπου ένα στα τέσσερα είδη ζώων της Ελλάδας είναι ενδημικό.

Τα περισσότερα ενδημικά είδη έχουν καταγραφεί στα ασπόνδυλα (649 ενδημικά είδη Κολεόπτερων, 174 ενδημικά είδη χερσαίων Μαλακίων, 142 ενδημικά είδη Λεπιδόπτερων, 134 ενδημικά είδη χερσαίων Ισόποδων). Ωστόσο, όπως φαίνεται και στον πίνακα 5.2.1 που ακολουθεί, στη χώρα μας απαντώνται και πολλά ενδημικά είδη και υποείδη σπονδυλοζώων (35 ενδημικά είδη και 16 ενδημικά υποείδη ψαριών του γλυκού νερού, 6 ενδημικά είδη και 71 ενδημικά υποείδη ερπετών, 4 ενδημικά είδη και 35 ενδημικά υποείδη θηλαστικών, 2 ενδημικά είδη και 3 ενδημικά υποείδη αμφιβίων και 4 ενδημικά υποείδη πτηνών).

Οι σημαντικότερες περιοχές ενδημισμού είναι η Κρήτη για όλα σχεδόν τα taxa, οι Κυκλάδες και τα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας. Επιμέρους taxa είναι δυνατό να παρουσιάζουν ενδημισμούς και σε άλλες περιοχές, όπως η Πελοπόννησος, τα Ιόνια νησιά κ.λπ.

Εξαιρετικής σημασίας για τον ενδημισμό είναι και τα πολυάριθμα σπήλαια της Ελλάδας (που ανέρχονται περίπου στα 8000), από τα οποία έχουν ερευνηθεί από πανιδική άποψη μερικές εκατοντάδες μόνο. Από τα λιγοστά συγκεντρωμένα στοιχεία προκύπτει ότι σχεδόν σε κάθε σπήλαιο υπάρχουν και κάποια taxa ενδημικά της Ελλάδας, ασπόνδυλων κατά κύριο λόγο.

Πίνακας 5.2.1. Ο ενδημισμός της ελληνικής πανίδας

 Ταξινομική ομάδα

Ενδημικά είδη

Ενδημικά υποείδη

Θηλαστικά

4

35

Πτηνά

0

4

Ερπετά

6

71

Αμφίβια

2

3

Ψάρια γλυκού νερού

35

16

Ορθόπτερα

113

15

Νευρόπτερα

26

 

Λεπιδόπτερα

142

 

Υμενόπτερα

13

 

Κολεόπτερα

649

 

Τριχόπτερα

59

 

Ετερόπτερα

36

 

Ψωκόπτερα

6

 

Σιφωνάπτερα

1

6

Μαλάκια χερσαία

174

 

Μαλάκια γαστερόποδα γλυκού νερού

12

 

Μαλάκια δίθυρα

1

 

Αράχνες

17

 

Σκορπιοί

1

 

Χειλόποδα

25

 

Ισόποδα χερσαία

134

 

Αμφίποδα

7

 

Δεκάποδα

1

 

Δακτυλιοσκώληκες

1

 

Κνιδόζωα

1

 

 

6. ΑΠΕΙΛΟΥΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΧΛΩΡΙΔΑΣ ΚΑΙ ΠΑΝΙΔΑΣ

6.1. Απειλούμενα και προστατευόμενα είδη φυτών

Όσον αφορά στα απειλούμενα είδη, δύο είναι οι βασικές πηγές πληροφοριών:

1. Η βάση δεδομένων της IUCN ( WCMC) κατάλογος της οποίας το 1993 περιλαμβάνει 658 ιθαγενή της Ελλάδας απειλούμενα taxa. Ο κατάλογος του 1997 περιλαμβάνει 915 απειλούμενα ελληνικά taxa.

2. Το κόκκινο βιβλίο των φυτών της Ελλάδας που δημοσιεύτηκε το 1995 και το οποίο αν και δεν καλύπτει το σύνολο των απειλούμενων ελληνικών φυτών, προσφέρει ολοκληρωμένη εικόνα για 243 σπάνια, εύτρωτα και κινδυνεύοντα είδη.

Σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες πηγές, ο συνολικός αριθμός των απειλούμενων (σπάνιων, εύτρωτων, κινδυνευόντων, εξαφανισθέντων και μη προσδιορισμένου βαθμού κινδύνου) φυτών της ελληνικής χλωρίδας ανέρχεται σε 838 είδη (932 taxa).

Πίνακας 6.1.1. Κατανομή των απειλούμενων taxa της ελληνικής χλωρίδας σε φυτογεωγραφικές υποδιαιρέσεις (βάση δεδομένων Chloris)

Φυτογεωγραφική υποδιαίρεση

Απειλούμενα taxa

Πελοπόννησος

Pe

190

Κρήτη-Κάρπαθος

KK

276

Στερεά Ελλάδα

StE

139

Νησιά Δυτικού Αιγαίου

WAe

90

Νησιά Ανατολικού Αιγαίου

EAe

176

Κυκλάδες

Kik

80

Βόρεια Κεντρική Ελλάδα

NC

105

Νότια Πίνδος

SPi

46

Βόρεια Πίνδος

NPi

68

Βορειοανατολική Ελλάδα

NE

85

Ανατολική Κεντρική Ελλάδα

EC

26

Νησιά Ιονίου

IoI

40

Νησιά Βορειοανατολικού Αιγαίου

NAe

26


Τα περισσότερα από τα απειλούμενα ελληνικά είδη δεν αντιμετωπίζουν άμεση απειλή (μείωση των πληθυσμών τους, αλλά είναι σπάνια, δηλαδή ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουν οφείλεται είτε στο ότι οι πληθυσμοί τους είναι εντοπισμένοι σε μία περιορισμένη γεωγραφική περιοχή ή είναι αραιά διασπαρμένοι σε μία ευρύτερη περιοχή, είτε στο ότι το ενδιαίτημά τους είναι περιορισμένης εξάπλωσης. Θεωρείται ότι η σπανιότητα στα Μεσογειακά είδη συνδέεται με τη μεγάλη συχνότητα του τοπικού ενδημισμού.

Ο αριθμός των προστατευόμενων φυτών ανέρχεται στα 916 taxa, ωστόσο πρακτικά δεν λαμβάνονται μέτρα προστασίας τους.

6.2. Απειλούμενα και προστατευόμενα είδη ζώων

Ένα από τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα της σημερινής εποχής είναι η ταχύτατη εξαφάνιση των ειδών της άγριας ζωής που γίνεται πλέον με πρωτοφανείς ρυθμούς.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της χώρας μας είναι ότι πολλά από τα ζωικά είδη κυρίως των σπονδυλοζώων που απαντώνται στον ελλαδικό χώρο είναι υπό καθεστώς προστασίας. Όπως φαίνεται στον πίνακα 6.2.1 που ακολουθεί, το 98% των ειδών ερπετών, 94% των ειδών πτηνών, το 90% των ειδών αμφιβίων, το 71% των ειδών θηλαστικών και το 45% των ειδών ψαριών του γλυκού νερού ανήκουν στα προστατευόμενα είδη. Πολλά είναι και τα απειλούμενα είδη ιδιαίτερα μεταξύ των ειδών ψαριών του γλυκού νερού.

Πίνακας 6.2.1. Απειλούμενα και προστατευόμενα είδη σπονδυλοζώων της Ελλάδας

Ταξινομική ομάδα

Συνολικός αριθμός ειδών

Προστατευόμενα είδη

Απειλούμενα είδη

ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ

116

83 (71%)

8

ΠΤΗΝΑ

422

396 (94%)

1

ΕΡΠΕΤΑ

59

58 (98%)

1

ΑΜΦΙΒΙΑ

20

18 (90%)

0

ΨΑΡΙΑ γλυκού νερού

110

50 (45%)

29

ΨΑΡΙΑ θαλάσσια

447

8 (2%)

14


Τα σημαντικότερα απειλούμενα ζωικά είδη της Ελλάδας είναι:

Καφέ Αρκούδα (Ursus arctos): το μεγαλύτερο χερσαίο θηλαστικό της Ευρώπης βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των υπό εξαφάνιση θηλαστικών της Ελλάδας, ξεπερνώντας σε σπανιότητα ακόμα και τη μεσογειακή φώκια. Ο ελάχιστος δυνατός πληθυσμός της αρκούδας, περιορισμένος κυρίως στην Βόρεια Πίνδο και στην Κεντρική Ροδόπη υπολογίζεται σε 180 άτομα. Ο ολικός αφανισμός της, ωστόσο, από αρκετά Ευρωπαϊκά κράτη και οι πολύ μικρές ομάδες που έχουν απομείνει σε άλλες χώρες, φέρνουν την Ελλάδα στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής εκστρατείας για τη διάσωση του είδους. Το καταφύγιο αρκούδας στο Νυμφαίο, περιφραγμένη έκταση σε υψόμετρο 1.350 μέτρων και μέσα σε φυσικό δάσος οξιάς, αποτελεί ζωντανή μαρτυρία της σκληρότητας του ανθρώπινου είδους απέναντι στο εντυπωσιακό ζώο του δάσους. Εκεί φιλοξενούνται πρώην αιχμάλωτες αρκούδες, κυρίως «χορεύτριες» που αιχμαλωτίστηκαν σε νεαρή ηλικία.

Λύκος (Canis lupus): Είδος σε κίνδυνο. Σήμερα ο συνολικός πληθυσμός στην Ελλάδα δεν ξεπερνά τα 500-700 άτομα, από τη Θράκη μέχρι τη Στερεά Ελλάδα, σε μικρές και απομονωμένες μεταξύ τους ομάδες. Το γεγονός, όμως, ότι ο λύκος έχει πλέον αποδεκατιστεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ δεν προστατεύεται σε εκείνες που έχουν ελαφρώς μεγαλύτερους πληθυσμούς, καθιστά αυτομάτως τη χώρα μας μοναδικό τόπο σωτηρίας. Στην Αγραπιδιά της Φλώρινας, σε έκταση 70 στρεμμάτων, λειτουργεί από τον «Αρκτούρο» το καταφύγιο του Λύκου, για τα ζώα που έζησαν σε αιχμαλωσία και η επανένταξη τους στο φυσικό τους περιβάλλον θα ισοδυναμούσε με το θάνατό τους.

