Νησιά στο αρχιπέλαγος του Σύμπαντος

Πολύ πριν από τους πρώτους χτύπους κάποιας ανθρώπινης καρδιάς, μια υπέρλαμπρη κοσμική σπίθα ξεκίνησε τους χτύπους του ρολογιού που καθοδηγεί την εξέλιξη του Σύμπαντος. Πολύ πριν από τη δημιουργία του πρώτου ανθρώπινου εγκεφάλου, ένας αμέτρητος αριθμός γαλαξιών έπλεαν σαν αστρικά νησιά στον τεράστιο κοσμικό ωκεανό. Παρασυρμένο από τις δυνάμεις δισεκατομμυρίων άστρων, ένα τέτοιο κοσμικό νησί γέννησε πριν από πέντε δισεκατομμύρια χρόνια το άστρο που μας χαρίζει σήμερα τη ζωή: τον Ήλιο μας.

Λουσμένος από το φως και τη θερμότητα του Ήλιου, ένας σχετικά μικρός πλανήτης, η Γη μας, ξεκίνησε μαζί με το άστρο του το δρόμο προς την εξέλιξή του. Έτσι πολύ πριν δημιουργηθεί οποιοδήποτε ανθρώπινο μάτι για να βλέπει, χιλιάδες λαμπρά άστρα στόλιζαν με το φως τους το σκοτεινό πέπλο της νύχτας. Πολύ πριν το πρώτο ανθρώπινο αυτί μπορέσει ν' ακούσει, οι ωκεανοί βούιζαν και οι αφροί των κυμάτων τους χόρευαν στις ακρογιαλιές των νησιών της Γης μας. Και μέσα σ' αυτούς τους ωκεανούς γεννήθηκαν τα πρώτα μάτια και τα πρώτα αυτιά και οι πρώτοι εγκέφαλοι, που άρχισαν σιγά σιγά να σκέφτονται και να δημιουργούν πολιτισμό και συγχρόνως να διερωτώνται για τη δύναμη και την ομορφιά του Σύμπαντος που τους περιέβαλλε. Και όπως ήταν φυσικό, καθένας από τους αρχαίους ανθρώπινους πολιτισμούς είχε τη δική του ιστορία και τη δική του εκτίμηση για όλα όσα έβλεπε στον ουρανό.

Πριν από 4.000 χρόνια στη Νότια Αγγλία υψώθηκαν οι γιγάντιοι μονόλιθοι του Στόουνχεντζ, ενός εκπληκτικού παλαιολιθικού υπολογιστή που χρησίμευε στον υπολογισμό των εποχών και στην πρόβλεψη των εκλείψεων. Χιλιάδες χιλιόμετρα πιο μακριά, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι έχτισαν τις Πυραμίδες τους ως τάφους βασιλιάδων, με βάση διάφορα σημαντικά αστρονομικά φαινόμενα, ενώ το ηλιακό τους ημερολόγιο αποτελεί ακόμη και σήμερα τη βάση και του δικού μας σύγχρονου ημερολογίου. Λίγο πιο πάνω από την Αίγυπτο, στα νησιά και στις ακτές του Αιγαίου, ο αρχαϊκός ελληνικός πολιτισμός των Μινωιτών γέννησε πριν από 5.000 χρόνια τους αστερισμούς που χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα, ενώ στην άνθηση της κλασικής μας εποχής τέθηκαν οι βάσεις του σύγχρονου πολιτισμού, της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Έπρεπε όμως να περιμένουμε 1.800 χρόνια ακόμη μέχρις ότου η εφεύρεση του τηλεσκοπίου να μας ανοίξει κυριολεκτικά τα μάτια στην πραγματική απεραντοσύνη του Σύμπαντος.

