"ΤΑ ΔΑΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΑΣ - Βασικός σκοπός του προγράμματος ήταν να έρθουν τα παιδιά σε επαφή με τη χλωρίδα και την πανίδα των δασών της Ελλάδας γενικότερα και του τόπου τους ειδικότερα μιας και η περιοχή στην οποία ζουν (Κόζιακας) ανήκει στις προστατευόμενες περιοχές του Δικτύου NATURA 2000, με απώτερο στόχο να ευαισθητοποιηθούν για την προστασία της. 1. ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ α) Κλίμα: Το κλίμα της χώρας χαρακτηρίζεται ως Μεσογειακό, τα γενικά χαρακτηριστικά του δηλαδή είναι ξερά και θερμά καλοκαίρια με ήπιους και βροχερούς χειμώνες. Το κλίμα επηρεάζουν οι ξηροί άνεμοι της Σαχάρας. Οι άνεμοι που επικρατούν είναι βόρειοι, κυρίως στο Αιγαίο. Η οροσειρά της Πίνδου χωρίζει την χώρα σε δυτική και ανατολική. Στο δυτικό μέρος της χώρας παρατηρούνται οι περισσότερες βροχές. Οι υγροί δυτικοί άνεμοι βρίσκουν εμπόδιο την οροσειρά της Πίνδου και αφήνουν την υγρασία τους υπό μορφή βροχής στο δυτικό μέρος της χώρας. Στα ανατολικά οι βροχές είναι πιο λίγες. Οι λιγότερες βροχές πέφτουν στην Αττική, στις Κυκλάδες και στην ανατολική Κρήτη. Το κλίμα στα ηπειρωτικά και στη βόρεια χώρα μοιάζει με το Ευρωπαϊκό ηπειρωτικό κλίμα. Τα παράλια έχουν πιο ήπιους χειμώνες και το καλοκαίρι η θαλασσινή αύρα κατεβάζει την θερμοκρασία. Το κλίμα της χώρας έχει καθ' ύψος διαμόρφωση. Έτσι στα ορεινά το κλίμα θυμίζει την βόρεια Ευρώπη με αρκετά μεγάλη χιονόπτωση το χειμώνα, χαμηλές θερμοκρασίες και δροσερά-βροχερά καλοκαίρια. Πιο ψηλά στην αλπική ζώνη των βουνών το κλίμα είναι πολικό με το έδαφος να καλύπτεται για 5-6 μήνες το χρόνο με χιόνια. Αλλά και στα χαμηλά υψόμετρα το κλιματικό εύρος στην χώρα είναι μεγάλο. Έχουμε το κλίμα της νότιας Κρήτης που μοιάζει με το κλίμα της βόρειας Αφρικής και το κλίμα της περιοχής Νευροκοπίου που έχει καθαρά χαρακτήρα βορειοευρωπαϊκό. Οι διαφορές αυτές είναι σπάνιες για μια τόσο μικρή χώρα και δίνουν στην Ελληνική φύση μια τεράστια ποικιλομορφία. β) Έντονο ανάγλυφο και πολλά βουνά: Παρόλο που η χώρα βρέχεται παντού από θάλασσα δεν παύει να είναι μια από τις πιο ορεινές χώρες της Ευρώπης. Πολλά και ψηλά βουνά συνθέτουν το ανάγλυφο της (115 ορεινά συγκροτήματα) και κάνουν δύσκολη την πρόσβαση σε ανθρώπους ζώα αλλά και φυτά. Απομονωμένες μικρές πεδιάδες βρίσκονται ανάμεσα στα βουνά. Βαθιά φαράγγια δίνουν διέξοδο σε ορεινούς ποταμούς. Σε γενικές γραμμές ο κατακερματισμός αυτός δημιουργεί τις συνθήκες για πολλά και διαφορετικά απομονωμένα οικοσυστήματα. γ) Η χώρα διαθέτει 16.000 χιλιόμετρα ακτογραμμής και 3.000 περίπου νησιά και βραχονησίδες. Σίγουρα είναι ρεκόρ, για την Ευρώπη τουλάχιστον, και συντελεί περισσότερο στον κατακερματισμό της χώρας. δ) Η θέση της Ελλάδας στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων είναι ιδιαίτερα προνομιακή. Σ' αυτή οφείλεται η ύπαρξη φυτών που ανήκουν και στις τρείς ηπείρους και το ότι η χώρα είναι διάδρομος αποδημητικών πουλιών. ε) Υγρότοποι. Παρ' όλη την προσπάθεια των Ελλήνων, από τους αρχαίους χρόνους, για την αποξήρανση των υγροτόπων και την απόδοση τους στην γεωργία, 260 μικροί και μεγάλοι υγρότοποι υπάρχουν στη χώρα μας που είναι καταφύγιο για τα πουλιά και σημεία ξεκούρασης για τα αποδημητικά πουλιά. στ) Πετρώματα. Το κυρίαρχο πέτρωμα είναι ο ασβεστόλιθος που δίνει στο τοπίο έντονο ανάγλυφο με πολλές ορθοπλαγιές στα βουνά. Το πέτρωμα αυτό είναι υδατοπερατό. Αυτό εξηγεί την έλλειψη νερών και λιμνών στα ελληνικά βουνά. Οι περισσότερες πηγές εμφανίζονται εκεί που το στρώμα του ασβεστόλιθου συναντά άλλο υδατοστεγές πέτρωμα. Στο πέτρωμα αυτό οφείλονται και τα πολλά σπήλαια της χώρας. Άλλα πετρώματα είναι οι σχιστόλιθοι, τα μάρμαρα, οι γνεύσιοι, ο φλύσχης και ο γρανίτης. «Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά». Ο όρος οικοσύστημα είναι μια έννοια που πρώτη φορά υπεισέρχεται στο Σύνταγμα. Η έννοια του δασικού οικοσυστήματος, έχει άλλη σημασία εάν την εξετάσουμε από οικολογική σκοπιά, άλλη εάν την εξετάσουμε από άποψη δασοκομική και άλλη εάν την εξετάσουμε από θέση προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. α) Από άποψη οικολογική, κάθε χώρος, που συγκεντρώνει ορισμένα ελάχιστα, από τα απαιτούμενα για τον ορισμό του ως οικοσυστήματος, θα πρέπει να ορίζεται ως τέτοιος, με μόνο ζητούμενο τον καθορισμό των ορίων του. Με βάση αυτήν την προσέγγιση, κάθε χώρος που περιλαμβάνει ξυλώδη φυτά οποιασδήποτε διάπλασης, ύψους, ή πυκνότητας, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται σαν δάσος. β) Από άποψη δασοκομική, «Για δάσος μιλάμε μόνο όταν τα δένδρα και οι θάμνοι συνυπάρχουν πάνω σε μια μεγάλη επιφάνεια, σε στενή φυτοκοινωνική σχέση μεταξύ τους και σε τόση απόσταση, ώστε με τη συγκόμωσή τους να δημιουργούν ένα ξεχωριστό περιβάλλον - το δασογενές περιβάλλον - και όταν μαζί με άλλα είδη από το φυτικό και ζωικό βασίλειο δημιουργούν μια ξεχωριστή βιοκοινότητα την οποία ονομάζουμε δασοβιοκοινότητα και αν λάβουμε υπ' όψη μας και τον βιότοπο, την ονομάζουμε δασική βιογεωκοινότητα, ή δασικό οικοσύστημα». Ο δασοκομικός ορισμός του δάσους, εξυπηρετεί μόνο την διαχείρισή του, επιζητώντας μεγάλες εκτατικά μονάδες, για να μπορεί να αποδίδει και οικονομικά αποτελέσματα. γ) Από άποψη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος ως δασικό οικοσύστημα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάθε χώρο, ο οποίος έχει στοιχεία φυσικού οικοσυστήματος και χρειάζεται προστασία και ειδική διαχείριση, λόγω της θέσης του, της σύνθεσης των στοιχείων του, της σπουδαιότητάς του στην διατήρηση της φυσικής ισορροπίας. Μέχρι σήμερα πρακτικά ίσχυε η τελευταία εκδοχή του φυσικού-δασικού οικοσυστήματος. Παλιότερα το δάσος ήταν ταυτισμένο με την βλάστηση, τώρα πλέον συνδέεται και με τον οικότοπο (έδαφος, νερά, κλίμα), την βιοκοινότητα (χλωρίδα και πανίδα), αλλά και τις μεταξύ τους σχέσεις. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 117 του Συντάγματος, αναφέρεται ότι: «Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό.» Επομένως στην πολιτική έννοια του δάσους συμπεριλαμβάνονται υποχρεωτικά και με συνταγματική επιταγή όσα δάση καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με κάποιο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται. α) τους αβιοτικούς παράγοντες, ένα σύνολο μη ζωντανών φυσικών ή χημικών περιβαλλοντικών παραγόντων: το έδαφος, το νερό, το κλίμα, ανόργανα στοιχεία και ενώσεις και οργανικές ενώσεις. β) τους βιοτικούς παράγοντες, το σύνολο δηλαδή των ζωντανών οργανισμών, που με τη σειρά του διακρίνεται σε: i) Κοινότητα των φυτών, όπου κυριαρχούν ανώτεραείδη φυτών (δένδρα, θάμνοι, ποώδη φυτά), οι λεγόμενοι παραγωγοί. ii) Κοινότητα των ζώων, που αποτελείται από το σύνολο των ζωικών οργανισμών (φυτοφάγοι και σαρκοφάγοι), οι λεγόμενοι καταναλωτές. iii) Κοινότητα των μικροοργανισμών ή αποικοδομητών που αποτελείται από ετερότροφους οργανισμούς, κυρίως βακτήρια και μύκητες που διασπούν τη νεκρή οργανική ύλη και τη μετατρέπουν σε ανόργανα μόρια. Οι αβιοτικοί και οι βιοτικοί παράγοντες βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση. Το δάσος είναι ένα από τα πολυπλοκότερα συστήματα που απαντώνται στη φύση και αντιπροσωπεύει το είδος του χερσαίου οικοσυστήματος με τη μεγαλύτερη κατανομή στον πλανήτη (καλύπτει το 32% της γήινης επιφάνειας). Σημαντική είναι και οι απειλή από την υπερβόσκηση, αφού στη χώρα μας εκτρέφονται ελεύθερα πολύ περισσότερα αιγοπρόβατα από εκείνα που μπορούν να συντηρηθούν στα λιβάδια μας. Η ανεξέλεγκτη και παράνομη βόσκηση, ιδιαίτερα μετά την εκδήλωση πυρκαγιάς, παρεμποδίζει τη φυσική αναγέννηση των δασών, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση του οικοσυστήματος και τη διάβρωση του εδάφους. Η υπερβολική βόσκηση θεωρείται η κυριότερη αιτία της εικόνας που παρουσιάζουν σήμερα πολλά ελληνικά βουνά, όπου βλέπει κανείς να προβάλλουν γυμνά βράχια, χωρίς χώμα ή βλάστηση. Το ανεξέλεγκτο κυνήγι και η λαθροϋλοτομία (σε παλαιότερα χρόνια) αποτελούν εξίσου σοβαρές απειλές για τα δάση μας και τα είδη που ζουν σε αυτά. Σε όλες τις παραπάνω απειλές έρχονται να προστεθούν η ανυπαρξία εθνικής δασικής στρατηγικής, η έλλειψη δασολογίου, που ευνοεί τη διεκδίκηση των δασικών εκτάσεων από ιδιώτες, η τροποποίηση- προς το χειρότερο- του δασικού νόμου (ο γνωστός «δασοκτόνος» νόμος) και η ασαφής νομοθεσία, που είναι γεμάτη «παραθυράκια» και δίνει το κίνητρο (και τις ευκαιρίες) σε οργανωμένα συμφέροντα καταπατητών να δρουν ανενόχλητα, καθώς και η ανυπαρξία ενός ισχυρού και ενιαίου φορέα διαχείρισης και προστασίας των δασών. Η δασική υπηρεσία στερείται πόρων και προσωπικού, η χρηματοδότηση της δασικής έρευνας είναι ανεπαρκής, ενώ το ποσοστό του ετήσιου προϋπολογισμού που διατίθεται για τη δασοπονία είναι μόλις το 0,4%. Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει σημαντικά την ευστάθεια του οικοσυστήματος είναι η ατμοσφαιρική ρύπανση. Η όξινη βροχή, αποτέλεσμα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, βλάπτει τα κύτταρα των φύλλων, παρεμποδίζει τη φωτοσύνθεση και μειώνει την αντίσταση των δέντρων στα έντομα και τους ιούς. Επηρεάζει το έδαφος αρνητικά, γιατί δημιουργεί όξινο περιβάλλον με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η αποικοδόμηση των οργανικών υλικών. Τα ελληνικά δάση προσβάλλονται από την όξινη βροχή λιγότερο από τα δάση της κεντρικής Ευρώπης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι και οι αέριοι ρύποι στη πατρίδα μας είναι λιγότεροι, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι τα ασβεστολιθικά εδάφη που κυριαρχούν στη χώρα μας εξουδετερώνουν την όξινη βροχή. Βλάβες σε δέντρα μεγάλης ηλικίας που υποφέρουν από ξηρασία προξενεί το ημιπαράσιτο είδος ιξός (γκυ) που παρασιτεί στην ελάτη. Λιγότερο βλαπτικό είναι στις δρυς και τις καστανιές. Οι επικίνδυνες ασθένειες των δασικών δέντρων στη χώρα μας είναι οι παρακάτω: η ολλανδική ασθένεια της φτελιάς, η μελάνωση της καστανιάς, ο καρκίνος που προσβάλλει τις καστανιές και ο καρκίνος του κυπαρισσιού. Σχετικά με τις βλάβες από δασικά έντομα αναφέρεται ότι ένα από τα πιο κοινά δασικά έντομα είναι η πευκοκάμπια. Στην Ελλάδα διαπιστώθηκε ότι κατά τα ξηρά έτη, τα οποία επαναλαμβάνονται ανά 3 έως 7 έτη, τα δασικά δέντρα της πεύκης και της ελάτης υποφέρουν από έλλειψη υγρασίας στο έδαφος, προσβάλλονται δευτερογενώς από διάφορα φλοιοφάγα και ξυλοφάγα έντομα και ξηραίνονται κατά χιλιάδες σε μεγάλες εκτάσεις. Από τα 400 έντομα που προσβάλλουν τα ελληνικά δρυοδάση, σημαντικό είναι λόγω της ιδιαίτερης βλαπτικότητάς του το λεπιδόπτερο του πουρναριού (Porthetria ή Lymantria dispar), που κάθε λίγα χρόνια κατατρώγει τα πουρνάρια, καθώς και το φυλλοφάγο λεπιδόπτερο των δρυοδασών (Tortrix viridana). Πίνακας 2.5.1. Η κατανομή των μορφών εδαφοπονίας του ελληνικού χώρου σύμφωνα με τα στοιχεία της Δασικής Υπηρεσίας και της ΕΣΥΕ
Πίνακας 2.5.2. Κατανομή των ελληνικών δασών από ιδιοκτησιακής πλευράς
Από τα 5.500 είδη φυτών, η Πελοπόννησος διαθέτει 2.400 είδη, η Πάρνηθα 900 είδη ενώ ο Όλυμπος 1.700 είδη. Μερικά εντυπωσιακά και σπάνια φυτά των βουνών μας είναι: τα διάφορα είδη κρίνων που βρίσκονται στα δάση και ανθίζουν τον Ιούνιο, οι φριτιλλάριες ένα όμορφο φυτό του μέσου υψομέτρου, τα αγριογαρύφαλλα, οι νεραγκούλες, οι σαξιφράγες της αλπικής ζώνης, οι βιόλες, τα κολχικά φυτά της δασικής ζώνης που ανθίζουν το φθινόπωρο, οι κρόνοι που ανθίζουν την άνοιξη και τα πολλά είδη όρχεων και δακτιλόριζας που ανθίζουν επίσης την άνοιξη. Α. ΠΕΔΙΝΗ ΖΩΝΗ: Από 0 ως 700 μέτρα. Αποτελεί το 70% του ελληνικού εδάφους. Στη ζώνη αυτή μπορούμε να παρατηρήσουμε τρεις βασικούς βιότοπους: α) τους φρυγανότοπους που συναντάμε στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα σε ξηρές και ασβεστολιθικές περιοχές. Σ' αυτό το βιότοπο κυριαρχούν οι χαμηλοί αγκαθωτοί θάμνοι με ύψος μισό μέτρο περίπου, όπως η ρίγανη, το θυμάρι, το φασκόμηλο, το δίκταμο, η ασφάκα. Τα φρυγανικά οικοσυστήματα καλύπτουν το 13 - 15% της Ελλάδας και αποτελούν την τυπική βλάστηση των περιοχών με ξηρό μεσογειακό κλίμα, περιορισμένο διαθέσιμο νερό και φτωχά εδάφη. Σε περιοχές με ημίξηρο κλίμα η διατήρηση των φρυγάνων μπορεί να οφείλεται στη δράση της φωτιάς και της βόσκησης ή μπορεί τα φρύγανα να έχουν εποικίσει εγκαταλειμμένες καλλιέργειες ή καμένες εκτάσεις. β)Τους θαμνότοπους ή μεσογειακή βλάστηση μακί. Στο βιότοπο αυτό συνυπάρχουν διάφοροι θάμνοι 2- 3 μέτρων όπως είναι: οι κουμαριές, τα σχοίνα, οι αγριελιές, τα πουρνάρια, το φιλλίκι, η κουτσουπιά, τα ρείκια. Τα οικοσυστήματα των μεσογειακών μακί, καλύπτουν το 26% της Ελλάδος και αναπτύσσονται στη θερμομεσογειακή ζώνη. Η βλάστηση των μακί, με θάμνους μέχρι 2 μ, θεωρείται ότι αποτελεί προστάδιο της δασικής βλάστησης ή υποβάθμιση του δασικού οικοσυστήματος. Αποτελούν ωστόσο την άριστη δυνητική βλάστηση σε περιοχές με ξηρότερο κλίμα. γ} Τα δάση των ρητινοφόρων δέντρων όπως τα πεύκα. Β. ΗΜΙΟΡΕΙΝΗ ΖΩΝΗ: από 700 εως 1000 μέτρα. Αποτελεί το 20% του ελληνικού εδάφους. Σ' αυτή τη ζώνη υπάρχουν αρκετά δάση και κυριαρχούν οι δρυς, οι φράξοι, τα πεύκα, τα κυπαρίσσια, τα σφενδάμια, οι φτελιές. Στη ζώνη αυτή οι βροχές είναι αρκετές και τα καλοκαίρια είναι δροσερά. Γ. ΟΡΕΙΝΗ ΖΩΝΗ: από 1000 ως 1800 μέτρα. Καταλαμβάνει το 8% του ελληνικού εδάφους. Οι καιρικές συνθήκες είναι δύσκολες με αρκετές βροχές το καλοκαίρι και πολλά χιόνια το χειμώνα. Τα δέντρα που κυριαρχούν σ' αυτή τη ζώνη είναι τα πεύκα, τα μαυρόπευκα, η κεφαλλονίτικη ελάτη ενδημικό είδος της Νότιας Ελλάδας, οι βελανιδιές, οι οξιές μέχρι τη Στερεά Ελλάδα, το Μακεδονίτικο έλατο στην Β. Ελλάδα, οι ερυθρελάτες, οι σημύδες, και η δασική πεύκη στη Ροδόπη. Δ. ΑΛΠΙΚΗ ΖΩΝΗ: από 1800 ως 2917 μέτρα. Αντιπροσωπεύει το 2% του ελληνικού εδάφους. Τη ζώνη αυτή μπορούμε να τη χωρίσουμε σε υποαλπική ζώνη που εκτείνεται σε υψόμετρα 1800- 2200 μέτρων και σε κυρίως αλπική που εκτείνεται σε υψόμετρα 2200- 2917 μέτρων. Στην υποαλπική ζώνη συναντούμε το Ρόμπολο ένα δέντρο που μπορεί να επιβιώσει σε δύσκολες συνθήκες. Στο όριο μεταξύ υποαλπικής και κυρίως αλπικής ζώνης βρίσκεται το Ελληνικό δασοόριο το όριο δηλαδή που μπορεί να φτάσει το δάσος στις ελληνικές συνθήκες. Στην κυρίως αλπική ζώνη, λόγω του ανέμου και των χαμηλών θερμοκρασιών σταματά η εξάπλωση των δεντρών και υπάρχουν μόνο ποώδη φυτά. Οι θερμοκρασίες είναι πολύ χαμηλές και το χιόνι σκεπάζει το έδαφος για 6 μήνες. Μπορούμε να χωρίσουμε την αλπική ζώνη σε τρεις επιμέρους βιότοπους: τα αλπικά λιβάδια, τους αλπικούς λιθώνες και τις ορθοπλαγιές. Στην αλπική ζώνη εμφανίζονται τα 2/3 των ενδημικών ελληνικών φυτών, που κάνουν την φαινομενικά άγονη ζώνη ένα ενδιαφέρον μουσείο φυσικής ιστορίας. Πίνακας 3.4.1.1. Κατάσταση ελληνικής δασοπονίας κατά δασοπονικό είδος
Πλατύφυλλη δρυς (Quercus frainetto): Μεγάλο δένδρο ύψους ακόμη και 30 μέτρων, με κόμη στην αρχή ωοειδή και στη συνέχεια κυκλική διαμέτρου 15 μέτρων. Τα φύλλα του είναι πολύ μεγάλα, με λοβωτές παρυφές. Η κάτω επιφάνεια στην αρχή είναι τριχωτή, αλλά το τρίχωμα σύντομα εξαφανίζεται. Τα άνθη είναι μονογενή και το φυτό μόνοικο. Ανθίζει τον Απρίλιο και Μάιο. Ο καρπός είναι βαλανίδι χωρίς ποδίσκο και περιέχει ένα μόνο σπέρμα. Είναι είδος ημισκιόφυτο. Επιβιώνει και σε σοβαρή σκίαση, παραμένει όμως σε νανώδη μορφή. Αντέχει στους παρατεταμένους παγετούς και στους δυνατούς ανέμους. Προτιμά εύφορο, βαθύ γόνιμο πηλώδες έδαφος. Αναπτύσσεται σε όλα τα επίπεδα οξύτητας του εδάφους, εκτός και αν οι τιμές είναι ακραίες. Δεν αντέχει ξηρά, αβαθή, άνυδρα εδάφη. Πρόκειται για φυλλοβόλο είδος δρυός που δημιουργεί εκτεταμένα αμιγή ή μικτά δάση τα οποία καταλαμβάνουν σχεδόν το 1/3 της συνολικής έκτασης των δασών μας και το 80% της έκτασης των φυλλοβόλων δρυοδασών. Εμφανίζεται σε όλη την ημιορεινή περιοχή της ηπειρωτικής χώρας από την Πελοπόννησο έως τη Βόρεια Ελλάδα. Είναι το πολυτιμότερο και σημαντικότερο είδος δρυός στη χώρα μας τόσο για την έκταση που καταλαμβάνουν τα δάση της όσο και για το πολύτιμο ξύλο της τόσο ως καυσόξυλο όσο και ως ξύλο επιπλοποιίας. Δρυς χνοώδης (Quercus pubescens): Μικρό σχετικά δένδρο με ύψος που σπάνια ξεπερνά τα 20 μέτρα σε ύψος και τα 10 μέτρα σε διάμετρο. Αποτελεί μαζί με την πλατύφυλλη δρυ, το πιο συνηθισμένο είδος των Ελληνικών δασών. Χαρακτηριστικό των φύλλων είναι το πυκνότατο χνούδι της κάτω πλευράς και ο κοντός χνουδωτός μίσχος. (Χνουδωτές είναι και οι δύο επιφάνειες των φύλλων, όταν αυτά είναι λίγων εβδομάδων). Τα άνθη είναι μονογενή και το φυτό μόνοικο. Ανθίζει το Μάιο και Ιούνιο. Ο καρπός είναι βαλανίδι χωρίς ποδίσκο και περιέχει ένα μόνο σπέρμα. Είναι θερμόβιο και φιλόφωτο είδος. Τα νεαρά φυτά αντέχουν μόνο σε μέτρια σκίαση, όμως εάν δεν λιάζονται επαρκώς παρουσιάζουν μειωμένη ανάπτυξη. Αντέχουν στις χαμηλές θερμοκρασίες και τους χειμερινούς παγετούς. Προτιμά εύφορο, γόνιμο, πηλώδες έδαφος ακόμη και σε μεγάλες κλίσεις. Αναπτύσσεται ακόμη και σε φτωχά εδάφη, αβαθή και σχετικά ξηρά. Δεν ανέχεται ακραίες τιμές pH. Ευθύφλοιος δρυς ή δέντρο (Quercus cerris): Φυλλοβόλο δέντρο με ύψος μέχρι 25 μέτρα. Κόμη πλατιά κωνική, με συνήθως στρογγυλεμένη κορυφή. Απαιτεί βαθιά, νωπά, χαλαρά, γόνιμα εδάφη, όμως προσαρμόζεται και σε μέτρια εδάφη. Είναι είδος μέτρια φωτόφιλο και ανθεκτικό στο ψύχος. Το συναντάμε σε όλη σχεδόν τη χώρα στην παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης σε μίξη συνήθως με άλλα είδη του γένους του. Κοκκοφόρος δρυς ή πουρνάρι (Quercus coccifera): Αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο με ύψος μέχρι 10 μέτρα. Είναι είδος ολιγαρκές, θερμόβιο και φωτόφιλο. Το συναντάμε σε φυτοκοινωνίες φρυγάνων και αείφυλλων πλατύφυλλων, σε δάση τραχείας πεύκης αλλά και σαν κυρίαρχο είδος στην κατώτερη υποζώνη της παραμεσογειακής ζώνης βλάστησης. Κοινό στην ηπειρωτική χώρα και στα νησιά. Αριά (Quercus ilex): Αειθαλές δέντρο με ύψος μέχρι 15 μέτρα ή ψηλός θάμνος. Είδος ημισκιόφυτο, πιο απαιτητικό, υγροβιότερο και λιγότερο ανθεκτικό στο ψύχος από το πουρνάρι. Είναι χαρακτηριστικό της ευμεσογειακής ζώνης βλάστησης και απαντάται σχεδόν σε όλη τη χώρα. Γαύρος (Carpinus betulus): Φυλλοβόλο δέντρο, 15-20 μέτρων, ανθεκτικό στη σκιά. Χρειάζεται