Τσακάλι (Canis aureus): Είδος σε κίνδυνο. Σήμερα ζει σε ελάχιστες περιοχές των Βαλκανίων και η χώρα μας είναι από τις ελάχιστες χώρες της Ε.Ε που φιλοξενούν πληθυσμούς τσακαλιού. Συνολικά υπολογίζεται πως έχουν απομείνει στη Ελλάδα λιγότερα από 1000 τσακάλια, που περιορίζονται σε απομονωμένους πληθυσμούς στην ηπειρωτική χώρα και στη Σάμο. Η κατάσταση είναι εξαιρετικά σοβαρή στη νότια Ελλάδα όπου οι πληθυσμοί εκτός από απομονωμένοι είναι και πολύ μικροί.

Ελληνικός Ποιμενικός (Canis familiaris): Διασώθηκε από τον αφανισμό. Το ενδημικό είδος που εκτρέφεται εδώ και αιώνες για την φύλαξη των κοπαδιών στις ορεινές περιοχές της χώρας, κινδυνεύει σήμερα με εξαφάνιση. Έως το 1998, που ο «Αρκτούρος» ξεκίνησε τη δράση του για την αποκατάσταση και την επαναδιάδοση της φυλής, είχαν απομείνει σε όλη τη χώρα μόλις 25 με 30 καθαρόαιμα άτομα στην Ελλάδα. Το πρόγραμμα εκτροφής και χορήγησης ελληνικών ποιμενικών σε κτηνοτρόφους των περιοχών όπου υπάρχει παρουσία αρκούδας και λύκου, διέσωσε το είδος από τον αφανισμό.

Κρι-Κρι (Capra aegagrus cretica): Είδος σε κίνδυνο. Το αγρίμι της Κρήτης, ζώο ενδημικό που δεν ζει πουθενά αλλού στον κόσμο, κατατάσσεται από τη Διεθνή Ένωση για την προστασία της φύσης (IUCN) στα ζώα που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν και είναι από τα πρώτα είδη που μπήκαν σε καθεστώς προστασία στην Ελλάδα. Μικροί πληθυσμοί (συνολικά όχι περισσότερα από 100-200 άτομα) υπάρχουν σήμερα μόνο στον Εθνικό Δρυμό της Σαμαριάς και στην ευρύτερη περιοχή των Λευκών Όρεων, καθώς και στα νησάκια Δία, Θεοδώρου και Άγιοι Πάντες.

Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra): Είδος σε κίνδυνο Σήμερα περίπου 15 απομονωμένοι μικροί πληθυσμοί του βαλκανικού υποείδους - συνολικά 400 με 500 ζώα - ζουν στη Βόρεια και Νότια Πίνδο, στη Στερεά Ελλάδα, στον Όλυμπο, στη Ροδόπη, καθώς και σε δύο ακόμη ορεινές παραμεθόριες περιοχές, το Πίνοβο και την Νεμέρτσικα, κορυφές στην οροσειρά της Τζένας. Η χώρα μας είναι η μοναδική απ' όσες φιλοξενούν το υποείδος που «τρέχει» πρόγραμμα προστασίας, αφού για παράδειγμα στη Βουλγαρία, ή στην Π.Δ.Γ.Μ οργανώνονται μέχρι και εκδρομές για το κυνήγι τους.

Κόκκινο ελάφι (Cervus elaphus): Είδος σε κίνδυνο. Το μεγαλύτερο φυτοφάγο ζώο της χώρας, σύμβολο της θεάς του κυνηγιού στην αρχαία Ελλάδα, έχει σήμερα εξαφανιστεί σχεδόν από το σύνολο της χώρας. Οι μόνες περιοχές όπου υπάρχουν ακόμη μικροί πληθυσμοί του είναι η δυτική Ροδόπη (20-30 άτομα), ο Ίταμος Χαλκιδικής, το Περτούλι Τρικάλων και η Πάρνηθα. Στο βουνό της Αττικής, μάλιστα, ζεί ο μεγαλύτερος πληθυσμός, που υπολογίζεται σε τουλάχιστον 150 άτομα.

Πλατόνι (Dama dama): Είδος τρωτό σε πολλούς κινδύνους. Με όψη μικροσκοπικού ελαφιού, το πλατόνι ελαφούσα κατάγεται από το νησί της Ρόδου και τα δυτικά παράλια της Τουρκίας. Θα είχε εξαφανιστεί ολοκληρωτικά από την Ελλάδα αν δεν είχε γίνει εισαγωγή ζώων από το υπουργείο Γεωργίας για εκτροφή σε διάφορα εκτροφεία θηραμάτων.

Αγριόγατος (Felis silvestis): Είδος σε κίνδυνο. Ο θρυλικός κρητικός αγριόγατος, που οι ντόπιοι αποκαλούν φουρόγατο, είναι μοναδικό ενδημικό υποείδος που δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. Μοιάζει με γάτα αλλά είναι πολύ μεγαλύτερο και χαρακτηρίζεται από τους Κρητικούς ζώο - φάντασμα, αφού σπάνια εμφανίζεται μπροστά στα ανθρώπινα μάτια (την ημέρα κρύβεται και κυνηγά τη νύχτα).

Λύγκας (Lynx lynx): Μέχρι το 2001 ήταν είδος σε κίνδυνο. Στη συνέχεια πέρασε στα είδη που οι πληθυσμοί τους ανακάμπτουν χωρίς ωστόσο να βγει από τη λίστα. Επίσης εικάζεται ότι υπάρχει ακόμα στην οροσειρά της Πίνδου και σε δράση στα βόρεια σύνορα της χώρας.

Αυτόχθονες Φυλές Αλόγων: Κινδυνεύουν με αφανισμό. Έπειτα από χιλιάδες έτη οι ελληνικές φυλές που αναπαριστώνται στα αρχαία αγγεία και στα έργα των Ελλήνων ζωγράφων κινδυνεύουν με αφανισμό. Η φυλή Θεσσαλίας, όμοιοι Βουκεφάλες, η φυλή της Κρήτης, αρχαιότερη σε όλη την Ευρώπη, η φυλή της Πίνδου, καθαρόαιμο ελληνικό άλογο, η φυλή της Πηνείας που συμμετείχε στις πρώτες ιπποδρομίες στην Αρχαία Ολυμπία, η φυλή της Σκύρου, από τα μικρότερα πόνυ του κόσμου, η φυλή της Ανδραβίδας, το πιο μεγαλόσωμο και πανέμορφο. Στον Αίνο, στις εκβολές του Αχελώου, στην Πρέβεζα, στο Δέλτα του Αξιού, στον Έβρο, στη Ρόδο, στη Σκύρο τα ελεύθερα άλογα όλων των φυλών αποδεκατίζονται επίσης.

Βίδρα: Μέχρι το 2001 ήταν είδος σε κίνδυνο. Έκτοτε πέρασε στα είδη που οι πληθυσμοί τους ανακάμπτουν, χωρίς, ωστόσο, να βγει από τη λίστα. Στην Ελλάδα η βίδρα έχει εξαφανιστεί από τους περισσότερους βιότοπούς της, αφού μπορεί να κολυμπά μόνο σε πεντακάθαρα νερά ποταμών και λιμνών. Διάσπαση των πληθυσμών εμφανίζεται στην κεντρική Ελλάδα, ενώ απομονωμένοι πληθυσμοί βρίσκονται στην Κέρκυρα και στην Εύβοια.

Μεσογειακή φώκια (Monachus monachus): Είδος με πολύ υψηλό κίνδυνο αφανισμού. Σήμερα: είναι ένα από τα έξι περισσότερο απειλούμενα θηλαστικά στον κόσμο, με συνολικό πληθυσμό που δεν ξεπερνά τα 400-500 άτομα. Από αυτά τα μισά περίπου ζουν στην Ελλάδα γεγονός που δίνει αυτομάτως στη χώρα μας μοναδικό ρόλο για τη σωτηρία του είδους. Για την προστασία των Monachus monachus οριοθετήθηκε το 1992 το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο των Β. Σποράδων, το πρώτο της Ελλάδας άλλα και το μεγαλύτερο σε μεσογειακό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Θαλάσσια Χελώνα (Carreta carreta): Είδος με υψηλό κίνδυνο αφανισμού. Σήμερα από τις 4.000 Carreta carreta που έχουν πλέον απομείνει οι περισσότερες (πάνω από 2.500) διαλέγουν την Ελλάδα και κυρίως τη Ζάκυνθο για να εναποθέσουν τα αυγά τους, με αγαπημένη τους παραλία αυτή των Σεκανίων. Τα 500 μέτρα μήκους της παρουσιάζουν την υψηλότερη πυκνότητα ωοτοκίας (έως και 1000 φωλιές), γι' αυτό και η περιοχή επιλέχθηκε για να δημιουργηθεί το 1999 το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Ζακύνθου. Ωστόσο, άλλες εξίσου σημαντικές παραλίες ωοτοκίας στον κόλπο του Λαγανά έχουν γίνει φονικές για τις χελώνες εξαιτίας της τουριστικής ανάπτυξης, ενώ δικαστικές αποφάσεις εκκρεμούν για κατεδάφιση κτιρίων στην παραλία της Δάφνης.

Δελφίνι (Delphinus delphi): Είδος σε κίνδυνο. Ειδικά τα δελφίνια της Μεσογείου χαρακτηρίζονται ως είδος σε υψηλό κίνδυνο. Σήμερα με ένα δελφίνι ανά λεπτό να ξεψυχά μπλεγμένο στα δίχτυα στις θάλασσες του κόσμου, δικαίως το 2007 χαρακτηρίστηκε από τα Ηνωμένα Έθνη «Έτος Δελφινιών», με στόχο την παγκόσμια ευαισθητοποίηση. Ειδικά στη Μεσόγειο δεκάδες χιλιάδες άτομα θανατώνονται ετησίως , καθώς σύμφωνα με αναφορές του WWF πιάνονται στα αφρόδιχτα στη Νοτιοδυτική Μεσόγειο 4000 άτομα, ενώ άλλα 13.000 αιχμαλωτίζονται στα στενά του Γιβραλτάρ και τη γύρω περιοχή. Η Ελλάδα φιλοξενεί ένα σημαντικό αριθμό κοινών δελφινιών, καθώς και 9 από τα 32 είδη δελφινιών. Η ξεχωριστή της θέση, ωστόσο, οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι στις ελληνικές θάλασσες συμβαίνει ένα παγκοσμίως μοναδικό φαινόμενο: Διαφορετικά είδη δελφινιών συμβιώνουν αρμονικά σχηματίζοντας μικτά κοπάδια.