Το "Μεγάλο Ντιμπέιτ"

Στους αιώνες που ακολούθησαν την εφεύρεση του πρώτου τηλεσκοπίου από τον Γαλιλαίο (1564-1642), τα καταπληκτικά αυτά όργανα μεγάλωσαν και σε μέγεθος και σε πολυπλοκότητα, αποκαλύπτοντάς μας, ως δια μαγείας, ένα νέο Σύμπαν και μια ατελείωτη λιτανεία κρυμμένων μυστικών. Το 1850, για παράδειγμα, ο Γουίλιαμ Πάρσονς (1800-1867), τρίτος λόρδος του Ρος στην Ιρλανδία, κατασκεύασε το μεγαλύτερο μέχρι τότε τηλεσκόπιο στον κόσμο, που ονομάστηκε "Λεβιάθαν του Πάρσονσταουν" (Λεβιάθαν είναι η ονομασία ενός τεράστιου θαλάσσιου τέρατος που περιγράφεται με λεπτομέρεια στο βιβλίο του Ιώβ στην Παλαιά Διαθήκη). Με το τηλεσκόπιο αυτό, που είχε μήκος 16 μέτρων και διάμετρο κατόπτρου που έφτανε τα 183 εκατοστά, ο Πάρσονς επιδόθηκε στη μελέτη των νεφελοειδών.

Τα παράξενα αυτά αντικείμενα δεν φαίνονταν να είναι ούτε αστρικά σμήνη (ανοιχτά ή σφαιρωτά) αλλά ούτε και νεφελώματα αερίων και σκόνης. Για πρώτη όμως φορά το τεράστιο τηλεσκόπιο του Πάρσονς κατόρθωσε να του αποκαλύψει μια ξεχωριστή σπειροειδή μορφή που είχαν ορισμένοι από τους νεφελοειδείς. Έτσι οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι οι νεφελοειδείς αυτοί ίσως να ήταν στην πραγματικότητα μεμονωμένα και ξεχωριστά αστρικά νησιά παρόμοια με το Γαλαξία μας, σε μεγάλες από τη Γη μας αποστάσεις. Άλλοι πάλι έλεγαν: "Αδύνατον, το Σύμπαν δεν μπορεί να είναι τόσο τεράστιο".

Τις δύο αυτές διαφορετικές απόψεις κλήθηκαν, 70 χρόνια αργότερα, να παρουσιάσουν και να υποστηρίξουν μπροστά σ' ένα ευρύτερο κοινό ο Χάρλοου Σάπλεϊ (1885-1972) και ο Χέμπερ Κέρτις 91872-1942). Η μεγάλη αυτή διαμάχη ιδεών, που έκτοτε έμεινε γνωστή στην ιστορία της αστρονομίας ως το "Μεγάλο Ντιμπέιτ", οργανώθηκε τον Απρίλιο του 1920 στο Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν της Ουάσιγκτον από την Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ. Ο Σάπλεϊ υποστήριξε την ύπαρξη ενός τεράστιου Γαλαξία που περιελάμβανε στο εσωτερικό του ακόμη και τους "νεφελοειδείς", ενώ ο Κέρτις υποστήριζε ότι είχαμε να κάνουμε με ένα μικρό σχετικά Γαλαξία και ότι οι "νεφελοειδείς" ήταν παρόμοια αστρικά νησιά πέρα και μακριά από το δικό μας. Όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιστάσεις και οι δύο επιστήμονες είχαν και δίκιο και άδικο. Γιατί σύντομα αποκαλύφθηκε ότι και ο Γαλαξίας μας είναι πραγματικά τεραστίων διαστάσεων, αλλά και ότι το Σύμπαν είναι ακόμη πιο τεράστιο, περιλαμβάνοντας μέσα του δισεκατομμύρια γαλαξίες σαν το δικό μας.

Στις 6 Οκτωβρίου 1923, με τη ραγδαία εξέλιξη της φωτογραφικής τέχνης και με τη βοήθεια του τεράστιου για την εποχή εκείνη τηλεσκοπίου με κάτοπτρο διαμέτρου 2,5 μέτρων στο Όρος Γουίλσον στην Καλιφόρνια, ο αστρονόμος Έντουιν Χαμπλ (1889-1953) κατόρθωσε να φωτογραφήσει μεμονωμένα άστρα στο νεφελοειδή της Ανδρομέδας, επιβεβαιώνοντας έτσι την άποψη ότι επρόκειτο για έναν απόμακρο αστρικό κόσμο, έναν άλλο διαφορετικό γαλαξία. Την πρωτοχρονιά του 1925 στο Συνέδριο της Αμερικανικής Αστρονομικής Εταιρείας ο Χαμπλ ανακοίνωσε ότι ο νεφελοειδής της Ανδρομέδας ήταν μία τεράστια πολιτεία δισεκατομμυρίων άστρων έξω και πέρα από το δικό μας Γαλαξία.