βαθιά, γόνιμα και δροσερά εδάφη. Είναι είδος που αντέχει στους παγετούς. Το συναντάμε σ' όλη την Ελλάδα μέσα στα δάση. Πολλές φορές λόγω της υποβάθμισης του εδάφους και της βόσκησης, συναντιέται σε θαμνώδη μορφή και σχηματίζει, σε μίξη με άλλους θάμνους, πυκνούς θαμνώνες. Γαύρος ο ανατολικός (Carpinus orientalis): Θάμνος ή μικρό δέντρο ύψους 10- 15 μέτρων. Είναι είδος ολιγαρκές και ασβεστόφιλο που απαντάται σε όλη σχεδόν τη χώρα στις θερμότερες περιοχές της παραμεσογειακής ζώνης βλάστησης. Φτελιά η ορεινή (Ulmus glabra): Δέντρο με ύψος μέχρι 40 μέτρα με πλατιά και πυκνή κόμη. Είδος απαιτητικό, ημισκιόφυτο, ψυχρόβιο, ανθεκτικό στους παγετούς και στους ανέμους. Απαντάται κυρίως στην υποζώνη της οξυάς σε μίξη με άλλα πλατύφυλλα, στην ηπειρωτική χώρα. Πιθανολογείται ότι είναι η «ορειπτελέα» που αναφέρει ο Θεόφραστος. Φτελιά η πεδινή (Ulmus minor): Δέντρο με ύψος μέχρι 30 μέτρα αν και συχνά πολύ μικρότερο. Κόμη στην αρχή κωνική, αργότερα διαπλατύνεται. Απαιτεί βαθιά, νωπά και γόνιμα εδάφη και είναι ημισκιόφυτο. Απαντάται στην ευμεσογειακή και παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης σε μίξη με άλλα είδη ή σε ομάδες. Γνωστή και ως «πτελέα» από την ομηρική εποχή. Χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis): Δέντρο πολύ γνωστό στη Ν. Ελλάδα και τα νησιά, όπου το βρίσκουμε στις πλαγιές χαμηλού υψομέτρου, μέχρι το πολύ 1.000 μέτρα. Είναι εξαιρετικά ξηροφυτικό και θερμόβιο είδος, κατάλληλο για ασβεστολιθικά εδάφη, που δε συγκρατούν υγρασία και για τόπους με παρατεταμένο, ξερό καλοκαίρι. Η κόμη του είναι στην αρχή πυραμιδοειδής, μεγαλώνοντας όμως παίρνει ακανόνιστο σχήμα ενώ ο κορμός γίνεται στρεβλός. Οι κώνοι έχουν σχήμα ωοειδές, λίγο κυρτό και κρέμονται με μια κλίση προς τη βάση των κλαδιών, από μίσχο 1-1,5 εκ. Από τον κορμό αυτού του δέντρου βγαίνει το ρετσίνι, που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του γνωστού κρασιού «ρετσίνα». Από το ίδιο βγαίνει και το κολοφώνιο. Μαύρη πεύκη (Pinus nigra): Δέντρο της ορεινής ζώνης με κορμό ολόισιο και διακλάδωση σε σπόνδυλους, όπως το έλατο. Φθάνει σε ύψος μέχρι τα 30 μέτρα και η κόμη του είναι πλατιά πυραμιδοειδής. Φυτρώνει σε ύψος 500 ως 1.900 μέτρα και έχει μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση. Στα βουνά της Κρήτης αντικαθιστά το έλατο, στην Πελοπόννησο το βρίσκουμε ανάμεικτο με το κεφαλλονίτικο έλατο, στη Στερεά Ελλάδα σχεδόν εξαφανίζεται, ενώ στα Άγραφα σχηματίζει μικρές συστάδες με άλλα δασικά δέντρα. Μεγάλα δάση αυτού του είδους υπάρχουν στην οροσειρά της Πίνδου και στα βουνά της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας. Κάνει βελόνες σε μέτριο μέγεθος και κουκουνάρια μικρά, που ωριμάζουν σ' ένα χρόνο. Είδος ανθεκτικό στις πιο δυσμενείς συνθήκες εδάφους και κλίματος έχει χρησιμοποιηθεί τα τελευταία χρόνια για αναδάσωση στα πιο άγονα και διαβρωμένα ορεινά εδάφη με εξαιρετική επιτυχία. Τραχεία πεύκη - θασίτικο πεύκο (Pinus brutia): Δέντρο με ύψος μέχρι 20 μέτρα. Κόμη στην αρχή κωνική, αργότερα πλατύτερη. Οι κώνοι είναι σχεδόν επιφυείς και σχηματίζουν περίπου ορθή γωνία με τα κλαδιά. Συναντάται στα νησιά του Βόρειου και Ανατολικού Αιγαίου, στη Θράκη, στη Χαλκιδική και σε ορισμένα μέρη της Κρήτης. Δασική πεύκη (Pinus sylvestris): Ψυχρόφιλο κωνοφόρο δέντρο, μεγάλου ύψους 20- 40 μέτρων. Στη χώρα μας το βρίσκουμε μόνο σε μεγάλο υψόμετρο στα βουνά της Βορείου Ελλάδος, και συγκεκριμένα στο Περιβόλι Γρεβενών, στα Πιέρια, στον Όλυμπο (θέση Φούρνος), στο Βέρμιο, στο Βόρα Αριδαίας, στη Λαιλιά (Σέρρες), στο Όρβηλο και στην Ρόδοπη. Κουκουναριά (Pinus pinea): Δέντρο με ύψος μέχρι 30 μέτρα. Είναι το πεύκο με την χαρακτηριστική μορφή κόμης (στην αρχή σφαιρική και στη συνέχεια ομπρελοειδής). Είναι είδος φωτόφιλο (το πιο απαιτητικό), ανθεκτικό στους θαλάσσιους ανέμους. Το συναντάμε σε αρκετά μέρη της Ελλάδος, όπως στη Δ. Πελοπόννησο, στην Αττική, στην Εύβοια, στη Νάξο, στη Σκόπελο, στη Σκιάθο και στην Χαλκιδική. Ρόμπολο (Pinus leucodermis): Δέντρο με ύψος μέχρι 20 μέτρα. Κόμη πλατιά και ακανόνιστη. Δέντρο αιωνόβιο, που φυτρώνει από τα 1500 μέχρι τα 2.400 μ, εκεί που κανένα άλλο ελληνικό δέντρο δεν μπορεί να φτάσει. Ο κορμός του γίνεται ίσιος και χοντρός με χοντρό κλαδιά, σταχτιά την πρώτη χρονιά, καστανά αργότερα. Οι βελόνες του είναι σκληρές και πυκνές και σχηματίζουν χαρακτηριστικές φούντες, στην άκρη των κλαδιών. Τα κουκουνάρια του είναι μικρά και ωριμάζουν κάθε άνοιξη. Το χαρακτηριστικό του είναι τα πολυγωνικά σκασίματα του κορμού. Έχει πολύ γερό ξύλο, που δε σαπίζει και χρησιμοποιείται για κατασκευή πολλών εργαλείων και σκευών του σπιτιού. Συναντάται στα βουνά της Β. Ελλάδας, από Μακεδονία μέχρι Ήπειρο. Λευκή ελάτη (Abies alba): Δέντρο ύψους 30- 40 μέτρων, σπάνια 50 μέτρων, και διαμέτρου ως 1 μέτρο. Το όνομα "λευκή" ελάτη προέρχεται από το σταχτόλευκο χρώμα του φλοιού. Έχει κορμό ίσιο και διακλάδωση σπονδυλωτή με κόμη στενή - πυραμιδοειδή. Οι βελόνες του φυτρώνουν σε δύο αντίθετες σειρές κατά μήκος των κλαδιών, σαν χτένια (λέγεται και χτενοέλατο). Στην άκρη δεν καταλήγουν σε μύτη αλλά σε δύο αμβλείς λοβούς. Τα κουκουνάρια του μοιάζουν με αυτά των άλλων ειδών ελάτης της χώρας μας αλλά είναι γενικά μικρότερα και ποτέ δεν ξεπερνούν τα 16 εκ. Τη συναντάμε στα βουνά της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θράκης. Χρειάζεται βαθύ γόνιμο, χαλαρό, υγρό έδαφος και μεγάλη υγρασία αέρα. Είναι σκιανθεκτικό είδος και σε νεαρή ηλικία πολύ ευαίσθητο σε όψιμους παγετούς. Κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica): Δέντρο με ύψος μέχρι 30 μέτρα και κορμό ίσιο, κυλινδρικό. Κάνει κόμη πυραμιδοειδή με διακλάδωση σπονδυλωτή. Οι βελόνες είναι απλές, σκληρές και μυτερές στην άκρη, με μάκρος μέχρι 22 χιλιοστά. Τα κουκουνάρια βγαίνουν στα κλαδιά που βρίσκονται κοντά στην κορυφή. Είναι όρθια, στενόμακρα με μάκρος 15- 20 εκ. Όταν ωριμάσουν, στο τέλος του φθινοπώρου, απολεπίζονται τελείως και μένει μόνο ο κεντρικός άξονας. Το κεφαλλονίτικο έλατο είναι αποκλειστικά ελληνικό δέντρο και ζει στα βουνά όλης της Νότιας Ελλάδας, όπου σχηματίζει εκτεταμένα δάση, από τα Άγραφα μέχρι τον Ταΰγετο της Πελοποννήσου. Βορειότερα το συναντούμε σχεδόν μέχρι τα σύνορα, αλλά σε μικρές συστάδες, ανάμεσα σ' άλλα δέντρα. Το ύψος που ζει το είδος αυτό κυμαίνεται ανάμεσα στα 600 μέτρα και τα 2.000 μέτρα, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος. Απαιτεί βαθύ γόνιμο, χαλαρό και σχετικά υγρό έδαφος. Μπορεί να αναπτυχθεί σε αβαθή και ξηρότερα εδάφη, ιδίως σε ασβεστολιθικά πετρώματα, γιατί οι ρίζες εισχωρούν βαθιά μέσα στις ρωγμές και εξασφαλίζουν τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες. Είναι σκιανθεκτικό είδος. Ερυθρελάτη (Picea abies): Δέντρο ύψους 40-60 μέτρων με κωνική κόμη. Απαιτεί υγρά εδάφη και σχετικά μεγάλη υγρασία. Είναι ημισκιανθεκτικό, ευπαθές στους παγετούς σε νεαρή ηλικία. Είδος συχνό στην Ευρώπη και στην Ελλάδα όπου συναντάται μόνο σε μεγάλα υψόμετρα και στα βουνά της Ροδόπης. Κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens): Δέντρο ύψους 20-30 μέτρων. Κόμη πλατιά ή στενά κωνική. Είναι θερμόφιλο και ξηρόφιλο και αναπτύσσεται σε φτωχά και ξερά εδάφη, όπου έχει και πολύ καλή αντοχή. Φυσικά δάση σχηματίζει στην Κύπρο, στην Ρόδο, στη Μήλο, στην Κρήτη, στην Σάμο και στην Χίο. Θεωρείται ότι πουθενά αλλού στην Ελλάδα δεν απαντάται αυτοφυές, αλλά καλλιεργείται από αρχαιοτάτων χρόνων. Δασική Οξυά (Fagus sylvatica): Φυλλοβόλο δέντρο, μεγάλου μεγέθους, ύψους 30- 35 μέτρων. Είναι είδος που το συναντάμε σε ψυχρά κλίματα. Στην Ελλάδα απαντάται στα ψηλά βουνά απ' το όρος Οξιά και βορειότερα. Καστανιά (Castanea sativa): Δέντρο φυλλοβόλο ύψους 20- 25 μ. Χρειάζεται έδαφος βαθύ, νωπά, χαλαρό πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες, χούμο και άργιλο. Με όξινο έως ουδέτερο pH εδάφους και ποτέ σε ασβεστολιθικά πετρώματα. Είδος ημισκιόφυτο που υποφέρει από πρώιμους και όψιμους παγετούς. Απαντάται κυρίως στην παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης σχεδόν σε όλη τη χώρα. Ιπποκαστανιά (Aesculus hippocastanum): Φυλλοβόλο δέντρο μέτριου μεγέθους, ύψους 20- 30 μέτρων με κόμη πλατειά κυκλική και πυκνή. Ανθίζει το Μάιο και Ιούνιο ενώ μερικές φορές ανθίζει και για δεύτερη φορά το φθινόπωρο, ο καρπός του ωριμάζει το Σεπτέμβριο - Οκτώβριο. Είναι ημισκιανθεκτικό είδος, απαιτητικό, ανθεκτικό στους παγετούς, ευπαθές όμως στους ισχυρούς ανέμους. Το συναντάμε στην παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα. Πλατάνι (Platanus o rientalis): Δέντρο πλατύφυλλο, ύψους 20-30 μέτρων με πλατιά σφαιρική κόμη και οριζόντια κλαδιά. Το βρίσκουμε μέσα σε ρέματα, κοντά σε όχθες ποταμών σε όλη την Ελλάδα. Σφενδάμι πλατανοειδές (Acer platanoides): Δέντρο φυλλοβόλο ύψους 15-25 μέτρων, με φύλλα όμοια του πλατάνου. Χρειάζεται εδάφη με αρκετή υγρασία, ασβεστούχα ή πηλώδη, ενώ παρουσιάζει καλή αντοχή στη σκιά. Το συναντάμε στα βουνά της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Στερεάς Ελλάδος και της Πελοποννήσου. Μαύρη λεύκη (Populus nigra): Φυλλοβόλο