Επίσης κινδυνεύουν:

Σε ξηρά...
-
Με εξαφάνιση απειλείται ο γάιδαρος, απαραίτητο ζώο μέχρι πριν από λίγα χρόνια για τον Έλληνα αγρότη.
-
Από την ερπετοπανίδα σπανιότατα είναι οι χελώνες «μύδας» και «δερματοχελώνα», η οχιά της Μήλου, ο χαμαιλέοντας, η αμφίσβαινα της Δωδεκανήσου. Επίσης, η σαλαμάνδρα της Καρπάθου, η οχιά των ορεινών λιβαδιών.
-
Σε κίνδυνο βρίσκεται στη χώρα μας και ο ασβός.

Σε Θάλασσα...
-
Από τα κητώδη θηλαστικά σπάνια είναι η πτεροφάλαινα, ο φυσητήρας, η φώκαινα, το σπαθοδέλφινο και το σταχτοδέλφινο.
- Από τα 79 αυτόχθονα είδη ψαριών γλυκού νερού κινδυνεύει η πέστροφα και όλα τα υποείδη της, η παλαμίδα, το μυλωνάκι, ο κουτσουράς, και ο ποντοπυγόστεος, η θρίτσα στη Βιστονίδα, η μπριάνα στις Πρέσπες, το πετρόψαρο στην Εύβοια, ο ελληνοπυγόστεος στο σύστημα του Σπερχειού ποταμού, ο ζουρνάς στη Δυτική Ελλάδα, το γκαβόχελο στο Λούρο, στις Σέρρες και στη Δράμα.

και αέρα.
-
Μετά βίας επιβιώνει εντός την συνόρων της Ελλάδας το σπάνιο αρπακτικό Γυπαετός, που φωλιάζει κυρίως στην Κρήτη.
- Αμφίβολο είναι αν εξακολουθεί να φωλιάζει στη χώρα μας ο Βασιλαετός.
- Ο Μαυροπετρίτης, ένα από τα πιο ασυνήθιστα ευρωπαϊκά πουλιά και το πιο σημαντικό είδος που φιλοξενεί η Ελλάδα, φωλιάζει στο Αιγαίο αλλά και στο Ιόνιο, με το 75 % του παγκόσμιου πληθυσμού του να φιλοξενείται εδώ.
- Η υπό εξαφάνιση Λεπτομύτα τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μόνο στην Ελλάδα και πουθενά αλλού στον κόσμου.
- Στην χώρα μας φωλιάζουν και οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί απειλούμενου γερακιού Κιρκινέζι.
- Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ε.Ε όπου αναπαράγεται η σχεδόν απειλούμενη Λαγγόνα.
- Η βαλτόπαπια αποδεκατίστηκε. Δεν φωλιάζουν εντός των συνόρων πάνω από 250 ζευγάρια.
- Περίπου 100 από τα 1000 ζευγάρια Σπιζαετού που βρίσκονται στη Μεσόγειο φωλιάζουν στην Ελλάδα.
- Στο δάσος Δαδιάς ο μαυρόγυπας διατηρεί τη μοναδική αναπαραγωγική του αποικία στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια και μια από τις τελευταίες στην Ευρώπη (90 - 100 άτομα, με 20-22 αναπαραγωγικά ζευγάρια).

7. ΔΙΚΤΥΟ NATURA 2000

7.1. Γενικά για τοΔίκτυο NATURA 2000

Το Μάιο του 1992 οι κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέλαβαν μια σημαντική πρωτοβουλία για την διατήρηση της βιοποικιλότητας στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θέσπισαν την Οδηγία Οικοτόπων 92/43/ΕΟΚ για την προστασία της άγριας πανίδας και της αυτοφυούς χλωρίδας καθώς και των τύπων οικοτόπων ιδιαίτερου περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η Οδηγία εισήγαγε τη δημιουργία ενός Δικτύου Περιοχών Ειδικής Προστασίας (Special Areas of Conservation) όλη την Ευρώπη, το Δίκτυο NATURA 2000 (ΦΥΣΗ 2000).

Από τους 255 τύπους οικοτόπων που έχουν καταγραφεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι 110 έχουν εντοπιστεί στην Ελλάδα, ενώ 76 από τα είδη που έχουν χαρακτηριστεί σαν προστατευόμενα υπάρχουν επίσης στη χώρα μας.

Ο εθνικός κατάλογος της Ελλάδας περιλαμβάνει 264 περιοχές, από τις οποίες οι 52 έχουν δηλωθεί ως «Ζώνες Ειδικής Προστασίας για τα πουλιά».

7.2. Νομός Τρικάλων και Δίκτυο NATURA 2000

Ειδικότερα στο νομό Τρικάλων υπάρχουν 3 γεωγραφικές περιοχές που έχουν ενταχθεί στο Δίκτυο NATURA 2000:
1.
Η περιοχή Ασπροποτάμου (κωδικός GR 1440001)
2.
Η περιοχή Κόζιακα (Κερκέτιο Όρος) (κωδικός GR 1440002)
3.
Η περιοχή των ορέων Αντιχασίων και Μετεώρων (κωδικός GR 1440003).

Επίσης υπάρχουν και άλλες 3 περιοχές που καλύπτουν μικρά τμήματα του νομού και έχουν ενταχθεί και αυτές στο Δίκτυο NATURA 2000:
1. Η περιοχή των Στενών του Καλαμακίου (κωδικός GR 1440004)
2. Η περιοχή της Κοιλάδας του Αχελώου (κωδικός GR 2110003)
3. Η περιοχή Μετσόβου (Ανήλιο-Κατάρα) (κωδικός GR 2130006).

7.2.1. Η περιοχή Κόζιακα (Κερκέτιο Όρος) (κωδικός GR 1440002)

Το Κερκέτιο όρος (Κόζιακας) βρίσκεται στο Ανατολικό άκρο της κεντρικής Πίνδου. Χαρακτηρίζεται από γυμνές και βραχώδεις ράχες και κορυφές αλλά και από δασωμένα φαράγγια και δάση Ελάτης.

Η βλάστηση της περιοχής περιλαμβάνει φαράγγια, ξηρά ασβεστολιθικά λιβάδια, ξηρά πυριτικά λιβάδια και αυτόχθονα δάση κωνοφόρων. Ο κυρίαρχος τύπος βλάστησης (42%) είναι τα δάση ελάτης με το είδος Ελάτη η υβριδογενής (ή Μακεδονίτικο έλατο) (Abies borissi-regis) το οποίο σχηματίζει αμιγή δάση. Κατά τόπους, σε μικρή έκταση, το έλατο σχηματίζει μικτά δάση με οξιά (συνολικά 1%). Υπάρχουν επίσης δάση φυλλοβόλων με κυρίαρχο είδος τη Δρυ την πλατύφυλλη (Quercus frainetto). Στα δάση αυτά παρουσιάζονται και τα είδη Δρυς η χνουδωτή (Quercus pubescens), Δρυς η πετραία (Quercus ceciliflora) και Δρυς η ευθύφλοια (Quercus cerris). Κατά μήκος των ποταμών συνεχούς ροής υπάρχουν δάση πλατάνου (Platanus orientalis) με κλήθρα κολλώδη (Αlnus glutinosa), γιδοιτιά (Salix capra), ιτιά η λευκή (Salix alba), βουνοϊτιά (Salix incana) και άλλα είδη ιτιάς. Υπάρχουν επίσης θαμνώνες πουρναριού (Quercus coccifera) σε περιοχές που χρησιμοποιούνται για βοσκοτόπια. Στην περιοχή περιλαμβάνεται και το Πανεπιστημιακό Δάσος του Περτουλίου, το οποίο χρησιμοποιείται για εκπαιδευτικούς σκοπούς και είναι ένα πολύ καλά συντηρημένο δάσος.

Στην περιοχή του Κόζιακα υπάρχουν 11 είδη χλωρίδας που είναι ενδημικά ή προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή και την Ελληνική νομοθεσία.

Η περιοχή έχει χαρακτηριστεί ως «Περιοχή Ελεγχόμενης Θήρευσης και καταφύγιο θηραμάτων». Εδώ υπάρχουν πληθυσμοί μεγαλόσωμων θηλαστικών-θηραμάτων όπως το Ελάφι (Cervus elaphus) και το Ζαρκάδι (Capreolus capreolus) και το Αγριογούρουνο (Sus scrofa), τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης διαχείρισης και προστασίας, κυρίως από την λαθροθηρία. Τρία είδη ζώων που αποτελούν θηράματα - το Πλατώνι (ένα είδος ελαφιού που η επιστημονική του ονομασία είναι Dama dama), ένα είδος φασιανού (Phasianus colchicus) και είδος πέρδικας - έχουν εισαχθεί και εκτρέφονται στην περιοχή.

H περιοχή είναι εξίσου σημαντική και για τα είδη άγριας πανίδας που φιλοξενεί, μιας και είναι ένας από τους σπάνιους βιοτόπους για την Αρκούδα (Ursus arctos), το Λύκο (Canis lupus) και το Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balcanica). Άλλα σημαντικά είδη θηλαστικών που απαντώνται στην περιοχή του Κόζιακα και προστατεύονται από την Ελληνική Νομοθεσία είναι η Νυφίτσα (Mustela nivalis), ο Σκίουρος (Sciurus vulgaris) και η Αγριόγατα (Felis silvestris).

Το βουνό φιλοξενεί, σημαντικούς πληθυσμούς μεγάλων αρπακτικών, κυρίως γυπών, και έχει χαρακτηριστεί ως «Σημαντική Περιοχή για τα πουλιά» (Important Bird Area). Χαρακτηριστικά είδη είναι το Όρνιο (Gyps fulvus), ο Χρυσαετός (Aquila chrysaetos), o Aσπροπάρης (Neophron percnopterus), το Χρυσογέρακο (Falco biarmicus), ο Γυπαετός (Gypaetus barbatus), ο Αετομάχος (Lanius collurio), η Βαλκανοτσικλητάρα (Dendrocopos syriacus), ο Σκουρόβλαχος (Emperiza caesia), ο Βλάχος (Emperiza hortulana) και η Δενδροσταρήθρα (Lullula arborea).

Στην περιοχή απαντώνται και ορισμένα προστατευόμενα είδη φιδιών όπως η οχιά (Vipera ammodytes) και η Δενδρογαλιά (Columber gemonensis) καθώς και το σπιτόφιδο (Elaphe longissima) και το Ασινόφιδο (Coronella austriaca) τα οποία θεωρούνται απειλούμενα είδη. Άλλα αξιόλογα είδη ερπετών της περιοχής είναι η Πράσινη Σαύρα (Lacerta viridis), η Βαλκανική Πράσινη Σαύρα (Lacerta trilineata) και η Κοινή Σαύρα των Τοίχων (Podarcis muralis) τα οποία επίσης είναι προστατευόμενα είδη. Έχει καταγραφεί επίσης η παρουσία τριών ειδών χερσαίων χελωνών και ειδικότερα της Ελληνικής Χελώνας (Testudo graeca), της Μεσογειακής χελώνας (Testudo hermanni) και της Κρασπεδωτής Χελώνας (Testudo marginata), η οποία είναι είδος ενδημικό της Ελλάδας.