δέντρο με ύψος 20-30 μέτρων. Έχει χοντρό κορμό και έντονα πλατιά κόμη. Το είδος αναπαράγεται με μοσχεύματα. Αυξάνει σε καλά, αργιλώδη, πλούσια σε χούμο εδάφη και είναι είδος φωτόφιλο. Στην χώρα μας εμφανίζεται στα ρέματα και στις όχθες των ποταμών και των λιμνών. Φύεται σε όλες τις Βαλκανικές χώρες, και στη χώρα μας στα βουνά της Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου, Φθιώτιδας και Ευρυτανίας. Λευκή λεύκη (Populus alba) : Φυλλοβόλο δέντρο, με κορμό μεγάλο και φλοιό λευκού-σταχτί χρώματος. Φθάνει τα 20 μ. ύψος και 12 μ. πλάτος. Είναι δίοικο είδος, που ανθίζει το Μάρτιο. Τα αρσενικά και τα θηλυκά άνθη δημιουργούν μεγάλους ιούλους. Δεν αντέχει στη σκίαση ούτε σε παγετούς, αλλά αντέχει σε δυνατούς ανέμους. Συναντάται σε δάση και παρυδάτιες περιοχές. Ευδοκιμεί σε ξηρότερα εδάφη από ότι τα άλλα είδη του γένους. Δεν μεγαλώνει σε εκτεθειμένα υψίπεδα, αλλά αντέχει στην παραθαλάσσια έκθεση αν και μπορεί να αποκλαδωθεί απ' τον αέρα. Προτιμά τα ξηρά ή νωπά εδάφη αλλά αναπτύσσεται σε όλους του τύπους, από ελαφριά αμμώδη μέχρι πολύ βαριά πηλώδη, καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη. Επίσης ζει σε όξινα, ουδέτερα ή αλκαλικά εδάφη. Ιτιά Λευκή ή αγριοϊτιά (Salix alba): Φυλλοβόλο δέντρο μέσου μεγέθους με ύψος από 7 έως 25 μέτρα. Συναντάται δίπλα σε ρέματα και ποτάμια, βάλτους, δάση και υγρά έλη και γενικά σε πλουσιότερα εδάφη. Δεν αντέχει σε σκίαση ούτε και στους παγετούς, αντέχει όμως σε δυνατούς θαλάσσιους ανέμους και σε υψηλές θερμοκρασίες. Προτιμά τα νωπά και υγρά ή βαλτώδη εδάφη, ελαφριά, μέτρια έως πολύ βαριά. Ανέχεται εποχική κάλυψη των ριζών της από νερό, νεκρώνεται όμως εάν το νερό παραμείνει στάσιμο. Αναπτύσσεται σε όξινα και ουδέτερα εδάφη. Στον πίνακα 3.4.2.1 που ακολουθεί, αναφέρονται γενικά τα κυριότερα δασικά είδη (δέντρα και θάμνοι) που συναντάμε στα ελληνικά δάση. Πίνακας 3.4.2.1.Τα κυριότερα δασικά είδη (δένδρα και θάμνοι) που συναντάμε στα δάση της χώρα μας είναι τα εξής: (Πηγή : δασολογικός σύλλογος Τρικάλων http://www.dasologikos.150m.com/dendra.htm)
Στη χώρα μας δεν έχει γίνει ουσιαστική προσπάθεια καταγραφής της πανίδας της. Έτσι οι κύριες πηγές πληροφορίας για την ελληνική πανίδα είναι οι μεμονωμένες εργασίες Ελλήνων και ξένων ερευνητών, οι διδακτορικές διατριβές με πανιδικό αντικείμενο, τα αποτελέσματα ερευνητικών προγραμμάτων και η σειρά FAUNA GRAECIAE της Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρίας. Το πληρέστερο σχετικό βιβλιογραφικό αρχείο είναι αυτό του Κέντρου Απογραφής της Ελληνικής Πανίδας της Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πληρότητα των διαθέσιμων δεδομένων είναι ικανοποιητική μόνο όσον αφορά στα σπονδυλωτά, τα οποία απαριθμούν συνολικά περί τα 1500 taxa (1174 είδη και περίπου 300 επιπλέον υποείδη) και ορισμένες ομάδες ασπόνδυλων, όπως τα Εχινόδερμα, τα Ορθόπτερα, και σε μικρότερο βαθμό τα Τριχόπτερα, τα χερσαία Ισόποδα και τα Μαλάκια. Από τους ήδη γνωστούς αριθμούς ειδών μπορούμε να προσεγγίσουμε την τάξη μεγέθους του συνολικού αριθμού ζωικών ειδών που αναμένεται να υπάρχουν στην Ελλάδα, και ο οποίος βρίσκεται μεταξύ των 30.000 και 50.000 ειδών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για την πολυπληθέστερη ζωική ομάδα, τα Κολεόπτερα, μόλις τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει η καταγραφή συγκεντρωτικών στοιχείων για ορισμένες μόνο οικογένειες και για τη νότια Ελλάδα κατά κύριο λόγο, και παρόλα αυτά έχουν ήδη γίνει γνωστά 649 ενδημικά είδη. Στον πίνακα 4.1 δίνεται ο συνολικός αριθμός γνωστών ειδών για τα πιο σημαντικά taxa. Από τα διάφορα είδη των ερπετών μερικά που απαντώνται στην Ελληνική επικράτεια είναι η Χελώνα, η Σαύρα, η Οχιά, η Ασπίς (κοινώς Αστρίτης). Τα δύο τελευταία είναι δηλητηριώδη φίδια. Επίσης αφθονούν στην Ελλάδα η Θαλάσσια Χελώνα, η Σαύρα η Πράσινη (κοινώς γουστερίτσα), το Νερόφιδο, η Ελαφίς (κοινώς Δενδρογαλιά) κ.ά. Τα ερπετά της Ελλάδας περιλαμβάνουν ευρωπαϊκά, μεσογειακά, βαλκανικά, ασιατικά και αφρικανικά είδη, καθώς και ενδημικά, δηλαδή είδη που δεν συναντώνται σε καμία άλλη περιοχή. Ορισμένα ευρωπαϊκά είδη επεκτείνουν τη γεωγραφική τους κατανομή μέσα στον ελληνικό χώρο, ακόμα και σε μερικά νησιά όπως π.χ. η Τοιχογουστέρα (Podarcis muralis) και η Οχιά (Vipera ammodytes), ενώ, αντίθετα, μικρασιατικά είδη απαντώνται στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, στα Δωδεκάνησα αλλά και στη Θράκη όπως π.χ. ο Οφίσωψ (Ophisops elegans), η Οθωμανική Οχιά (Vipera xantnina) κ.ά. Σε πολλές, χαρακτηριστικές περιπτώσεις, οι απομονωμένοι πληθυσμοί στα νησιά εξελίχτηκαν σε ξεχωριστά υποείδη. Πίνακας 4.1. Αριθμός γνωστών ζωικών ειδών της Ελλάδας
Στην Ελλάδα υπάρχουν 196 περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί «Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά». Οι «Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά» αποτελούν ένα διεθνές δίκτυο περιοχών που είναι ζωτικές για τη διατήρηση παγκοσμίως απειλούμενων ειδών, ενδημικών ειδών ή ειδών πουλιών που εξαρτώνται από τους συγκεκριμένους βιότοπους για την επιβίωσή τους. Το δίκτυο αυτό φιλοδοξεί να εξασφαλίσει στα πουλιά κατάλληλους τόπους για αναπαραγωγή, διαχείμαση ή στάση κατά μήκος των μεταναστευτικών διαδρομών.
Τα Στενά του Καλαμακίου είναι επίσης περιοχή σημαντική για τα αρπακτικά. Στα αναπαραγόμενα είδη περιλαμβάνονται ο Ασπροπάρης και η Χαλκοκουρούνα. Επίσης εμφανίζονται το Όρνιο, η Αετογερακίνα και ο Χρυσαετός. Η περιοχή του Θεσσαλικού κάμπου είναι σημαντική για είδη των αγροτικών οικοσυστημάτων και βρίσκουμε το μεγαλύτερο αριθμό αναπαραγόμενων Falco naumanni (Κιρκινέζι)στην Ελλάδα. Άλλα πουλιά σημαντικά στην περιοχή είναι τα εξής: Γκιώνης, Κουκουβάγια, Σαΐνι, Πελαργός, Γαϊδουροκεφαλάς, Κάργια, Ωχροστριτσίδα, Μικρογαλιάντρα, Κατσουλιέρης, Αμπελουργός, Τσιφτάς. Η περιοχή των Φαρσάλων είναι σημαντική για είδη των θαμνώνων και των αγροτικών εκτάσεων. Το Κιρκινέζι είναι το πιο σημαντικό πουλί της περιοχής αυτής. Στον πίνακα 4.2 παρουσιάζονται τα κυριότερα άγρια θηλαστικά της χώρας μας, καθώς και τα επιστημονικά τους ονόματα. Πίνακας 4.2. Τα κυριότερα άγρια θηλαστικά της χώρας μας είναι τα εξής:
α) Αρκούδα (Usrus arctos): Ο Ελληνικός πληθυσμός της υπολογίζεται σε 120 περίπου άτομα και είναι από τους μεγαλύτερους στην Ευρώπη. Η αρκούδα είναι το μεγαλύτερο θηλαστικό της χώρας. Υπάρχει στη βόρεια Πίνδο και στη Ροδόπη. Έχει εξαιρετική όσφρηση και αποφεύγει πολύ τον άνθρωπο. Είναι πολύ απίθανο να την συναντήσουμε. Συχνά όμως στην Πίνδο βλέπουμε τα βήματά της ή ξυμένους κορμούς δέντρων. β) Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra): Το πιο όμορφο θηλαστικό των βουνών μας. Άλλοτε υπήρχε σε όλα τα βουνά της ηπειρωτικής χώρας. Σήμερα μικροί και απομονωμένοι πληθυσμοί επιβιώνουν στον Όλυμπο, τη Β .Πίνδο, τη Ροδόπη, τη Γκιώνα και την Οίτη. Διαλέγει βουνά με ορθοπλαγιές για προστασία και είναι εξαιρετικά προσαρμοσμένο σε αυτό το βιότοπο. Στον Όλυμπο το καλοκαίρι η παρουσία του είναι αισθητή στα Ζωνάρια, στα Καζάνια και στο Οροπέδιο. γ) Λύκος (Canis lupus): Σήμερα νοτιότερα φτάνει μέχρι τον Παρνασσό. Οι πληθυσμοί του μειώθηκαν δραματικά γιατί μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν επικηρυγμένο είδος, λόγω των ζημιών που προκαλούσε στην κτηνοτροφία. δ) Τσακάλι (Canis aureus): Υπήρχε σε όλη την Ελλάδα. Σήμερα μικροί πληθυσμοί υπάρχουν στη Θράκη. ε) Λύγκας (Lynx lynx): Έχει διαπιστωθεί η ύπαρξή του στην περιοχή του Αώου. στ) Ελάφι (Cervus elaphus): Υπάρχει στην Πάρνηθα (150 άτομα περίπου) και στη Ροδόπη. ζ) Βίδρα (Lutra lutra): Υπάρχει στα ποτάμια της Β. Ελλάδας. η) Αγριογούρουνο (Sus scrofa): Εμφανίζεται μέχρι τα βουνά της Ρούμελης σε φυλλοβόλα δάση. Εκτός από τα θηλαστικά που προαναφέρθηκαν, στις θάλασσες της χώρας μας απαντώνται 9 από τα 32 είδη δελφινιών καθώς και το απειλούμενο είδος της Μεσογειακής Φώκιας (Monachus monachus) καθώς και κάποιες φάλαινες. Στην Ελλάδα το φαινόμενο του ενδημισμού είναι εξαιρετικά έντονο ειδικά σε ότι αφορά τα φυτικά είδη. Το γεγονός αυτό σχετίζεται με τα ειδικά οικολογικά χαρακτηριστικά της χώρας μας που ήδη αναφέρθηκαν (μεγάλο κλιματικό εύρος, κατακερματισμός του εδάφους, πολλά νησιά και ακτογραμμές, πολλά και ψηλά βουνά, η θέση της χώρας ανάμεσα σε τρεις ηπείρους, η ποικιλία των πετρωμάτων κ.λπ.). Η κατανομή των ελληνικών ενδημικών ειδών και των τοπικών ενδημικών (ενδημικών σε μία περιοχή) δεν είναι ομοιογενής σε όλη την έκταση της χώρας όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί (πίνακας 5.1.1). Οι φυτογεωγραφικές υποδιαιρέσεις (περιοχές της Ελλάδας με ομοιότητες στη βλάστηση, που φαίνονται στο χάρτη που παρατίθεται στη συνέχεια) με το μεγαλύτερο αριθμό ελληνικών ενδημικών taxa* είναι κατά φθίνουσα σειρά η Πελοπόννησος, η Κρήτη και η Στερεά Ελλάδα, αλλά η Κρήτη έχει το μεγαλύτερο αριθμό τοπικών ενδημικών. H νότια Ελλάδα υπερτερεί τόσο σε πλήθος ελληνικών όσο και τοπικών ενδημικών φυτών. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ενδημικών taxa απαντούν σε μία μόνο φυτογεωγραφική περιοχή.
Πίνακας 5.1.1. Κατανομή των ενδημικών taxa της ελληνικής χλωρίδας σε φυτογεωγραφικές υποδιαιρέσεις (βάση δεδομένων Chloris)
Τα περισσότερα ενδημικά είδη έχουν καταγραφεί στα ασπόνδυλα (649 ενδημικά είδη Κολεόπτερων, 174 ενδημικά είδη χερσαίων Μαλακίων, 142 ενδημικά είδη Λεπιδόπτερων, 134 ενδημικά είδη χερσαίων Ισόποδων). Ωστόσο, όπως φαίνεται και στον πίνακα 5.2.1 που ακολουθεί, στη χώρα μας απαντώνται και πολλά ενδημικά είδη και υποείδη σπονδυλοζώων (35 ενδημικά είδη και 16 ενδημικά υποείδη ψαριών του γλυκού νερού, 6 ενδημικά είδη και 71 ενδημικά υποείδη ερπετών, 4 ενδημικά είδη και 35 ενδημικά υποείδη θηλαστικών, 2 ενδημικά είδη και 3 ενδημικά υποείδη αμφιβίων και 4 ενδημικά υποείδη πτηνών). Οι σημαντικότερες περιοχές ενδημισμού είναι η Κρήτη για όλα σχεδόν τα taxa, οι Κυκλάδες και τα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας. Επιμέρους taxa είναι δυνατό να παρουσιάζουν ενδημισμούς και σε άλλες περιοχές, όπως η Πελοπόννησος, τα Ιόνια νησιά κ.λπ. Εξαιρετικής σημασίας για τον ενδημισμό είναι και τα πολυάριθμα σπήλαια της Ελλάδας (που ανέρχονται περίπου στα 8000), από τα οποία έχουν ερευνηθεί από πανιδική άποψη μερικές εκατοντάδες μόνο. Από τα λιγοστά συγκεντρωμένα στοιχεία προκύπτει ότι σχεδόν σε κάθε σπήλαιο υπάρχουν και κάποια taxa ενδημικά της Ελλάδας, ασπόνδυλων κατά κύριο λόγο. Πίνακας 5.2.1. Ο ενδημισμός της ελληνικής πανίδας
6. ΑΠΕΙΛΟΥΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΧΛΩΡΙΔΑΣ ΚΑΙ ΠΑΝΙΔΑΣ 1. Η βάση δεδομένων της IUCN ( WCMC) κατάλογος της οποίας το 1993 περιλαμβάνει 658 ιθαγενή της Ελλάδας απειλούμενα taxa. Ο κατάλογος του 1997 περιλαμβάνει 915 απειλούμενα ελληνικά taxa. 2. Το κόκκινο βιβλίο των φυτών της Ελλάδας που δημοσιεύτηκε το 1995 και το οποίο αν και δεν καλύπτει το σύνολο των απειλούμενων ελληνικών φυτών, προσφέρει ολοκληρωμένη εικόνα για 243 σπάνια, εύτρωτα και κινδυνεύοντα είδη. Σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες πηγές, ο συνολικός αριθμός των απειλούμενων (σπάνιων, εύτρωτων, κινδυνευόντων, εξαφανισθέντων και μη προσδιορισμένου βαθμού κινδύνου) φυτών της ελληνικής χλωρίδας ανέρχεται σε 838 είδη (932 taxa). Πίνακας 6.1.1. Κατανομή των απειλούμενων taxa της ελληνικής χλωρίδας σε φυτογεωγραφικές υποδιαιρέσεις (βάση δεδομένων Chloris)
Ο αριθμός των προστατευόμενων φυτών ανέρχεται στα 916 taxa, ωστόσο πρακτικά δεν λαμβάνονται μέτρα προστασίας τους. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της χώρας μας είναι ότι πολλά από τα ζωικά είδη κυρίως των σπονδυλοζώων που απαντώνται στον ελλαδικό χώρο είναι υπό καθεστώς προστασίας. Όπως φαίνεται στον πίνακα 6.2.1 που ακολουθεί, το 98% των ειδών ερπετών, 94% των ειδών πτηνών, το 90% των ειδών αμφιβίων, το 71% των ειδών θηλαστικών και το 45% των ειδών ψαριών του γλυκού νερού ανήκουν στα προστατευόμενα είδη. Πολλά είναι και τα απειλούμενα είδη ιδιαίτερα μεταξύ των ειδών ψαριών του γλυκού νερού. Πίνακας 6.2.1. Απειλούμενα και προστατευόμενα είδη σπονδυλοζώων της Ελλάδας
Αγριόγατος (Felis silvestis): Είδος σε κίνδυνο. Ο θρυλικός κρητικός αγριόγατος, που οι ντόπιοι αποκαλούν φουρόγατο, είναι μοναδικό ενδημικό υποείδος που δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. Μοιάζει με γάτα αλλά είναι πολύ μεγαλύτερο και χαρακτηρίζεται από τους Κρητικούς ζώο - φάντασμα, αφού σπάνια εμφανίζεται μπροστά στα ανθρώπινα μάτια (την ημέρα κρύβεται και κυνηγά τη νύχτα). Δελφίνι (Delphinus delphi): Είδος σε κίνδυνο. Ειδικά τα δελφίνια της Μεσογείου χαρακτηρίζονται ως είδος σε υψηλό κίνδυνο. Σήμερα με ένα δελφίνι ανά λεπτό να ξεψυχά μπλεγμένο στα δίχτυα στις θάλασσες του κόσμου, δικαίως το 2007 χαρακτηρίστηκε από τα Ηνωμένα Έθνη «Έτος Δελφινιών», με στόχο την παγκόσμια ευαισθητοποίηση. Ειδικά στη Μεσόγειο δεκάδες χιλιάδες άτομα θανατώνονται ετησίως , καθώς σύμφωνα με αναφορές του WWF πιάνονται στα αφρόδιχτα στη Νοτιοδυτική Μεσόγειο 4000 άτομα, ενώ άλλα 13.000 αιχμαλωτίζονται στα στενά του Γιβραλτάρ και τη γύρω περιοχή. Η Ελλάδα φιλοξενεί ένα σημαντικό αριθμό κοινών δελφινιών, καθώς και 9 από τα 32 είδη δελφινιών. Η ξεχωριστή της θέση, ωστόσο, οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι στις ελληνικές θάλασσες συμβαίνει ένα παγκοσμίως μοναδικό φαινόμενο: Διαφορετικά είδη δελφινιών συμβιώνουν αρμονικά σχηματίζοντας μικτά κοπάδια. Σε ξηρά... Σε Θάλασσα... Από τους 255 τύπους οικοτόπων που έχουν καταγραφεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι 110 έχουν εντοπιστεί στην Ελλάδα, ενώ 76 από τα είδη που έχουν χαρακτηριστεί σαν προστατευόμενα υπάρχουν επίσης στη χώρα μας. Ο εθνικός κατάλογος της Ελλάδας περιλαμβάνει 264 περιοχές, από τις οποίες οι 52 έχουν δηλωθεί ως «Ζώνες Ειδικής Προστασίας για τα πουλιά». Επίσης υπάρχουν και άλλες 3 περιοχές που καλύπτουν μικρά τμήματα του νομού και έχουν ενταχθεί και αυτές στο Δίκτυο NATURA 2000: Το Κερκέτιο όρος (Κόζιακας) βρίσκεται στο Ανατολικό άκρο της κεντρικής Πίνδου. Χαρακτηρίζεται από γυμνές και βραχώδεις ράχες και κορυφές αλλά και από δασωμένα φαράγγια και δάση Ελάτης. Η βλάστηση της περιοχής περιλαμβάνει φαράγγια, ξηρά ασβεστολιθικά λιβάδια, ξηρά πυριτικά λιβάδια και αυτόχθονα δάση κωνοφόρων. Ο κυρίαρχος τύπος βλάστησης (42%) είναι τα δάση ελάτης με το είδος Ελάτη η υβριδογενής (ή Μακεδονίτικο έλατο) (Abies borissi-regis) το οποίο σχηματίζει αμιγή δάση. Κατά τόπους, σε μικρή έκταση, το έλατο σχηματίζει μικτά δάση με οξιά (συνολικά 1%). Υπάρχουν επίσης δάση φυλλοβόλων με κυρίαρχο είδος τη Δρυ την πλατύφυλλη (Quercus frainetto). Στα δάση αυτά παρουσιάζονται και τα είδη Δρυς η χνουδωτή (Quercus pubescens), Δρυς η πετραία (Quercus ceciliflora) και Δρυς η ευθύφλοια (Quercus cerris). Κατά μήκος των ποταμών συνεχούς ροής υπάρχουν δάση πλατάνου (Platanus orientalis) με κλήθρα κολλώδη (Αlnus glutinosa), γιδοιτιά (Salix capra), ιτιά η λευκή (Salix alba), βουνοϊτιά (Salix incana) και άλλα είδη ιτιάς. Υπάρχουν επίσης θαμνώνες πουρναριού (Quercus coccifera) σε περιοχές που χρησιμοποιούνται για βοσκοτόπια. Στην περιοχή περιλαμβάνεται και το Πανεπιστημιακό Δάσος του Περτουλίου, το οποίο χρησιμοποιείται για εκπαιδευτικούς σκοπούς και είναι ένα πολύ καλά συντηρημένο δάσος. Στην περιοχή του Κόζιακα υπάρχουν 11 είδη χλωρίδας που είναι ενδημικά ή προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή και την Ελληνική νομοθεσία. Η περιοχή έχει χαρακτηριστεί ως «Περιοχή Ελεγχόμενης Θήρευσης και καταφύγιο θηραμάτων». Εδώ υπάρχουν πληθυσμοί μεγαλόσωμων θηλαστικών-θηραμάτων όπως το Ελάφι (Cervus elaphus) και το Ζαρκάδι (Capreolus capreolus) και το Αγριογούρουνο (Sus scrofa), τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης διαχείρισης και προστασίας, κυρίως από την λαθροθηρία. Τρία είδη ζώων που αποτελούν θηράματα - το Πλατώνι (ένα είδος ελαφιού που η επιστημονική του ονομασία είναι Dama dama), ένα είδος φασιανού (Phasianus colchicus) και είδος πέρδικας - έχουν εισαχθεί και εκτρέφονται στην περιοχή. H περιοχή είναι εξίσου σημαντική και για τα είδη άγριας πανίδας που φιλοξενεί, μιας και είναι ένας από τους σπάνιους βιοτόπους για την Αρκούδα (Ursus arctos), το Λύκο (Canis lupus) και το Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balcanica). Άλλα σημαντικά είδη θηλαστικών που απαντώνται στην περιοχή του Κόζιακα και προστατεύονται από την Ελληνική Νομοθεσία είναι η Νυφίτσα (Mustela nivalis), ο Σκίουρος (Sciurus vulgaris) και η Αγριόγατα (Felis silvestris). Το βουνό φιλοξενεί, σημαντικούς πληθυσμούς μεγάλων αρπακτικών, κυρίως γυπών, και έχει χαρακτηριστεί ως «Σημαντική Περιοχή για τα πουλιά» (Important Bird Area). Χαρακτηριστικά είδη είναι το Όρνιο (Gyps fulvus), ο Χρυσαετός (Aquila chrysaetos), o Aσπροπάρης (Neophron percnopterus), το Χρυσογέρακο (Falco biarmicus), ο Γυπαετός (Gypaetus barbatus), ο Αετομάχος (Lanius collurio), η Βαλκανοτσικλητάρα (Dendrocopos syriacus), ο Σκουρόβλαχος (Emperiza caesia), ο Βλάχος (Emperiza hortulana) και η Δενδροσταρήθρα (Lullula arborea). Στην περιοχή απαντώνται και ορισμένα προστατευόμενα είδη φιδιών όπως η οχιά (Vipera ammodytes) και η Δενδρογαλιά (Columber gemonensis) καθώς και το σπιτόφιδο (Elaphe longissima) και το Ασινόφιδο (Coronella austriaca) τα οποία θεωρούνται απειλούμενα είδη. Άλλα αξιόλογα είδη ερπετών της περιοχής είναι η Πράσινη Σαύρα (Lacerta viridis), η Βαλκανική Πράσινη Σαύρα (Lacerta trilineata) και η Κοινή Σαύρα των Τοίχων (Podarcis muralis) τα οποία επίσης είναι προστατευόμενα είδη. Έχει καταγραφεί επίσης η παρουσία τριών ειδών χερσαίων χελωνών και ειδικότερα της Ελληνικής Χελώνας (Testudo graeca), της Μεσογειακής χελώνας (Testudo hermanni) και της Κρασπεδωτής Χελώνας (Testudo marginata), η οποία είναι είδος ενδημικό της Ελλάδας. Η οικολογική ποιότητα και ισορροπία της περιοχής είναι εύθραυστες και γι' αυτό απαιτούνται συνεχείς χειρισμοί από τη δασική υπηρεσία. Η κοιλάδα του Ασπροποτάμου είναι μια από τις όμορφες ορεινές κοιλάδες της νότιας Πίνδου, χαμένη μέσα σε παρθένα δάση ελάτων και πεύκων. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία στις εναλλαγές του φυσικού τοπίου. Έτσι εντυπωσιακές είναι οι εναλλαγές των απόκρημνων χαραδρών με τις ράχες, η έντονη δασοκάλυψη με τις γυμνές κορυφές τις Πίνδου, τα πολλά νερά και τα παραποτάμια δάση. Στην περιοχή βρίσκονται οι πηγές του Αχελώου που είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποταμούς της Ελλάδος. Τα κύρια χαρακτηριστικά της περιοχής του Ασπροποτάμου είναι το έντονο ανάγλυφο, η κάλυψη από παραγωγικά μεικτά δάση, οι μεγάλες εκτάσεις υποαλπικών λιβαδιών και τέλος τα ποτάμια με την παραποτάμια βλάστηση. Οκτώ δάση Ελάτης, Οξιάς, Πεύκου και Δρυός αποτελούν το λεγόμενο Δασικό Σύμπλεγμα του Ασπροποτάμου, ένα από τα ωραιότερα δασικά συμπλέγματα της χώρας μας. Σημαντική παρουσία έχουν οι Ιτιές που επιλέγουν τις όχθες του Αχελώου για να αναπτυχθούν, ενώ επίσης συναντώνται η Κρανιά, ο Πλάτανος, η Καρυδιά, η Βελανιδιά, η Κερασιά και η Κορομηλιά. Ο κύριος θάμνος είναι ο Κέδρος. Από τα βότανα ξεχωρίζουν το τσάι, το σαλέπι, η τσουκνίδα, η ρίγανη κ.ά. Η κοιλάδα του Ασπροποτάμου βρίσκεται στην κεντρική Πίνδο και περιβάλλεται από τις πανύψηλες κορυφές των βουνών Περιστέρι (2295 μ) και Τριγγύας (2205 μ). Η περιοχή, εκτός από υψηλή αισθητική αξία, παρουσιάζει ένα σημαντικό αριθμό (πάνω από 20) φυτικών ειδών τα οποία είναι ενδημικά ή απειλούνται και προστατεύονται από την Ελληνική νομοθεσία και τις διεθνείς συμβάσεις. Η περιοχή είναι εξίσου σημαντική και για τα είδη πανίδας που φιλοξενεί μιας και είναι ένας από τους σπάνιους βιότοπους για την Αρκούδα (Ursus arctos), τη Βίδρα (Lutra lutra) και το Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balcanica). Η περιοχή των Αντιχασίων - Μετεώρων καλύπτει γεωγραφικά το ανατολικό τμήμα του Νομού Τρικάλων και περιλαμβάνει το σύμπλεγμα των ορέων αντιχασίων και την περιοχή νότια της Καλαμπάκας. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η μεγάλη ποικιλία στους τύπους της βλάστησης, γεγονός που οφείλεται τόσο στα φυσιογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής (μεγάλο υψομετρικό εύρος από 90-1380 μέτρα) όσο και στη μακρόχρονη χρήση της περιοχής από τον άνθρωπο. Η περιοχή χαρακτηρίζεται από έντονη εναλλαγή δασωμένων εκτάσεων με μεγάλες ανοιχτές περιοχές, ομαλό ανάγλυφο αλλά και βραχώδεις εξάρσεις. Το κλίμα είναι υπο-μεσογειακό με ζεστά καλοκαίρια και δριμείς χειμώνες. Όσον αφορά τη βλάστηση, υπάρχουν ξηρά πυριτικά λιβάδια, πλατύφυλλα φυλλοβόλα δάση και πολύ υγρά παρόχθια δάση (στις παραποτάμιες περιοχές δίπλα στους ποταμούς Λιθαίο και Μουργκά) με Πλάτανο (Platanus orientalis), Ιτιά λευκή (Salix alba), Κλήθρα κολλώδη (Alnus glutinosa) και θάμνους. Το κυρίαρχο είδος δέντρου στο φυλλοβόλο δάσος είναι η Δρυς η πλατύφυλλη (Quercus frainetto), που συχνά αναμιγνύεται με άλλα είδη Δρυός όπως η Δρυς η χνουδωτή (Quercus pubescens), η Δρυς η πετραία (Quercus ceciliflora) και η Δρυς η ευθύφλοια (Quercus cerris). Η περιοχή αυτή είναι ένας από τους σημαντικότερους βιότοπους για τα αρπακτικά πουλιά στην Ελλάδα. Εδώ βρίσκεται η μεγαλύτερη αποικία (πάνω από 10 ζεύγη) Aσπροπάρη (Neophron percnopterus) στην Ελλάδα. Άλλα σημαντικά αρπακτικά πτηνά που απαντώνται και αναπαράγονται στην περιοχή είναι ο Κραυγαετός (Aquila pomarina), ο Φιδαετός (Circaetus gallicus), ο Τσίφτης (Milvus migrans), το Χρυσογέρακο (Falco biarmicus) και ο Πετρίτης (Falco peregrinus). Η περιοχή είναι επίσης σημαντικότατος βιότοπος για το Λύκο όπου η παρουσία του είδους είναι μόνιμη και αναπαράγεται συστηματικά. Εδώ εμφανίζεται ο μεγαλύτερος πληθυσμός Λύκων (Canis lupus) στη Θεσσαλία. Τα τελευταία χρόνια έχει ξαναεμφανιστεί και αναπαράγεται - μετά από απουσία πολλών δεκαετιών - και η Αρκούδα (Ursus arctos). 7.2.4. Η περιοχή των Στενών του Καλαμακίου (κωδικός GR1440004) Τα Στενά Καλαμακίου είναι ένα φαράγγι που διασχίζεται από τον Πηνειό ποταμό, στο νομό Τρικάλων, με δάσος υδροχαρούς βλάστησης, ανάμεσα σε γυμνούς λόφους. Η περιοχή έχει επίσης ενδιαφέρουσα γεωμορφολογία και φυσικό τοπίο. Η βλάστηση που παρατηρείται είναι τυπική για οικοσυστήματα αυτού του είδους. Χαρακτηρίζεται από τα είδη Ιτιά η λευκή (Salix alba), Κλήθρα η κολλώδης (Alnus glutinosa), Φτελιά η Πεδινή (Ulmus campestris), Λεύκα η λευκή (Populus alba), Λυγαριά (Vitex agnus- castus), Αρμυρίκια (Tamarix sp.) και Βάτα (Rubus sp.). Υπάρχουν ακόμα διάσπαρτα δέντρα από Πλάτανο (Platanus orientalis) και Νερόφραξο (Fraxinus angustifolia). Στην περιοχή απαντώνται διάφορα ενδιαφέροντα είδη πτηνών όπως είναι το Όρνιο (Gyps fulvus), ο Χρυσαετός (Aquila chrysaetos), o Aσπροπάρης (Neophron percnopterus), το Χρυσογέρακο (Falco biarmicus) και άλλα. Επίσης συναντάμε Βίδρες (Lutra lutra) καθώς και λαφίτες (Elaphe quatrolineata). 8. ΕΘΝΙΚΟΙ ΔΡΥΜΟΙ α. Να αφεθεί η φύση ελεύθερη, ανεπηρέαστη από εξωτερικές επιδράσεις, να ακολουθήσει τις δικές της διεργασίες. β. Να διατηρηθεί το φυσικό περιβάλλον για λόγους αισθητικής απόλαυσης και επιστημονικής έρευνας, ανεπηρέαστο από "αναπτυξιακά" προγράμματα. γ. Να προσφέρουν ευκαιρίες αναψυχής στο κοινό. δ. Να διατηρηθούν ως βιογενετικά αποθέματα και ζωντανά μουσεία φυσικής ιστορίας για την προαγωγή της έρευνας και της εκπαίδευσης. - ανόρυξη και εκμετάλλευση λατομείων, Εκτός απ' τη σημασία τους για το ίδιο το έθνος, οι Εθνικοί δρυμοί της χώρας μας αποτελούν περιοχές για τις οποίες η Ε.Ε. δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εννέα από τους δέκα Δρυμούς (εκτός από του Σουνίου) περιλαμβάνονται στον κατάλογο των Ζωνών Ειδικής Προστασίας (Special Protection Areas- S.P.A.) της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, στα πλαίσια της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ "για τα άγρια πτηνά". Πρόκειται δε να ενταχτούν στο διευρωπαϊκό δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών "NATURA 2000", στα πλαίσια της Οδηγίας 92/43 ΕΟΚ "για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας". Έτος ίδρυσης: 1973 Ο Εθνικός Δρυμός Βίκου - Αώου ιδρύθηκε με σκοπό την προστασία της άγριας φύσης που απλώνεται από το φαράγγι του Βίκου (παραπόταμος Βοϊδομάτη) μέχρι τη χαράδρα του κυρίως ποταμού Αώου και την ενδιάμεση ορεινή περιοχή του βουνού Τύμφη (Γκαμήλα υψόμετρο 2.491μ.). Ο έντονος κάθετος γεωλογικός διαμελισμός της περιοχής και το μεγάλο υπερθαλάσσιο εύρος της δημιούργησε μοναδικό πλούτο βιοτόπων όπου φιλοξενούνται πολλά και αξιόλογα είδη φυτών και ζώων. Όλα αυτά δίνουν στο δρυμό χαρακτήρα φυσικού και ζωολογικού κήπου. Αλλεπάλληλες ζώνες βλάστησης διαδέχονται η μία την άλλη από τα μεσογειακά "μακκί" και τις παραποτάμιες φυτοκοινωνίες, τις ζώνες των φυλλοβόλων δασών, μικτών και αμιγών, μέχρι τα δάση των ψυχρόβιων κωνοφόρων, τα υπαλπικά λιβάδια και τις ποώδεις φυτοκοινωνίες των βραχωδών κορυφών και των χαραδρώσεων. Πενήντα είδη δασικών δέντρων και θάμνων και χιλιάδες μικρών φυτών παίρνουν τη θέση τους στο μοναδικό αυτό οικολογικό σύμπλεγμα του δρυμού. Ενδημικά, σπάνια και μοναδικά στη χώρα μας είδη φυτών όπως τα Valeriana epirota, Centaurea pawlovskii, Lilium camiolicum, Ramonda sebrica, Achilea abrotanoides κ.ά κοσμούν το δρυμό και συγκεντρώνουν παγκόσμιο επιστημονικό ενδιαφέρον. Τα κυριότερα δάση συγκροτούνται από πλατύφυλλα φυλλοβόλα είδη γαύρων, σφενδάμων, ιτιών, δρυών και άλλων δέντρων όπως ο πλάτανος, ο φράξος, η φτελιά, η φλαμουριά, η οστριά, η φουντουκιά κ.λπ. Η οξιά και τα κωνοφόρα, κέδρο, έλατο, μαύρη και λευκόδερμη πεύκη, συγκροτούν εκτεταμένα αμιγή δάση. Όπως η χλωρίδα έτσι και η πανίδα παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλία ειδών. Στο Δρυμό ζει η καφέ αρκούδα (Ursus arctos), ο λύκος (Canis lupus), η βίδρα (Lutra lutra) και πολλά μικρότερα σαρκοφάγα, τρωκτικά κ.λπ.. Το αγριόγιδο (Rupicapra rupicarpa), ζει στις πιο απροσπέλαστες βραχώδεις πλαγιές, ενώ σημαντικός αριθμός ζαρκαδιών (Capreolus capreolus) και αγριογούρουνων (Sus scrofa) διατρέφονται στα πυκνά δάση. Πλούσια είναι και ορνιθοπανίδα που περιλαμβάνει τα περισσότερα είδη που συναντά κανείς σε ένα τυπικό ορεινό οικοσύστημα, με διάφορα είδη αρπακτικών, δρυοκολάπτη και πλήθος άλλα μικρότερα δασόβια πτηνά και πουλιά της αλπικής ζώνης. Στα δύο κυριότερα ποτάμια του δρυμού ζουν αξιόλογοι πληθυσμοί της πανίδας του γλυκού νερού, όπως ψάρια, ερπετά και αμφίβια, έντομα κ.λπ. Μέσα στα όρια του Δρυμού υπάρχουν ορισμένα από τα κυριότερα χωριά του Ζαγορίου, με πλούσια ιστορία και πολιτιστική παράδοση. Αυτά είναι το Μονοδέντρι, ο Βίκος και τα Μεγάλο και Μικρό Πάπιγγο. Η περιήγηση μέσα στον απέραντο χώρο του δρυμού, είναι αρκετά δύσκολη και τα μεγάλων κλίσεων μονοπάτια απαιτούν γερά πόδια και αυθημερόν επιστροφή στα χωριά, μιας και δεν υπάρχουν καταφύγια ή ξενώνες για παραμονή μέσα στο δρυμό. Ο πυρήνας του εθνικού δρυμού καταλαμβάνει έκταση 44.500 στρεμμάτων. Περιβάλλεται από τις κορυφές Μύτικας (2.917μ.), Στεφάνι ή Θρόνος του Δία (2.909μ.), Σκολιό (2.911μ.), Σκάλα (2.866μ.), Προφήτης Ηλίας (2.786μ.), Άγιος Αντώνιος (2.815μ.) κ.ά. οι οποίες περικλείουν τη χαράδρα του Μαυρόλογγου, το οροπέδιο των Μουσών και την Κοιλάδα του ποταμού Ενιπέα. Η περιφερειακή ζώνη του δρυμού δεν έχει καθοριστεί. Βλάστηση-χλωρίδα: η βλάστηση στον εθνικό δρυμό Ολύμπου ποικίλλει ανάλογα με το υψόμετρο. Έτσι, στις περιοχές χαμηλού και μέσου υψομέτρου συναντούμε διάφορους θάμνους (μεσογειακή βλάστηση μακκί), πουρνάρια, κουμαριές κ.λπ., ενώ στις περιοχές με μεγάλο υψόμετρο, δάση από μαυρόπευκα, ρόμπολα (είδος πεύκου, ανθεκτικό στα χιόνια), μακεδονίτικα έλατα, δρύες, οξιές κ.