Η οικολογική ποιότητα και ισορροπία της περιοχής είναι εύθραυστες και γι' αυτό απαιτούνται συνεχείς χειρισμοί από τη δασική υπηρεσία.

7.2.2. Η περιοχή Ασπροποτάμου (κωδικός GR 1440001)

Η κοιλάδα του Ασπροποτάμου είναι μια από τις όμορφες ορεινές κοιλάδες της νότιας Πίνδου, χαμένη μέσα σε παρθένα δάση ελάτων και πεύκων. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία στις εναλλαγές του φυσικού τοπίου. Έτσι εντυπωσιακές είναι οι εναλλαγές των απόκρημνων χαραδρών με τις ράχες, η έντονη δασοκάλυψη με τις γυμνές κορυφές τις Πίνδου, τα πολλά νερά και τα παραποτάμια δάση. Στην περιοχή βρίσκονται οι πηγές του Αχελώου που είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποταμούς της Ελλάδος.

Τα κύρια χαρακτηριστικά της περιοχής του Ασπροποτάμου είναι το έντονο ανάγλυφο, η κάλυψη από παραγωγικά μεικτά δάση, οι μεγάλες εκτάσεις υποαλπικών λιβαδιών και τέλος τα ποτάμια με την παραποτάμια βλάστηση. Οκτώ δάση Ελάτης, Οξιάς, Πεύκου και Δρυός αποτελούν το λεγόμενο Δασικό Σύμπλεγμα του Ασπροποτάμου, ένα από τα ωραιότερα δασικά συμπλέγματα της χώρας μας. Σημαντική παρουσία έχουν οι Ιτιές που επιλέγουν τις όχθες του Αχελώου για να αναπτυχθούν, ενώ επίσης συναντώνται η Κρανιά, ο Πλάτανος, η Καρυδιά, η Βελανιδιά, η Κερασιά και η Κορομηλιά. Ο κύριος θάμνος είναι ο Κέδρος. Από τα βότανα ξεχωρίζουν το τσάι, το σαλέπι, η τσουκνίδα, η ρίγανη κ.ά.

Η κοιλάδα του Ασπροποτάμου βρίσκεται στην κεντρική Πίνδο και περιβάλλεται από τις πανύψηλες κορυφές των βουνών Περιστέρι (2295 μ) και Τριγγύας (2205 μ). Η περιοχή, εκτός από υψηλή αισθητική αξία, παρουσιάζει ένα σημαντικό αριθμό (πάνω από 20) φυτικών ειδών τα οποία είναι ενδημικά ή απειλούνται και προστατεύονται από την Ελληνική νομοθεσία και τις διεθνείς συμβάσεις. Η περιοχή είναι εξίσου σημαντική και για τα είδη πανίδας που φιλοξενεί μιας και είναι ένας από τους σπάνιους βιότοπους για την Αρκούδα (Ursus arctos), τη Βίδρα (Lutra lutra) και το Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balcanica).

7.2.3. Η περιοχή των ορέων Αντιχασίων και Μετεώρων (κωδ. GR1440003)

Η περιοχή των Αντιχασίων - Μετεώρων καλύπτει γεωγραφικά το ανατολικό τμήμα του Νομού Τρικάλων και περιλαμβάνει το σύμπλεγμα των ορέων αντιχασίων και την περιοχή νότια της Καλαμπάκας. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η μεγάλη ποικιλία στους τύπους της βλάστησης, γεγονός που οφείλεται τόσο στα φυσιογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής (μεγάλο υψομετρικό εύρος από 90-1380 μέτρα) όσο και στη μακρόχρονη χρήση της περιοχής από τον άνθρωπο. Η περιοχή χαρακτηρίζεται από έντονη εναλλαγή δασωμένων εκτάσεων με μεγάλες ανοιχτές περιοχές, ομαλό ανάγλυφο αλλά και βραχώδεις εξάρσεις. Το κλίμα είναι υπο-μεσογειακό με ζεστά καλοκαίρια και δριμείς χειμώνες.

Όσον αφορά τη βλάστηση, υπάρχουν ξηρά πυριτικά λιβάδια, πλατύφυλλα φυλλοβόλα δάση και πολύ υγρά παρόχθια δάση (στις παραποτάμιες περιοχές δίπλα στους ποταμούς Λιθαίο και Μουργκά) με Πλάτανο (Platanus orientalis), Ιτιά λευκή (Salix alba), Κλήθρα κολλώδη (Alnus glutinosa) και θάμνους. Το κυρίαρχο είδος δέντρου στο φυλλοβόλο δάσος είναι η Δρυς η πλατύφυλλη (Quercus frainetto), που συχνά αναμιγνύεται με άλλα είδη Δρυός όπως η Δρυς η χνουδωτή (Quercus pubescens), η Δρυς η πετραία (Quercus ceciliflora) και η Δρυς η ευθύφλοια (Quercus cerris).

Η περιοχή αυτή είναι ένας από τους σημαντικότερους βιότοπους για τα αρπακτικά πουλιά στην Ελλάδα. Εδώ βρίσκεται η μεγαλύτερη αποικία (πάνω από 10 ζεύγη) Aσπροπάρη (Neophron percnopterus) στην Ελλάδα. Άλλα σημαντικά αρπακτικά πτηνά που απαντώνται και αναπαράγονται στην περιοχή είναι ο Κραυγαετός (Aquila pomarina), ο Φιδαετός (Circaetus gallicus), ο Τσίφτης (Milvus migrans), το Χρυσογέρακο (Falco biarmicus) και ο Πετρίτης (Falco peregrinus).

Η περιοχή είναι επίσης σημαντικότατος βιότοπος για το Λύκο όπου η παρουσία του είδους είναι μόνιμη και αναπαράγεται συστηματικά. Εδώ εμφανίζεται ο μεγαλύτερος πληθυσμός Λύκων (Canis lupus) στη Θεσσαλία. Τα τελευταία χρόνια έχει ξαναεμφανιστεί και αναπαράγεται - μετά από απουσία πολλών δεκαετιών - και η Αρκούδα (Ursus arctos).

7.2.4. Η περιοχή των Στενών του Καλαμακίου (κωδικός GR1440004)

Τα Στενά Καλαμακίου είναι ένα φαράγγι που διασχίζεται από τον Πηνειό ποταμό, στο νομό Τρικάλων, με δάσος υδροχαρούς βλάστησης, ανάμεσα σε γυμνούς λόφους. Η περιοχή έχει επίσης ενδιαφέρουσα γεωμορφολογία και φυσικό τοπίο. Η βλάστηση που παρατηρείται είναι τυπική για οικοσυστήματα αυτού του είδους. Χαρακτηρίζεται από τα είδη Ιτιά η λευκή (Salix alba), Κλήθρα η κολλώδης (Alnus glutinosa), Φτελιά η Πεδινή (Ulmus campestris), Λεύκα η λευκή (Populus alba), Λυγαριά (Vitex agnus- castus), Αρμυρίκια (Tamarix sp.) και Βάτα (Rubus sp.). Υπάρχουν ακόμα διάσπαρτα δέντρα από Πλάτανο (Platanus orientalis) και Νερόφραξο (Fraxinus angustifolia).

Στην περιοχή απαντώνται διάφορα ενδιαφέροντα είδη πτηνών όπως είναι το Όρνιο (Gyps fulvus), ο Χρυσαετός (Aquila chrysaetos), o Aσπροπάρης (Neophron percnopterus), το Χρυσογέρακο (Falco biarmicus) και άλλα. Επίσης συναντάμε Βίδρες (Lutra lutra) καθώς και λαφίτες (Elaphe quatrolineata).

8. ΕΘΝΙΚΟΙ ΔΡΥΜΟΙ

Εθνικός δρυμός είναι μια γεωγραφική περιοχή με εξαιρετική φυσική ομορφιά, που συγκεντρώνει σπάνια και υπό εξαφάνιση είδη φυτών και ζώων. Όταν το κράτος ανακηρύσσει μία έκταση εθνικό δρυμό, αναλαμβάνει την προστασία του οικοσυστήματός της από καταστροφικές επεμβάσεις και τη διάσωση της ενδημικής χλωρίδας και πανίδας. Σύμφωνα με την ελληνική και διεθνή νομοθεσία, κάθε εθνικός δρυμός αποτελείται από τον πυρήνα (ζώνη απόλυτης προστασίας), όπου απαγορεύεται κάθε είδους δραστηριότητα που θα μπορούσε να διαταράξει το οικοσύστημα (κυνήγι, ψάρεμα, βοσκή και υλοτομία), και την περιφερειακή ζώνη (ζώνη περιορισμένης προστασίας), όπου επιτρέπονται ορισμένες δραστηριότητες.

Στη χώρα μας ο θεσμός αυτός εφαρμόστηκε το 1938. Αντί του όρου εθνικό πάρκο προτιμήθηκε ο όρος εθνικός δρυμός, διότι θεωρήθηκε ότι οι αξίες της φύσης που έχουν ανάγκη ιδιαίτερης προστασίας βρίσκονται κυρίως στον ορεινό χώρο σε απομονωμένες περιοχές παρθένας φύσης. Ο όρος δρυμός, που εκτός από το δάσος δρυών έχει και την έννοια "σύδενδρος τόπος" (περιοχή με άγρια βλάστηση), περιβάλλει τις εκτάσεις αυτές με την απαραίτητη αίγλη και μεγαλοπρέπεια.

Ο σκοπός για τον οποίο ιδρύθηκαν οι εθνικοί δρυμοί είναι :

α. Να αφεθεί η φύση ελεύθερη, ανεπηρέαστη από εξωτερικές επιδράσεις, να ακολουθήσει τις δικές της διεργασίες.

β. Να διατηρηθεί το φυσικό περιβάλλον για λόγους αισθητικής απόλαυσης και επιστημονικής έρευνας, ανεπηρέαστο από "αναπτυξιακά" προγράμματα.

γ. Να προσφέρουν ευκαιρίες αναψυχής στο κοινό.

δ. Να διατηρηθούν ως βιογενετικά αποθέματα και ζωντανά μουσεία φυσικής ιστορίας για την προαγωγή της έρευνας και της εκπαίδευσης.