λπ. Σε όλη την έκταση του Ολύμπου έχουν καταμετρηθεί 1.700 περίπου είδη φυτών, από τα οποία τα 25 είναι ενδημικά (δηλαδή συναντώνται αποκλειστικά σε αυτό το μέρος της Ελλάδας) και μοναδικά στον κόσμο, λ.χ. Κεράστιο Θεοφράστου, Βιόλα του Ολύμπου, Κάρο του Αντάμοβιτς, Βερονίκη η Θεσσαλική, Κενταύρια Μεταβατική. Άλλα σπάνια φυτά της περιοχής είναι το Lilium chalcedonicum, η Kernera saxatilis, το Sedum stefco, ο Galanthus graecus κ.ά. Πανίδα: το σπανιότερο μεγάλο θηλαστικό που ζει σήμερα στον Όλυμπο είναι το αγριόγιδο. Άλλα ζώα της περιοχής είναι τα αγριογούρουνα, τα τσακάλια, τα ζαρκάδια, οι αλεπούδες, οι νυφίτσες, οι λαγοί, τα τρωκτικά και οι νυχτερίδες. Η ορνιθοπανίδα του εθνικού δρυμού εκπροσωπείται από πλήθος αρπακτικών πουλιών, όπως ο χρυσαετός, ο γυπαετός, γεράκια, γύπες και πολλά σπάνια είδη, λ.χ. μαύρος δρυοκολάπτης, σταυρομύτης, χιονότσιχλα, χιονόστρουθος κ.λπ. Ο πυρήνας του εθνικού δρυμού Παρνασσού καταλαμβάνει 36.000 στρέμματα. Περιλαμβάνει κορυφές χαμηλού και μέσου υψομέτρου και όχι τα ψηλότερα σημεία του βουνού (Γεροντόβραχος, Λιάκουρα κ.ά.). Η περιφερειακή ζώνη παραμένει απροσδιόριστη. Βλάστηση-χλωρίδα: το μεγαλύτερο τμήμα του εθνικού δρυμού (30.000 στρέμματα) καλύπτεται από έλατα είδους Abies cephalonica (Κεφαλληνιακή ελάτη), ανάμεσα στα οποία υπάρχουν κέδροι, μαυρόπευκα, αγριοκορομηλιές κ.ά. Στον Παρνασσό διαβιώνουν 25 ενδημικά και πολλά άλλα είδη φυτών, τα οποία όμως συναντώνται κυρίως στις ψηλότερες κορυφές, που δεν είναι ενταγμένες στα όρια του εθνικού δρυμού. Σπάνια είδη χλωρίδας εντός δρυμού είναι η Paeonia parnassica, ο κόκκινος κρίνος (Lilium chaladonicum), η Euphorbia orphanidis, o Thymus parnassicus κ.ά. Πανίδα: στον εθνικό δρυμό Παρνασσού συναντώνται κοινά θηλαστικά, λ.χ. κουνάβια, ασβοί, αλεπούδες, λαγοί, σκίουροι και λύκοι. Ο πλούτος της ορνιθοπανίδας είναι τεράστιος: γύπες, γυπαετοί, γεράκια, χρυσαετοί, σταυραετοί, πετρίτσες, χρυσογέρακες, δρυοκολάπτες, πετροπέρδικες. Απέχει 31χλμ. από την Αθήνα. Ο πυρήνας του καταλαμβάνει 38.400 στρέμματα και εκτείνεται στα βόρεια του νομού Αττικής, στα σύνορα με το νομό Βοιωτίας. Περιλαμβάνει τις ψηλότερες κορυφές της Πάρνηθας - Καραμπόλα (1.413μ.), Όρνιο (1.350μ.), Πλατύ Βουνό (1.163μ.), Κυρά (1.160μ.) κ.λπ. - το λιβάδι Μπάφι, το οροπέδιο της Μόλας, τις τοποθεσίες Αγία Τριάδα, Μετόχι κ.λπ. Η περιφερειακή ζώνη παραμένει ακαθόριστη. Βλάστηση-χλωρίδα: το μεγαλύτερο τμήμα του δρυμού καλύπτεται από έλατα (Abies cephalonica - Κεφαλληνιακή ελάτη) και διάφορους θάμνους (μεσογειακή βλάστηση μακκί). Στην Πάρνηθα έχουν καταμετρηθεί 1.000 περίπου ποικιλίες φυτών, από τις οποίες οι περισσότερες βρίσκονται εντός του δρυμού, λ.χ. ο κόκκινος κρίνος και η λευκή παιώνια. Μερικές από αυτές είναι ενδημικές της Αττικής όπως η Centaurea pentelica, η Campanula celsi, Dianthus serratifolius. Υπάρχουν επίσης και άλλα ενδημικά φυτά της Ελλάδας, λ.χ. ο έβενος του Σίμπθορπ, το ηλιάνθεμο του Υμηττού, ο κρόκος ο αττικός, και η σκαμπιόζα του Υμηττού. Πανίδα: η πανίδα του εθνικού δρυμού είναι ιδιαίτερα πλούσια σε είδη, φτωχή όμως σε πληθυσμούς. Υπάρχει πλήθος θηλαστικών (αλεπούδες, κουνάβια, ασβοί, σκίουροι, λαγοί, τρωκτικά, τσακάλια). Επίσης περιλαμβάνει 113 είδη πουλιών, λ.χ. χρυσαετοί, γεράκια, πετροπέρδικες, μπούφοι, τσαλαπετεινοί, δρυοκολάπτες, κορυδαλλοί. Ο μικρότερος σε έκταση εθνικός δρυμός της Ελλάδας (22.400 στρέμματα). Περιλαμβάνει δύο πυρήνες: τις κορυφές του βουνού Αίνου και την κορυφή του γειτονικού βουνού Ρουδίου. Η περιφερειακή ζώνη δεν έχει προσδιοριστεί. Βλάστηση-χλωρίδα: κύριος σκοπός ίδρυσης του εθνικού δρυμού Αίνου ήταν η προστασία του βασικού ελληνικού τύπου ελάτου, της Κεφαλληνιακής ελάτης (Abies cephalonica), που αποτελεί και το μεγαλύτερο τμήμα της βλάστησης του δρυμού (17.000 στρέμματα). Μέσα στο ελατόδασος υπάρχουν διάφορα είδη θάμνων, φρύγανα, ποώδη φυτά κ.λπ. Η χλωρίδα του Αίνου είναι εξαιρετικά πλούσια σε ενδημικά και σπάνια είδη φυτών, λ.χ. βιόλα η κεφαλληναική, σκουτελάρια η κεφαλληνιακή, πόα η κεφαλληνιακή, Silene lonica, κόκκινη παιώνια, το Eryssimum cephalonicum. Στο Ρούδι, στα ΒΔ του κύριου όγκου του Αίνου, υπάρχουν πολλοί θαμνώνες από πουρνάρια, κουμαριές, σχοίνους, χρυσόξυλα κ.λπ. Πανίδα: η πανίδα του εθνικού δρυμού Αίνου δεν είναι ιδιαίτερα πλούσια σε σπάνια είδη. Συναντώνται κυρίως λαγοί, νυφίτσες, αλεπούδες, κουνάβια, τυφλοπόντικες και διάφορα είδη ερπετών. Η ορνιθοπανίδα περιλαμβάνει 26 περίπου είδη (όρνια, φιδαετοί, ξεφτέρια, κοτσύφια, καρδερίνες, γεράκια, πέρδικες). Βρίσκεται στα Λευκά Όρη της δυτικής Κρήτης. Εκτείνεται από τη θέση Ξυλόσκαλο (βόρεια είσοδος του εθνικού δρυμού) ως τον όρμο της Αγίας Ρούμελης (νότια είσοδος), μία απόσταση 16χλμ. Περιλαμβάνει το φαράγγι της Σαμαριάς-μοναδικός σχηματισμός σε όλη την λεκάνη της Μεσογείου-και οριοθετείται από τις κορυφές του Ψιλαφιού (1.903μ.), του Γκίγκιλου (2.080μ.) και του Βολακιά (2.116μ.) στα δυτικά και από τις κορυφές του Μελινταού (2.133μ.) και της Ψιρίστρας στα ανατολικά. Ο πυρήνας του εθνικού δρυμού Σαμαριάς έχει συνολική έκταση 51.000 στρέμματα. Η περιφερειακή ζώνη του δεν έχει οριστεί. Ο εθνικός δρυμός περιλαμβάνει 22 πηγές, χείμαρρους και απότομους γκρεμούς, ύψους εκατοντάδων μέτρων. Το φαράγγι της Σαμαριάς είναι το μεγαλύτερο της Ευρώπης και συγκεντρώνει πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Το πλάτος του φαραγγιού κυμαίνεται από 3-150μ., με μικρότερο πλάτος στη θέση Πόρτες ή Σιδερόπορτες, όπου το ύψος των δύο πλευρών του φτάνει τα 600μ. Το 1971 απονεμήθηκε στον εθνικό δρυμό το Εθνικό Δίπλωμα Προστασίας της Φύσης, το 1979 βραβεύτηκε με το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Α΄Κατηγορίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, ενώ το 1981 η UNESCO τον ανακήρυξε ως "Απόθεμα της βιόσφαιρας" στο πλαίσιο του προγράμματος "Άνθρωπος και Βιόσφαιρα". Βασικό χαρακτηριστικό του εθνικού δρυμού Σαμαριάς είναι η πλούσια εναλλαγή τοπίων (σπήλαια, τρεχούμενα νερά, θαμνώνες, ορεινά λιβάδια και δάση), μέσα στα οποία διατηρούνται μνημεία από όλες σχεδόν τις περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας, όπως προϊστορικοί οικισμοί, οι πόλεις Τάρρα και Καινώ, το μαντείο και το ιερό του Απόλλωνα, παλαιοχριστιανικοί τάφοι και ενετικά κάστρα. Βλάστηση - χλωρίδα: η βλάστηση περιλαμβάνει κυπαρίσσια, πεύκα, πρίνους, πλατάνια και πουρνάρια. Η χλωρίδα της περιοχής είναι ιδιαίτερα πλούσια, περιλαμβάνει πάνω από 450 είδη, απ' τα οποία 70 είναι ενδημικά, όπως ο έβενος, ο δίκταμος, η αμπελιτσιά, η τραχεία πεύκη η κρητική, το ελίχρυσο, η ορνοβρυχίς, η τουλίπα κ.λπ. Πανίδα: αφθονούν τα είδη ζώων στον εθνικό δρυμό Σαμαριάς. Πολλά απ' αυτά είναι ιδιαίτερα σπάνια, με πρώτο το σπανιότατο κρητικό αγριοκάτσικο ή αγρίμι ή κρι-κρι (Capra aegagrus var. cretica), ενώ ακολουθούν το κρητικό κουνάβι (ζουρίδα), ο κρητικός ασβός ή άρκαλος, ο κρητικός αγκαθοποντικός, η κρητική νυφίτσα ή καλογιαννού, ο κρητικός αγριόγατος ή φουρόγατος. Επίσης, υπάρχουν σπάνια είδη ερπετών και αμφιβίων, λ.χ. η βομβίνη, η κολισαύρα, η τρανόσαυρα και το σαμιαμίδι. Η ορνιθοπανίδα της περιοχής περιλαμβάνει σπάνια αρπακτικά πουλιά, όπως όρνια, γυπαετούς, σπιζαετούς και χρυσαετούς. Ανήκει στο νομό Φθιώτιδας και απλώνεται πάνω στο βουνό Οίτη, απέναντι από τον κάμπο της Λαμίας και την κοιλάδα του ποταμού Σπερχειού. Ο πυρήνας του εθνικού δρυμού εντοπίζεται στα δυτικά των χωριών Υπάτη, Καστανιά και Νιοχώρι, έχει συνολική έκταση 14.000 στρεμμάτων και περιλαμβάνει τη δεύτερη σε ύψος κορυφή της Οίτης, το Γρεβενό (2.116μ.), τις κορυφές Σέμπι (2.086μ.) και Αλύκαινα (2.056μ.), το οροπέδιο Λιβαδιές και τις εκβολές του Γοργοπόταμου. Βλάστηση - χλωρίδα: στις περιοχές με χαμηλό υψόμετρο η βλάστηση αποτελείται κυρίως από διάφορους θάμνους (μεσογειακή βλαστηση μακκί), πουρνάρια, κέδρα και πικροδάφνες. Στις Λιβαδιές, στο ΝΑ τμήμα του δρυμού, κυριαρχεί η αγροστώδης μαραβίτσα ή τούφα και πολλά ενδημικά φυτά της χώρας μας. Στις περιοχές με μεγαλύτερο υψόμετρο υπάρχουν τεράστια δάση με κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica) ενώ κατά μήκος των ρεμάτων υπάρχει υδρόβια βλάστηση. Η xλωρίδα της Οίτης περιλαμβάνει πλήθος σπάνιων φυτών (λ.χ. Lilium chalcedonicum, Viola poetica, Gentiana lutea, Viola aetolica, Asperula oetaea, Narcissus poeticus) και αρκετά τοπικά ενδημικά, όπως Thlaspi kotshyanum, Allium phthioticum, Veronica oetaea. Πανίδα: στον εθνικό δρυμό της Οίτης ζουν ζαρκάδια, λιγοστά ελάφια, αγριογούρουνα, λαγοί, αλεπούδες, σκίουροι και ασβοί. Το σπανιότερο είδος θηλαστικού που απαντά εκεί είναι το αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra). Από τα ερπετά και τα αμφίβια ιδιαίτερη αξία έχει ο αλπικός τρίτωνας, μικρό αμφίβιο, και η βομβίνη. Η ορνιθοπανίδα περιλαμβάνει χρυσαετούς, φιδαετούς, μπούφους, δεντρογέρακες, πέρδικες, δρυοκολάπτες, τσαλαπετεινούς κ.