Η διαχείριση των εθνικών δρυμών γίνεται στα πλαίσια των αρχών που καθορίζονται από το Ν.Δ. 996/71. Σύμφωνα με το διάταγμα αυτό, οι Εθνικοί Δρυμοί αποτελούνται από τον πυρήνα, έκτασης 1500 ha, και την περιφερειακή ζώνη έκτασης τουλάχιστον ίσης με τον πυρήνα.

Στον πυρήνα επιβάλλονται αυστηρές απαγορεύσεις στην ανάπτυξη ή εκμετάλλευση όπως:

- ανόρυξη και εκμετάλλευση λατομείων,
-ανασκαφές,
-τοποθέτηση διαφημιστικών πινακίδων,
-βιομηχανικές δραστηριότητες,
-κατασκευή κτισμάτων κ.ά.,
-γεωργική και δασοπονική (υλωρική εκμετάλλευση),
-βοσκή,
-κυνήγι, ψάρεμα.

Στην περιφερειακή ζώνη όλες οι δραστηριότητες ελέγχονται από τις αρμόδιες δασικές υπηρεσίες, ώστε να μην έχουν αρνητική επίδραση στον πυρήνα. Επίσης κάθε εκμετάλλευση οργανώνεται με τρόπο που να συμμετέχει στην υλοποίηση των στόχων ίδρυσης του Εθνικού Δρυμού.

Εκτός απ' τη σημασία τους για το ίδιο το έθνος, οι Εθνικοί δρυμοί της χώρας μας αποτελούν περιοχές για τις οποίες η Ε.Ε. δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εννέα από τους δέκα Δρυμούς (εκτός από του Σουνίου) περιλαμβάνονται στον κατάλογο των Ζωνών Ειδικής Προστασίας (Special Protection Areas- S.P.A.) της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, στα πλαίσια της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ "για τα άγρια πτηνά". Πρόκειται δε να ενταχτούν στο διευρωπαϊκό δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών "NATURA 2000", στα πλαίσια της Οδηγίας 92/43 ΕΟΚ "για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας".

Στη χώρα μας έχουν αναγνωρισθεί δέκα εθνικοί δρυμοί, που καλύπτουν περίπου 840.000 στρέμματα. Η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες στην Ευρώπη που απόκτησαν εθνικούς δρυμούς: το 1938 ιδρύθηκαν εθνικοί δρυμοί στον Όλυμπο και τον Παρνασσό, το 1961 στην Πάρνηθα, το 1962 στον Αίνο και τη Σαμαριά, το 1966 στην Οίτη και την Πίνδο (Βάλια Κάλντα), το 1973 στον Βίκο και 1974 στο Σούνιο και τις Πρέσπες.

Ωστόσο στη χώρα μας υπάρχουν και πολλές άλλες περιοχές με τεράστιο φυτικό και ζωικό πλούτο που χρειάζονται ειδική προστασία. Η Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης πρότεινε το 1990 την ίδρυση εννέα νέων εθνικών δρυμών στη Β. Ελλάδα και την Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στο δάσος της Δαδιάς Έβρου (Θράκη), στο όρος Μπέλες και τη λίμνη Κερκίνη, στο όρος Βόρας (Καϊμακτσαλάν), στο όρος Άθως, στις κορυφές της Κεντρικής Ροδόπης (Μακεδονία), στις κεντρικές κορυφές του Ταΰγετου, στην Κοιλάδα Υδάτων Στυγός (Πελοπόννησος) και στο όρος Δίρφη (Εύβοια).

8.1. Εθνικός δρυμός Βίκου - Αώου

Έτος ίδρυσης: 1973
Έκταση πυρήνα: 34.120 στρέμματα
Έκταση περιφερειακής ζώνης: 122.250 στρέμματα

Ο Εθνικός Δρυμός Βίκου - Αώου ιδρύθηκε με σκοπό την προστασία της άγριας φύσης που απλώνεται από το φαράγγι του Βίκου (παραπόταμος Βοϊδομάτη) μέχρι τη χαράδρα του κυρίως ποταμού Αώου και την ενδιάμεση ορεινή περιοχή του βουνού Τύμφη (Γκαμήλα υψόμετρο 2.491μ.).

Ο έντονος κάθετος γεωλογικός διαμελισμός της περιοχής και το μεγάλο υπερθαλάσσιο εύρος της δημιούργησε μοναδικό πλούτο βιοτόπων όπου φιλοξενούνται πολλά και αξιόλογα είδη φυτών και ζώων. Όλα αυτά δίνουν στο δρυμό χαρακτήρα φυσικού και ζωολογικού κήπου.

Αλλεπάλληλες ζώνες βλάστησης διαδέχονται η μία την άλλη από τα μεσογειακά "μακκί" και τις παραποτάμιες φυτοκοινωνίες, τις ζώνες των φυλλοβόλων δασών, μικτών και αμιγών, μέχρι τα δάση των ψυχρόβιων κωνοφόρων, τα υπαλπικά λιβάδια και τις ποώδεις φυτοκοινωνίες των βραχωδών κορυφών και των χαραδρώσεων. Πενήντα είδη δασικών δέντρων και θάμνων και χιλιάδες μικρών φυτών παίρνουν τη θέση τους στο μοναδικό αυτό οικολογικό σύμπλεγμα του δρυμού.

Ενδημικά, σπάνια και μοναδικά στη χώρα μας είδη φυτών όπως τα Valeriana epirota, Centaurea pawlovskii, Lilium camiolicum, Ramonda sebrica, Achilea abrotanoides κ.ά κοσμούν το δρυμό και συγκεντρώνουν παγκόσμιο επιστημονικό ενδιαφέρον. Τα κυριότερα δάση συγκροτούνται από πλατύφυλλα φυλλοβόλα είδη γαύρων, σφενδάμων, ιτιών, δρυών και άλλων δέντρων όπως ο πλάτανος, ο φράξος, η φτελιά, η φλαμουριά, η οστριά, η φουντουκιά κ.λπ. Η οξιά και τα κωνοφόρα, κέδρο, έλατο, μαύρη και λευκόδερμη πεύκη, συγκροτούν εκτεταμένα αμιγή δάση.

Όπως η χλωρίδα έτσι και η πανίδα παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλία ειδών. Στο Δρυμό ζει η καφέ αρκούδα (Ursus arctos), ο λύκος (Canis lupus), η βίδρα (Lutra lutra) και πολλά μικρότερα σαρκοφάγα, τρωκτικά κ.λπ.. Το αγριόγιδο (Rupicapra rupicarpa), ζει στις πιο απροσπέλαστες βραχώδεις πλαγιές, ενώ σημαντικός αριθμός ζαρκαδιών (Capreolus capreolus) και αγριογούρουνων (Sus scrofa) διατρέφονται στα πυκνά δάση. Πλούσια είναι και ορνιθοπανίδα που περιλαμβάνει τα περισσότερα είδη που συναντά κανείς σε ένα τυπικό ορεινό οικοσύστημα, με διάφορα είδη αρπακτικών, δρυοκολάπτη και πλήθος άλλα μικρότερα δασόβια πτηνά και πουλιά της αλπικής ζώνης.

Στα δύο κυριότερα ποτάμια του δρυμού ζουν αξιόλογοι πληθυσμοί της πανίδας του γλυκού νερού, όπως ψάρια, ερπετά και αμφίβια, έντομα κ.λπ. Μέσα στα όρια του Δρυμού υπάρχουν ορισμένα από τα κυριότερα χωριά του Ζαγορίου, με πλούσια ιστορία και πολιτιστική παράδοση. Αυτά είναι το Μονοδέντρι, ο Βίκος και τα Μεγάλο και Μικρό Πάπιγγο. Η περιήγηση μέσα στον απέραντο χώρο του δρυμού, είναι αρκετά δύσκολη και τα μεγάλων κλίσεων μονοπάτια απαιτούν γερά πόδια και αυθημερόν επιστροφή στα χωριά, μιας και δεν υπάρχουν καταφύγια ή ξενώνες για παραμονή μέσα στο δρυμό.

8.2. Εθνικός δρυμός Ολύμπου

Ο πυρήνας του εθνικού δρυμού καταλαμβάνει έκταση 44.500 στρεμμάτων. Περιβάλλεται από τις κορυφές Μύτικας (2.917μ.), Στεφάνι ή Θρόνος του Δία (2.909μ.), Σκολιό (2.911μ.), Σκάλα (2.866μ.), Προφήτης Ηλίας (2.786μ.), Άγιος Αντώνιος (2.815μ.) κ.ά. οι οποίες περικλείουν τη χαράδρα του Μαυρόλογγου, το οροπέδιο των Μουσών και την Κοιλάδα του ποταμού Ενιπέα. Η περιφερειακή ζώνη του δρυμού δεν έχει καθοριστεί.

Βλάστηση-χλωρίδα: η βλάστηση στον εθνικό δρυμό Ολύμπου ποικίλλει ανάλογα με το υψόμετρο. Έτσι, στις περιοχές χαμηλού και μέσου υψομέτρου συναντούμε διάφορους θάμνους (μεσογειακή βλάστηση μακκί), πουρνάρια, κουμαριές κ.λπ., ενώ στις περιοχές με μεγάλο υψόμετρο, δάση από μαυρόπευκα, ρόμπολα (είδος πεύκου, ανθεκτικό στα χιόνια), μακεδονίτικα έλατα, δρύες, οξιές κ.λπ.

Σε όλη την έκταση του Ολύμπου έχουν καταμετρηθεί 1.700 περίπου είδη φυτών, από τα οποία τα 25 είναι ενδημικά (δηλαδή συναντώνται αποκλειστικά σε αυτό το μέρος της Ελλάδας) και μοναδικά στον κόσμο, λ.χ. Κεράστιο Θεοφράστου, Βιόλα του Ολύμπου, Κάρο του Αντάμοβιτς, Βερονίκη η Θεσσαλική, Κενταύρια Μεταβατική. Άλλα σπάνια φυτά της περιοχής είναι το Lilium chalcedonicum, η Kernera saxatilis, το Sedum stefco, ο Galanthus graecus κ.ά.

Πανίδα: το σπανιότερο μεγάλο θηλαστικό που ζει σήμερα στον Όλυμπο είναι το αγριόγιδο. Άλλα ζώα της περιοχής είναι τα αγριογούρουνα, τα τσακάλια, τα ζαρκάδια, οι αλεπούδες, οι νυφίτσες, οι λαγοί, τα τρωκτικά και οι νυχτερίδες.

Η ορνιθοπανίδα του εθνικού δρυμού εκπροσωπείται από πλήθος αρπακτικών πουλιών, όπως ο χρυσαετός, ο γυπαετός, γεράκια, γύπες και πολλά σπάνια είδη, λ.χ. μαύρος δρυοκολάπτης, σταυρομύτης, χιονότσιχλα, χιονόστρουθος κ.λπ.

8.3. Εθνικός δρυμός Παρνασσού

Ο πυρήνας του εθνικού δρυμού Παρνασσού καταλαμβάνει 36.000 στρέμματα. Περιλαμβάνει κορυφές χαμηλού και μέσου υψομέτρου και όχι τα ψηλότερα σημεία του βουνού (Γεροντόβραχος, Λιάκουρα κ.ά.). Η περιφερειακή ζώνη παραμένει απροσδιόριστη.

Βλάστηση-χλωρίδα: το μεγαλύτερο τμήμα του εθνικού δρυμού (30.000 στρέμματα) καλύπτεται από έλατα είδους Abies cephalonica (Κεφαλληνιακή ελάτη), ανάμεσα στα οποία υπάρχουν κέδροι, μαυρόπευκα, αγριοκορομηλιές κ.ά.

Στον Παρνασσό διαβιώνουν 25 ενδημικά και πολλά άλλα είδη φυτών, τα οποία όμως συναντώνται κυρίως στις ψηλότερες κορυφές, που δεν είναι ενταγμένες στα όρια του εθνικού δρυμού. Σπάνια είδη χλωρίδας εντός δρυμού είναι η Paeonia parnassica, ο κόκκινος κρίνος (Lilium chaladonicum), η Euphorbia orphanidis, o Thymus parnassicus κ.ά.

Πανίδα: στον εθνικό δρυμό Παρνασσού συναντώνται κοινά θηλαστικά, λ.χ. κουνάβια, ασβοί, αλεπούδες, λαγοί, σκίουροι και λύκοι. Ο πλούτος της ορνιθοπανίδας είναι τεράστιος: γύπες, γυπαετοί, γεράκια, χρυσαετοί, σταυραετοί, πετρίτσες, χρυσογέρακες, δρυοκολάπτες, πετροπέρδικες.

8.4. Εθνικός δρυμός Πάρνηθας

Απέχει 31χλμ. από την Αθήνα. Ο πυρήνας του καταλαμβάνει 38.400 στρέμματα και εκτείνεται στα βόρεια του νομού Αττικής, στα σύνορα με το νομό Βοιωτίας. Περιλαμβάνει τις ψηλότερες κορυφές της Πάρνηθας - Καραμπόλα (1.413μ.), Όρνιο (1.350μ.), Πλατύ Βουνό (1.163μ.), Κυρά (1.160μ.) κ.λπ. - το λιβάδι Μπάφι, το οροπέδιο της Μόλας, τις τοποθεσίες Αγία Τριάδα, Μετόχι κ.λπ. Η περιφερειακή ζώνη παραμένει ακαθόριστη.

Βλάστηση-χλωρίδα: το μεγαλύτερο τμήμα του δρυμού καλύπτεται από έλατα (Abies cephalonica - Κεφαλληνιακή ελάτη) και διάφορους θάμνους (μεσογειακή βλάστηση μακκί).

Στην Πάρνηθα έχουν καταμετρηθεί 1.000 περίπου ποικιλίες φυτών, από τις οποίες οι περισσότερες βρίσκονται εντός του δρυμού, λ.χ. ο κόκκινος κρίνος και η λευκή παιώνια. Μερικές από αυτές είναι ενδημικές της Αττικής όπως η Centaurea pentelica, η Campanula celsi, Dianthus serratifolius. Υπάρχουν επίσης και άλλα ενδημικά φυτά της Ελλάδας, λ.χ. ο έβενος του Σίμπθορπ, το ηλιάνθεμο του Υμηττού, ο κρόκος ο αττικός, και η σκαμπιόζα του Υμηττού.

Πανίδα: η πανίδα του εθνικού δρυμού είναι ιδιαίτερα πλούσια σε είδη, φτωχή όμως σε πληθυσμούς. Υπάρχει πλήθος θηλαστικών (αλεπούδες, κουνάβια, ασβοί, σκίουροι, λαγοί, τρωκτικά, τσακάλια). Επίσης περιλαμβάνει 113 είδη πουλιών, λ.χ. χρυσαετοί, γεράκια, πετροπέρδικες, μπούφοι, τσαλαπετεινοί, δρυοκολάπτες, κορυδαλλοί.

8.5. Εθνικός δρυμός Αίνου Κεφαλλονιάς

Ο μικρότερος σε έκταση εθνικός δρυμός της Ελλάδας (22.400 στρέμματα). Περιλαμβάνει δύο πυρήνες: τις κορυφές του βουνού Αίνου και την κορυφή του γειτονικού βουνού Ρουδίου. Η περιφερειακή ζώνη δεν έχει προσδιοριστεί.

Βλάστηση-χλωρίδα: κύριος σκοπός ίδρυσης του εθνικού δρυμού Αίνου ήταν η προστασία του βασικού ελληνικού τύπου ελάτου, της Κεφαλληνιακής ελάτης (Abies cephalonica), που αποτελεί και το μεγαλύτερο τμήμα της βλάστησης του δρυμού (17.000 στρέμματα). Μέσα στο ελατόδασος υπάρχουν διάφορα είδη θάμνων, φρύγανα, ποώδη φυτά κ.λπ. Η χλωρίδα του Αίνου είναι εξαιρετικά πλούσια σε ενδημικά και σπάνια είδη φυτών, λ.χ. βιόλα η κεφαλληναική, σκουτελάρια η κεφαλληνιακή, πόα η κεφαλληνιακή, Silene lonica, κόκκινη παιώνια, το Eryssimum cephalonicum. Στο Ρούδι, στα ΒΔ του κύριου όγκου του Αίνου, υπάρχουν πολλοί θαμνώνες από πουρνάρια, κουμαριές, σχοίνους, χρυσόξυλα κ.λπ.

Πανίδα: η πανίδα του εθνικού δρυμού Αίνου δεν είναι ιδιαίτερα πλούσια σε σπάνια είδη. Συναντώνται κυρίως λαγοί, νυφίτσες, αλεπούδες, κουνάβια, τυφλοπόντικες και διάφορα είδη ερπετών. Η ορνιθοπανίδα περιλαμβάνει 26 περίπου είδη (όρνια, φιδαετοί, ξεφτέρια, κοτσύφια, καρδερίνες, γεράκια, πέρδικες).

8.6. Εθνικός δρυμός Σαμαριάς (Κρήτη - ν. Χανίων)

Βρίσκεται στα Λευκά Όρη της δυτικής Κρήτης. Εκτείνεται από τη θέση Ξυλόσκαλο (βόρεια είσοδος του εθνικού δρυμού) ως τον όρμο της Αγίας Ρούμελης (νότια είσοδος), μία απόσταση 16χλμ. Περιλαμβάνει το φαράγγι της Σαμαριάς-μοναδικός σχηματισμός σε όλη την λεκάνη της Μεσογείου-και οριοθετείται από τις κορυφές του Ψιλαφιού (1.903μ.), του Γκίγκιλου (2.080μ.) και του Βολακιά (2.116μ.) στα δυτικά και από τις κορυφές του Μελινταού (2.133μ.) και της Ψιρίστρας στα ανατολικά. Ο πυρήνας του εθνικού δρυμού Σαμαριάς έχει συνολική έκταση 51.000 στρέμματα. Η περιφερειακή ζώνη του δεν έχει οριστεί.

Ο εθνικός δρυμός περιλαμβάνει 22 πηγές, χείμαρρους και απότομους γκρεμούς, ύψους εκατοντάδων μέτρων. Το φαράγγι της Σαμαριάς είναι το μεγαλύτερο της Ευρώπης και συγκεντρώνει πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Το πλάτος του φαραγγιού κυμαίνεται από 3-150μ., με μικρότερο πλάτος στη θέση Πόρτες ή Σιδερόπορτες, όπου το ύψος των δύο πλευρών του φτάνει τα 600μ. Το 1971 απονεμήθηκε στον εθνικό δρυμό το Εθνικό Δίπλωμα Προστασίας της Φύσης, το 1979 βραβεύτηκε με το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Α΄Κατηγορίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, ενώ το 1981 η UNESCO τον ανακήρυξε ως "Απόθεμα της βιόσφαιρας" στο πλαίσιο του προγράμματος "Άνθρωπος και Βιόσφαιρα".

Βασικό χαρακτηριστικό του εθνικού δρυμού Σαμαριάς είναι η πλούσια εναλλαγή τοπίων (σπήλαια, τρεχούμενα νερά, θαμνώνες, ορεινά λιβάδια και δάση), μέσα στα οποία διατηρούνται μνημεία από όλες σχεδόν τις περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας, όπως προϊστορικοί οικισμοί, οι πόλεις Τάρρα και Καινώ, το μαντείο και το ιερό του Απόλλωνα, παλαιοχριστιανικοί τάφοι και ενετικά κάστρα.

Βλάστηση - χλωρίδα: η βλάστηση περιλαμβάνει κυπαρίσσια, πεύκα, πρίνους, πλατάνια και πουρνάρια. Η χλωρίδα της περιοχής είναι ιδιαίτερα πλούσια, περιλαμβάνει πάνω από 450 είδη, απ' τα οποία 70 είναι ενδημικά, όπως ο έβενος, ο δίκταμος, η αμπελιτσιά, η τραχεία πεύκη η κρητική, το ελίχρυσο, η ορνοβρυχίς, η τουλίπα κ.λπ.

Πανίδα: αφθονούν τα είδη ζώων στον εθνικό δρυμό Σαμαριάς. Πολλά απ' αυτά είναι ιδιαίτερα σπάνια, με πρώτο το σπανιότατο κρητικό αγριοκάτσικο ή αγρίμι ή κρι-κρι (Capra aegagrus var. cretica), ενώ ακολουθούν το κρητικό κουνάβι (ζουρίδα), ο κρητικός ασβός ή άρκαλος, ο κρητικός αγκαθοποντικός, η κρητική νυφίτσα ή καλογιαννού, ο κρητικός αγριόγατος ή φουρόγατος. Επίσης, υπάρχουν σπάνια είδη ερπετών και αμφιβίων, λ.χ. η βομβίνη, η κολισαύρα, η τρανόσαυρα και το σαμιαμίδι.

Η ορνιθοπανίδα της περιοχής περιλαμβάνει σπάνια αρπακτικά πουλιά, όπως όρνια, γυπαετούς, σπιζαετούς και χρυσαετούς.