λπ. Βρίσκεται στη βορειοανατολική Πίνδο και ανήκει στο νομό Γρεβενών. Ο πυρήνας (33.600 στρέμματα) περιλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα της κοιλάδας Βάλια Κάλντα και οριοθετείται από τις κορυφές Αφτιά (2.082μ.), Αβγό (2.117μ.), Φλέγγα (2.159μ.), Καπετάν-Κλειδί (2.086μ.) και Μαυροβούνι (2.017μ.). Η περιφερειακή ζώνη (67.000 στρέμματα) οριοθετείται από τις κορυφές Κόρμαλη (1.882μ.), Αγκαθότοπος (1.924μ.), Πυροστιά (1967μ.), Κακοπλεύρι (2.160μ.) και τα Άσπρα Λιθάρια (1.731μ.). Βλάστηση - χλωρίδα: χαρακτηριστικό της βλάστησης του δρυμού είναι τα απέραντα δάση με μαυρόπευκα, οξιές και ρόμπολα. Φυτρώνουν επίσης λίγα κοκκινόπευκα, δρύες, σφενδάμια και σορβιές, ενώ η παραποτάμια βλάστηση αποτελείται από πλατάνια, οξιές, σκλήθρα κ.λπ. Η χλωρίδα περιλαμβάνει αρκετά τοπικά ενδημικά και άλλα σπάνια είδη: Centaurea vlachorum, Selene pindicola, Cerastium vourinense, Viola albanica, Campanula hawkinsiana, Trifolium pilczii. Πανίδα: η Βάλια Κάλντα αποτελεί έναν ιδιαίτερα σημαντικό βιότοπο της αρκούδας. Άλλα ζώα που συναντώνται στον εθνικό δρυμό είναι ο λύκος, το αγριογούρουνο, το ζαρκάδι, ο ασβός και σκίουρος. Επίσης, υπάρχουν πολλά είδη βατράχων (φρύνοι, πρασινοφρύνοι), ο αλπικός τρίτωνας, η βομβίνη, η σαλαμάνδρα, το νερόφιδο, η οχιά, η σαΐτα, η χερσοχελώνα, η τρανόσαυρα και η πρασινόσαυρα. Ιδιαίτερα πλούσια είναι η ορνιθοπανίδα. Έχουν καταμετρηθεί 78 είδη πουλιών, από τα οποία πολλά είναι σπάνια αρπακτικά (φιδαετός, χρυσαετός, βασιλαετός, όρνιο, ξεφτέρι), 8 είδη δρυοκολαπτών (νανοτσικλιτάρα, παρδαλοτσικλιτάρα, βαλκανοτσικλιτάρα, πρασινοτσικλιτάρα κ.λπ.), σταυρομύτες, φλώροι, παπαδίτσες κ.ά. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της Αττικής, 50χλμ. από την Αθήνα, βόρεια του ακρωτηρίου. Ο πυρήνας είναι μόνο 5.250 στρέμματα, ενώ η περιφερειακή ζώνη 42.500 στρέμματα και περιλαμβάνει τα χωριά Άγιος Κωνσταντίνος και Λεγρενά. Ο δρυμός αυτός παρουσιάζει κυρίως γεωλογικό και ιστορικό ενδιαφέρον λόγω των μεταλλείων που σώζονται από την ιστορινή εποχή και των οικισμών της παλαιολιθικής και της νεολιθικής περιόδου, που ανακαλύφθηκαν στο σπήλαιο "Κίτσος", 2χλμ. από τον Άγιο Κωνσταντίνο, μαζί με απολιθώματα πολλών φυτών. Στην περιοχή του Σουνίου έχουν καταμετρηθεί 100 διαφορετικά είδη ορυκτών. Βλάστηση - χλωρίδα: η χλωρίδα της περιοχής δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τη βασική βλάστηση αποτελούν διάφορα είδη θάμνων (μεσογειακή βλάστηση μακκί), δάση από χαλέπιο πεύκη (Pinus halepensis), φρύγανα, πουρνάρια, ρείκια και λίγα κυπαρίσσια. Η χλωρίδα περιλαμβάνει, επίσης, μερικά ενδημικά φυτά της περιοχής (κενταύρια η λαυρεωτική, κενταύρια η αττική), ενδημικά της Ελλάδας (κενταύρια η ραφανίσκος, δίανθος ο πριονόφυλλος, ονοβρυχίς η εβενοειδής) και διάφορα άλλα είδη, λ.χ. κυκλάμινα, ανεμώνες και παπαρούνες. Πανίδα: η πανίδα στον εθνικό δρυμό είναι πολύ περιορισμένη λόγω της τουριστικής και οικιστικής εκμετάλλευσης τής γύρω από το δρυμό περιοχής. Υπάρχουν μόνο λαγοί, κουνάβια, αλεπούδες, σαύρες και φίδια. Η ορνιθοπανίδα περιλαμβάνει γεράκια, τσαλαπετεινούς, κουκουβάγιες και πολλά μικρά πουλιά. Ο εθνικός δρυμός Πρεσπών βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της Ελλάδας και ανήκει στο νομό Φλώρινας. Αποτελεί φυσικό σύνορο μεταξύ Ελλάδας, πρώην Γιουγκοσλαβίας και Αλβανίας. Περιλαμβάνει τα ελληνικά τμήματα των λιμνών Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα και το φυσικό ανάχωμα που τις χωρίζει και οριοθετείται από τις κορυφές των βουνών Βαρνούς (2.334μ.) και Τρικλάριο (1.749μ.). Ο πυρήνας έχει έκταση 49.120 στρέμματα και χωρίζεται σε δύο τμήματα: το πρώτο (49.000 στρέμ.) περιλαμβάνει το ελληνικό τμήμα της Μικρής Πρέσπας και τους γύρω καλαμιώνες, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει 120 στρέμματα γύρω από το εκκλησάκι του Άι-Γιώργη στο χωριό Ψαράδες, με συστάδες αιωνόβιων κωνοφόρων. Η Μικρή Πρέσπα, με μέσο υψόμετρο 853μ. και μέγιστο βάθος 8μ., εκτείνεται σε 48.000 στέμματα, από τα οποία τα 5.000 ανήκουν στην Αλβανία και τα 43.000 στην Ελλάδα. Αποτελεί έναν από τους 11 ελληνικούς υγροβιότοπους διεθνούς σημασίας, σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση που υπογράφτηκε στην πόλη Ραμσάρ του Ιράν το 1971. Η περιφερειακή ζώνη του δρυμού έχει έκταση 212.000 στρέμματα από τα οποία τα 40.000 ανήκουν στην ελληνική επικράτεια και περιλαμβάνει το ελληνικό τμήμα της Μεγάλης Πρέσπας και εκτάσεις στα δυτικά και ανατολικά του πυρήνα. Η Μεγάλη Πρέσπα έχει μέγιστο βάθος 55μ., μέσο υψόμετρο 853μ. και συνολική έκταση 200.000 στέμματα περίπου, από τα οποία τα 38.000 ανήκουν στην Ελλάδα. Στην περιοχή των Πρεσπών και του δρυμού υπάρχουν 12 χωριά (Βροντερό, Πύλη, Ψαράδες, Άγιος Αχίλλειος, Μηλιώνα, Πλατύ, Λαιμός, Λευκώνας, Οξυά, Καρυές, Καλλιθέα και Μικρολίμνη). Ο εθνικός δρυμός Πρεσπών είναι ο μοναδικός στη χώρα μας που το κύριο στοιχείο του είναι υδάτινο. Ανακηρύχτηκε Τόπος Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους το 1977. Βλάστηση - χλωρίδα: η παραλίμνια βλάστηση αποτελείται από λεύκες, ιτιές, καλάμια, ρογούζια, ενώ στις πλαγιές των βουνών Τρικλάριο και Βαρνούς συναντούμε δάση με οξιές, βελανιδιές, κέδρους και έλατα. Τοπικά υπάρχουν βελανιδιές του σπάνιου είδους Quercus trojana και έλατα Abies alba. Η χλωρίδα περιλαμβάνει 1.300 περίπου είδη φυτών. Ένα από αυτά, η Centaurea prespana, είναι το μοναδικό τοπικό ενδημικό. Άλλα φυτά, ενδημικά της Ελλάδας και ιδιαίτερα σπάνια, είναι η Viola velutina, Viola eximia, Saxifraga padimontana, Doronicum hungaricum κ.λπ. Πανίδα: ο εθνικός δρυμός Πρεσπών παρουσιάζει μοναδικό ζωικό πλούτο: -13 είδη λιμνίσιων ψαριών, από τα οποία δύο (το σκουμπούζι και η μπριάνα) είναι τοπικά ενδημικά. Άλλα είδη είναι: πέστροφα, τσιρόνι, κέφαλος, γριβάδι, πλατίκα. Ορνιθοπανίδα: η μεγαλύτερη αξία του εθνικού δρυμού των Πρεσπών έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί καταφύγιο και τόπο αναπαραγωγής για πολλά σπάνια είδη και υπό εξαφάνιση πουλιά. Έχουν καταμετρηθεί 250 είδη πουλιών, από τα οποία τα 65 κινδυνεύουν να χαθούν, λ.χ. ο αργυροπελεκάνος (150-200 ζευγάρια αργυροπελεκάνων βρίσκουν κάθε χρόνο καταφύγιο στις Πρέσπες, ενώ υπολογίζεται ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός του είναι γύρω στα 1.000 ζευγάρια), ο χηνοπρίστης (10 ζευγάρια), ο ροδοπελεκάνος (100 ζευγάρια), η αγριόχηνα, ο αργυροτσικνιάς, ο κορμοράνος, ο ερωδιός, ο σταυραετός, η λαγγόνα, ο χρυσαετός, ο φιδαετός, ο λευκοτσικνιάς, ο πορφυροτσικνιάς και το μουστακογλάρονο. Έχουν, επίσης, καταγραφεί 13 είδη από αγριόπαπιες, 10 είδη από βαλτόπουλα, 12 είδη μπεκάτσας, 10 είδη γλάρου, 6 είδη δρυοκολάπτη, αγριόγαλοι, αλκυόνες, χαλκοκουρούνες κ.λπ.. Ολοκληρώνοντας το πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης για το σχολικό έτος 2006-2007 θα θέλαμε να εκφράσουμε τις θερμές μας ευχαριστίες:
- στο Διευθυντή του Γυμνασίου Πρίνου κ. Γρηγόρη Μπαντέκα και στουςσυναδέλφους εκπαιδευτικούς του σχολείου μας για την αμέριστη συμπαράστασή τους, - στην Υπεύθυνη Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού Τρικάλων κ. Ελένη Τζιότζιου - Μηλιώνη για την πολύτιμη καθοδήγηση που μας προσέφερε καθ' όλη τη διάρκεια του προγράμματος, - στο Δήμαρχο του Δήμου Κόζιακα κ. Κίμωνα Αναστασόπουλο και το Δημοτικό Συμβούλιο για την κάλυψη των εξόδων μετακίνησης της περιβαλλοντικής ομάδας μας κατά τη συμμετοχή μας στο τριήμερο πρόγραμμα «Εθνικός Δρυμός Βίκου-Αώου» του Κ.Π.Ε. Κόνιτσας, - στους γονείς των μαθητών μας για την εμπιστοσύνη που μας έδειξαν. Επίσης θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τη Νομαρχία Τρικάλων για τη διάθεση του δασικού χάρτη του νομού μας και τη διαδημοτική αναπτυξιακή εταιρεία ΚΕΝ.Α.ΚΑ.Π. Α.Ε. (Κέντρο Ανάπτυξης Καλαμπάκας - Πύλης Α.Ε.) για τη δωρεάν διάθεση πολύτιμου έντυπου πληροφοριακού υλικού και χαρτών σχετικά με το νομό μας και την περιοχή του Κόζιακα. Οι υπεύθυνες του προγράμματος
ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙΟ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΒΟΪΔΟΜΑΤΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΒΟΪΔΟΜΑΤΗ Μέτρηση συγκέντρωσης διαλυμένου στο νερό οξυγόνου Μέτρηση θερμοκρασίας εδάφους Δειγματοληψία νερού Μέτρηση συγκέντρωσης νιτρικών ιόντων στο νερό του ποταμού - Προσδιορισμός συγκέντρωσης ιόντων ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΒΙΟΔΕΙΚΤΩΝ Αναζήτηση βιοδεικτών (π.χ. Προνύμφες εντόμων) ... και το αποτέλεσμα της αναζήτησης Συλλογή βιολογικού υλικού για μελέτη στο εργαστήριο Συλλέγοντας Πλατυέλμινθες ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΟΝΙΤΣΑΣ. ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΣΕ ΔΡΑΣΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΑΣ ΣΤΟ Κ.Π.Ε. ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΣΤΙΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2007 ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟ ΔΑΣΙΚΟ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΟΛΥΜΠΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΧΛΩΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΑ
ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΕΝΟΣ ΔΕΝΤΡΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΑΝ ΩΡΑ ΓΙΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟΝ ΑΗ ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΝ ΠΡΟΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΗ ΦΥΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΜΑΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΦΥΤΩΝ Σχεδιάζοντας την αφίσα για το πρόγραμμά μας |
---|