8.7. Εθνικός δρυμός Οίτης

Ανήκει στο νομό Φθιώτιδας και απλώνεται πάνω στο βουνό Οίτη, απέναντι από τον κάμπο της Λαμίας και την κοιλάδα του ποταμού Σπερχειού. Ο πυρήνας του εθνικού δρυμού εντοπίζεται στα δυτικά των χωριών Υπάτη, Καστανιά και Νιοχώρι, έχει συνολική έκταση 14.000 στρεμμάτων και περιλαμβάνει τη δεύτερη σε ύψος κορυφή της Οίτης, το Γρεβενό (2.116μ.), τις κορυφές Σέμπι (2.086μ.) και Αλύκαινα (2.056μ.), το οροπέδιο Λιβαδιές και τις εκβολές του Γοργοπόταμου.

Βλάστηση - χλωρίδα: στις περιοχές με χαμηλό υψόμετρο η βλάστηση αποτελείται κυρίως από διάφορους θάμνους (μεσογειακή βλαστηση μακκί), πουρνάρια, κέδρα και πικροδάφνες. Στις Λιβαδιές, στο ΝΑ τμήμα του δρυμού, κυριαρχεί η αγροστώδης μαραβίτσα ή τούφα και πολλά ενδημικά φυτά της χώρας μας. Στις περιοχές με μεγαλύτερο υψόμετρο υπάρχουν τεράστια δάση με κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica) ενώ κατά μήκος των ρεμάτων υπάρχει υδρόβια βλάστηση.

Η xλωρίδα της Οίτης περιλαμβάνει πλήθος σπάνιων φυτών (λ.χ. Lilium chalcedonicum, Viola poetica, Gentiana lutea, Viola aetolica, Asperula oetaea, Narcissus poeticus) και αρκετά τοπικά ενδημικά, όπως Thlaspi kotshyanum, Allium phthioticum, Veronica oetaea.

Πανίδα: στον εθνικό δρυμό της Οίτης ζουν ζαρκάδια, λιγοστά ελάφια, αγριογούρουνα, λαγοί, αλεπούδες, σκίουροι και ασβοί. Το σπανιότερο είδος θηλαστικού που απαντά εκεί είναι το αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra). Από τα ερπετά και τα αμφίβια ιδιαίτερη αξία έχει ο αλπικός τρίτωνας, μικρό αμφίβιο, και η βομβίνη.

Η ορνιθοπανίδα περιλαμβάνει χρυσαετούς, φιδαετούς, μπούφους, δεντρογέρακες, πέρδικες, δρυοκολάπτες, τσαλαπετεινούς κ.λπ.

8.8. Εθνικός δρυμός Πίνδου (Βάλια Κάλντα)

Βρίσκεται στη βορειοανατολική Πίνδο και ανήκει στο νομό Γρεβενών. Ο πυρήνας (33.600 στρέμματα) περιλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα της κοιλάδας Βάλια Κάλντα και οριοθετείται από τις κορυφές Αφτιά (2.082μ.), Αβγό (2.117μ.), Φλέγγα (2.159μ.), Καπετάν-Κλειδί (2.086μ.) και Μαυροβούνι (2.017μ.). Η περιφερειακή ζώνη (67.000 στρέμματα) οριοθετείται από τις κορυφές Κόρμαλη (1.882μ.), Αγκαθότοπος (1.924μ.), Πυροστιά (1967μ.), Κακοπλεύρι (2.160μ.) και τα Άσπρα Λιθάρια (1.731μ.).

Βλάστηση - χλωρίδα: χαρακτηριστικό της βλάστησης του δρυμού είναι τα απέραντα δάση με μαυρόπευκα, οξιές και ρόμπολα. Φυτρώνουν επίσης λίγα κοκκινόπευκα, δρύες, σφενδάμια και σορβιές, ενώ η παραποτάμια βλάστηση αποτελείται από πλατάνια, οξιές, σκλήθρα κ.λπ.

Η χλωρίδα περιλαμβάνει αρκετά τοπικά ενδημικά και άλλα σπάνια είδη: Centaurea vlachorum, Selene pindicola, Cerastium vourinense, Viola albanica, Campanula hawkinsiana, Trifolium pilczii.

Πανίδα: η Βάλια Κάλντα αποτελεί έναν ιδιαίτερα σημαντικό βιότοπο της αρκούδας. Άλλα ζώα που συναντώνται στον εθνικό δρυμό είναι ο λύκος, το αγριογούρουνο, το ζαρκάδι, ο ασβός και σκίουρος. Επίσης, υπάρχουν πολλά είδη βατράχων (φρύνοι, πρασινοφρύνοι), ο αλπικός τρίτωνας, η βομβίνη, η σαλαμάνδρα, το νερόφιδο, η οχιά, η σαΐτα, η χερσοχελώνα, η τρανόσαυρα και η πρασινόσαυρα. Ιδιαίτερα πλούσια είναι η ορνιθοπανίδα. Έχουν καταμετρηθεί 78 είδη πουλιών, από τα οποία πολλά είναι σπάνια αρπακτικά (φιδαετός, χρυσαετός, βασιλαετός, όρνιο, ξεφτέρι), 8 είδη δρυοκολαπτών (νανοτσικλιτάρα, παρδαλοτσικλιτάρα, βαλκανοτσικλιτάρα, πρασινοτσικλιτάρα κ.λπ.), σταυρομύτες, φλώροι, παπαδίτσες κ.ά.

8.9. Εθνικός δρυμός Σουνίου

Βρίσκεται στο νότιο άκρο της Αττικής, 50χλμ. από την Αθήνα, βόρεια του ακρωτηρίου. Ο πυρήνας είναι μόνο 5.250 στρέμματα, ενώ η περιφερειακή ζώνη 42.500 στρέμματα και περιλαμβάνει τα χωριά Άγιος Κωνσταντίνος και Λεγρενά. Ο δρυμός αυτός παρουσιάζει κυρίως γεωλογικό και ιστορικό ενδιαφέρον λόγω των μεταλλείων που σώζονται από την ιστορινή εποχή και των οικισμών της παλαιολιθικής και της νεολιθικής περιόδου, που ανακαλύφθηκαν στο σπήλαιο "Κίτσος", 2χλμ. από τον Άγιο Κωνσταντίνο, μαζί με απολιθώματα πολλών φυτών. Στην περιοχή του Σουνίου έχουν καταμετρηθεί 100 διαφορετικά είδη ορυκτών.

Βλάστηση - χλωρίδα: η χλωρίδα της περιοχής δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τη βασική βλάστηση αποτελούν διάφορα είδη θάμνων (μεσογειακή βλάστηση μακκί), δάση από χαλέπιο πεύκη (Pinus halepensis), φρύγανα, πουρνάρια, ρείκια και λίγα κυπαρίσσια.

Η χλωρίδα περιλαμβάνει, επίσης, μερικά ενδημικά φυτά της περιοχής (κενταύρια η λαυρεωτική, κενταύρια η αττική), ενδημικά της Ελλάδας (κενταύρια η ραφανίσκος, δίανθος ο πριονόφυλλος, ονοβρυχίς η εβενοειδής) και διάφορα άλλα είδη, λ.χ. κυκλάμινα, ανεμώνες και παπαρούνες.

Πανίδα: η πανίδα στον εθνικό δρυμό είναι πολύ περιορισμένη λόγω της τουριστικής και οικιστικής εκμετάλλευσης τής γύρω από το δρυμό περιοχής. Υπάρχουν μόνο λαγοί, κουνάβια, αλεπούδες, σαύρες και φίδια. Η ορνιθοπανίδα περιλαμβάνει γεράκια, τσαλαπετεινούς, κουκουβάγιες και πολλά μικρά πουλιά.

8.10. Εθνικός δρυμός Πρεσπών

Ο εθνικός δρυμός Πρεσπών βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της Ελλάδας και ανήκει στο νομό Φλώρινας. Αποτελεί φυσικό σύνορο μεταξύ Ελλάδας, πρώην Γιουγκοσλαβίας και Αλβανίας. Περιλαμβάνει τα ελληνικά τμήματα των λιμνών Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα και το φυσικό ανάχωμα που τις χωρίζει και οριοθετείται από τις κορυφές των βουνών Βαρνούς (2.334μ.) και Τρικλάριο (1.749μ.). Ο πυρήνας έχει έκταση 49.120 στρέμματα και χωρίζεται σε δύο τμήματα: το πρώτο (49.000 στρέμ.) περιλαμβάνει το ελληνικό τμήμα της Μικρής Πρέσπας και τους γύρω καλαμιώνες, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει 120 στρέμματα γύρω από το εκκλησάκι του Άι-Γιώργη στο χωριό Ψαράδες, με συστάδες αιωνόβιων κωνοφόρων. Η Μικρή Πρέσπα, με μέσο υψόμετρο 853μ. και μέγιστο βάθος 8μ., εκτείνεται σε 48.000 στέμματα, από τα οποία τα 5.000 ανήκουν στην Αλβανία και τα 43.000 στην Ελλάδα.

Αποτελεί έναν από τους 11 ελληνικούς υγροβιότοπους διεθνούς σημασίας, σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση που υπογράφτηκε στην πόλη Ραμσάρ του Ιράν το 1971. Η περιφερειακή ζώνη του δρυμού έχει έκταση 212.000 στρέμματα από τα οποία τα 40.000 ανήκουν στην ελληνική επικράτεια και περιλαμβάνει το ελληνικό τμήμα της Μεγάλης Πρέσπας και εκτάσεις στα δυτικά και ανατολικά του πυρήνα. Η Μεγάλη Πρέσπα έχει μέγιστο βάθος 55μ., μέσο υψόμετρο 853μ. και συνολική έκταση 200.000 στέμματα περίπου, από τα οποία τα 38.000 ανήκουν στην Ελλάδα.

Στην περιοχή των Πρεσπών και του δρυμού υπάρχουν 12 χωριά (Βροντερό, Πύλη, Ψαράδες, Άγιος Αχίλλειος, Μηλιώνα, Πλατύ, Λαιμός, Λευκώνας, Οξυά, Καρυές, Καλλιθέα και Μικρολίμνη). Ο εθνικός δρυμός Πρεσπών είναι ο μοναδικός στη χώρα μας που το κύριο στοιχείο του είναι υδάτινο. Ανακηρύχτηκε Τόπος Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους το 1977.

Βλάστηση - χλωρίδα: η παραλίμνια βλάστηση αποτελείται από λεύκες, ιτιές, καλάμια, ρογούζια, ενώ στις πλαγιές των βουνών Τρικλάριο και Βαρνούς συναντούμε δάση με οξιές, βελανιδιές, κέδρους και έλατα. Τοπικά υπάρχουν βελανιδιές του σπάνιου είδους Quercus trojana και έλατα Abies alba. Η χλωρίδα περιλαμβάνει 1.300 περίπου είδη φυτών. Ένα από αυτά, η Centaurea prespana, είναι το μοναδικό τοπικό ενδημικό. Άλλα φυτά, ενδημικά της Ελλάδας και ιδιαίτερα σπάνια, είναι η Viola velutina, Viola eximia, Saxifraga padimontana, Doronicum hungaricum κ.λπ.

Πανίδα: ο εθνικός δρυμός Πρεσπών παρουσιάζει μοναδικό ζωικό πλούτο:

-13 είδη λιμνίσιων ψαριών, από τα οποία δύο (το σκουμπούζι και η μπριάνα) είναι τοπικά ενδημικά. Άλλα είδη είναι: πέστροφα, τσιρόνι, κέφαλος, γριβάδι, πλατίκα.
-11 είδη αμφιβίων (τρίτωνας, βομβίνη, δενδροβάτραχος, φρύνος, σαλαμάνδρα κ.λπ.).
-22 είδη ερπετών (9 είδη φιδιών, 2 είδη χελωνών, 9 είδη σαυρών).
-40 είδη θηλαστικών (αρκούδα, λύκος, βίδρα, ασβός, αγριόγατος, ζαρκάδι, αλεπού).

Ορνιθοπανίδα: η μεγαλύτερη αξία του εθνικού δρυμού των Πρεσπών έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί καταφύγιο και τόπο αναπαραγωγής για πολλά σπάνια είδη και υπό εξαφάνιση πουλιά. Έχουν καταμετρηθεί 250 είδη πουλιών, από τα οποία τα 65 κινδυνεύουν να χαθούν, λ.χ. ο αργυροπελεκάνος (150-200 ζευγάρια αργυροπελεκάνων βρίσκουν κάθε χρόνο καταφύγιο στις Πρέσπες, ενώ υπολογίζεται ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός του είναι γύρω στα 1.000 ζευγάρια), ο χηνοπρίστης (10 ζευγάρια), ο ροδοπελεκάνος (100 ζευγάρια), η αγριόχηνα, ο αργυροτσικνιάς, ο κορμοράνος, ο ερωδιός, ο σταυραετός, η λαγγόνα, ο χρυσαετός, ο φιδαετός, ο λευκοτσικνιάς, ο πορφυροτσικνιάς και το μουστακογλάρονο. Έχουν, επίσης, καταγραφεί 13 είδη από αγριόπαπιες, 10 είδη από βαλτόπουλα, 12 είδη μπεκάτσας, 10 είδη γλάρου, 6 είδη δρυοκολάπτη, αγριόγαλοι, αλκυόνες, χαλκοκουρούνες κ.λπ..

9. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Στα πλαίσια του συγκεκριμένου προγράμματος περιβαλλοντικής εκπαίδευσης χρησιμοποιήθηκαν πολλές πηγές, μερικές από τις οποίες αναφέρονται στη συνέχεια:

ΒΙΒΛΙΑ και άλλο έντυπο υλικό:
- «Θάμνοι και δέντρα στην Ελλάδα» τόμοι Ι & ΙΙ, Αραμπατζής Θεόδωρος.
- «Ερπετά της Ελλάδας και της Κύπρου», Δημητρόπουλος Αχιλλέας & Ιωαννίδης Γιάννης.
- «Πουλιά και θηλαστικά της Κρήτης», Σφήκας Γιώργος
- «Αρπακτικά πουλιά της Ελλάδας», Δημητρόπουλος Αχιλλέας & Χανδρινός Γιώργος.
- «Οικοτουριστικός οδηγός Πίνδος-Τρίκαλα-Κόζιακας-Μετέωρα-Ασπροπόταμος-Περτούλι», εκδόσεις Έλλα.
- Φάκελος νομού Τρικάλων- ΚΕΝ.Ε.ΚΑ.Π. Α.Ε.
- «Πρώτη Εθνική Αναφορά για τη Βιοποικιλότητα στην Ελλάδα ( First national report on the convention of biological diversity- Greece)», Υπουργείο Χωροταξίας, Περιβάλλοντος και Δημοσίων Έργων, 1998

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ:
- Αρκτούρος : http://www.arcturos.gr/gr/default.asp
-
Ελληνικό τμήμα της WWF: http://www.wwf.gr
-
Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία: http://www.ornithologiki.gr
-
Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων: http://www.minagric.gr
-
Υπουργείο Χωροταξίας, Περιβάλλοντος και Δημοσίων Έργων: http://www.minenv.gr/
-
ΦΙΛΟΤΗΣ - Βάση δεδομένων για την ελληνική φύση: http://www.itia.ntua.gr/filotis
-
Κόκκινη λίστα - Κατάλογος απειλούμενων ειδών: http://www.iucnredlist.org
-
Κ.Π.Ε. Καστοριάς: http://kpe-kastor.kas.sch.gr
-
Εργαστήριο Δασικής Οικονομικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης: http://aeiforia.for.auth.gr
-
Κόκκινος Βράχος: http://www.forestap.gr
-
Δασολογικός σύλλογος Τρικάλων: http://www.dasologikos.150m.com
-
Το δίκτυο NATURA 2000 και οι προστατευόμενες περιοχές: http://www.minenv.gr/1/12/121/12103/g1210300.html
-
Ζωολογικό Μουσείο Πανεπιστημίου Αθηνών: http://www.cc.uoa.gr/biology/zoology/introdgr.htm
- Εθνικός Δρυμός Πάρνηθας: http://www.parnitha-np.gr
-
Βάση δεδομένων για τα φαρμακευτικά φυτά του Εθνικού Δρυμού Βίκου-Αώου: http://vikos.bat.uoi.gr/index_gr.html
-
Europa-Δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης-Προστασία της φύσης και της βιοποικιλότητας: http://europa.eu/scadplus/leg/el/s15006.htm
-
Ιστοσελίδα του Δασοπόνου Λέφτση Χρήστου: http://dasos.tripod.com
-
Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Ζακύνθου: http://www.nmp-zak.org
-
Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας: http://www.nagref.gr
-
Ιστοσελίδα της Μάνης: http://www.mani.org.gr/mani
-
Βάση δεδομένων EUNIS: http://eunis.finsiel.ro/eunis/about.jsp
-
Βιοποικιλότητα στη Μεσόγειο: http://www.biodiversityhotspots.org/xp/Hotspots/mediterranean/biodiversity.xml

Ολοκληρώνοντας το πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης για το σχολικό έτος 2006-2007 θα θέλαμε να εκφράσουμε τις θερμές μας ευχαριστίες:

- στο Διευθυντή του Γυμνασίου Πρίνου κ. Γρηγόρη Μπαντέκα και στουςσυναδέλφους εκπαιδευτικούς του σχολείου μας για την αμέριστη συμπαράστασή τους,
- στην Υπεύθυνη Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού Τρικάλων κ. Ελένη Τζιότζιου - Μηλιώνη για την πολύτιμη καθοδήγηση που μας προσέφερε καθ' όλη τη διάρκεια του προγράμματος,
- στο Δήμαρχο του Δήμου Κόζιακα κ. Κίμωνα Αναστασόπουλο και το Δημοτικό Συμβούλιο για την κάλυψη των εξόδων μετακίνησης της περιβαλλοντικής ομάδας μας κατά τη συμμετοχή μας στο τριήμερο πρόγραμμα «Εθνικός Δρυμός Βίκου-Αώου» του Κ.Π.Ε. Κόνιτσας,
- στους γονείς των μαθητών μας για την εμπιστοσύνη που μας έδειξαν.

Επίσης θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τη Νομαρχία Τρικάλων για τη διάθεση του δασικού χάρτη του νομού μας και τη διαδημοτική αναπτυξιακή εταιρεία ΚΕΝ.Α.ΚΑ.Π. Α.Ε. (Κέντρο Ανάπτυξης Καλαμπάκας - Πύλης Α.Ε.) για τη δωρεάν διάθεση πολύτιμου έντυπου πληροφοριακού υλικού και χαρτών σχετικά με το νομό μας και την περιοχή του Κόζιακα.

Οι υπεύθυνες του προγράμματος
Γκουγκουστάμου Ανθίτσα
Παπαβασιλείου Βασιλική


ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΑΣ ΣΤΟ Κ.Π.Ε. ΚΟΝΙΤΣΑΣ
ΣΤΙΣ 8, 9 ΚΑΙ 10
ΜΑΡΤΙΟΥ 2007

Χορευτικές επιδείξεις




ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙΟ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΒΟΪΔΟΜΑΤΗ



ΜΕΤΡΗΣΗ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΒΟΪΔΟΜΑΤΗ



Μέτρηση συγκέντρωσης διαλυμένου στο νερό οξυγόνου


Μέτρηση θερμοκρασίας εδάφους


Δειγματοληψία νερού


Μέτρηση συγκέντρωσης νιτρικών ιόντων στο νερό του ποταμού -
εκτίμηση ρύπανσης


Προσδιορισμός συγκέντρωσης ιόντων

ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΒΙΟΔΕΙΚΤΩΝ


Αναζήτηση βιοδεικτών (π.χ. Προνύμφες εντόμων)


... και το αποτέλεσμα της αναζήτησης


Συλλογή βιολογικού υλικού για μελέτη στο εργαστήριο



Συλλέγοντας Πλατυέλμινθες

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΟΝΙΤΣΑΣ.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΩΝ.







ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΣΕ ΔΡΑΣΗ






ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ




ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΑΣ ΣΤΟ Κ.Π.Ε. ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΣΤΙΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2007


ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ





ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟ ΔΑΣΙΚΟ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΟΛΥΜΠΟΥ



ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΧΛΩΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ



ΠΕΥΚΟ



ΦΤΕΡΗ




ΡΕΙΚΙ ή ΣΟΥΣΟΥΡΑ




ΚΟΥΜΑΡΙΑ



ΚΕΔΡΟ



ΚΑΣΤΑΝΙΑ


ΛΕΙΧΗΝΕΣ



ΒΡΥΑ

ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΕΝΟΣ ΔΕΝΤΡΟΥ



ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΑΝ




ΩΡΑ ΓΙΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ



ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟΝ ΑΗ ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΝ ΠΡΟΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΗ ΦΥΤΩΝ



















ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΜΑΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΦΥΤΩΝ







































Σχεδιάζοντας την αφίσα για το πρόγραμμά μας