To "Abell 2218", ένα από τα χιλιάδες σμήνη γαλαξιών, με διάσπαρτους περίπου 50 ελλειπτικούς και σπειροειδείς γαλαξίες, που φαίνεται στον αστερισμό του Δράκοντα και βρίσκεται σε απόσταση δύο δισεκατομμυρίων ετών φωτός από τη Γη, όπως φωτογραφήθηκε από το Διαστημικό Τηλεσκόπιο "Χαμπλ" στις αρχές του 2000.

Γιατί μόλις ο Χαμπλ φωτογράφησε ορισμένα μεταβλητά άστρα στο νεφελοειδή αυτόν, ανακάλυψε ότι βρίσκονταν πίσω από δύο εκατομμύρια έτη φωτός μακριά μας, αν και οι αρχικοί του υπολογισμοί ήταν πολύ μικρότεροι. Έτσι οι νεφελοειδείς αποδείχθηκαν ότι είναι πέρα και μακριά από το δικό μας Γαλαξία, αυτόνομοι και απόμακροι γαλαξίες σαν το δικό μας. Έτσι, η ανακάλυψη του Χαμπλ μας αποκάλυψε μέσα σε μια νύχτα ότι το Σύμπαν ήταν πολύ πιο τεράστιο απ' ό,τι μπορούσαμε να φανταστούμε μέχρι τότε.

Μια "κοντινή" φωτογράφηση από το "Χαμπλ" του νάνου ελλειπτικού γαλαξία Μ32, που συνοδεύει ως δορυφόρος το μεγάλο σπειροειδή γαλαξία της Ανδρομέδας.

Σκεφτείτε ότι το φως από το γαλαξία της Ανδρομέδας, που φτάνει τώρα στη Γη μας, ξεκίνησε το ταξίδι του προς τα εδώ πριν από 2,25 εκατομμύρια χρόνια, πριν δηλαδή ο άνθρωπος περπατήσει πάνω σ' αυτόν τον πλανήτη. Κι αυτός είναι ένας από τους πλησιέστερους σε μας γαλαξίες. Πολύ πιο μακριά υπάρχουν 100 δισεκατομμύρια άλλοι γαλαξίες με δισεκατομμύρια άστρα ο καθένας. Είναι οι γαλαξίες τους οποίους οι ειδικοί αστρονόμοι και αστροφυσικοί μελετούν καθημερινά, σκοπεύοντάς τους με τα τηλεσκόπια και τα άλλα τους όργανα με σκοπό την αποκάλυψη των μυστικών της φύσης.

Η ταξινόμηση του Χαμπλ

Η προσεκτική, όμως, μελέτη των απόμακρων γαλαξιών απαιτεί μεγάλα τηλεσκόπια και άλλα όργανα που δεν υπήρχαν στη διάθεση των αστρονόμων μέχρι τη δεκαετία του 1950. Να φανταστείτε ότι πριν από μόλις 40 χρόνια οι αστρονόμοι που ασχολούνταν με την παρατήρηση και τη μελέτη των αστρικών νησιών σ' ολόκληρο τον κόσμο δεν υπερέβαιναν τους δέκα με είκοσι. Με την ανατολή, όμως, της διαστημικής εποχής, το πεδίο αυτό της γνώσης γνώρισε μία άνευ προηγουμένου άνθηση, αφού είχαμε πλέον τη δυνατότητα να μελετήσουμε τους γαλαξίες και με πολύ μεγαλύτερα επίγεια τηλεσκόπια αλλά και με τα όργανα που τοποθετήθηκαν σε τροχιά γύρω από τη Γη.

Φυσικά ο Έντουιν Χαμπλ έκανε τις ανακαλύψεις του χρησιμοποιώντας επίγεια τηλεσκόπια και δεν μπορούσε τότε να φανταστεί καν την ύπαρξη τηλεσκοπίων στο Διάστημα, αν και είναι βέβαιο ότι κατανοούσε πολύ καλά τα μεγάλα πλεονεκτήματα που θα είχαν οι αστρονομικές παρατηρήσεις πάνω από την ενοχλητική ατμόσφαιρα της Γης. Γιατί το φως που καλύπτει τρισεκατομμύρια χιλιόμετρα στο Διάστημα παραμένει διαυγέστατο, μερικά όμως χιλιόμετρα γήινης ατμόσφαιρας είναι αρκετά για να παραμορφώσουν και να σκοτεινιάσουν την πεντακάθαρη αυτή εικόνα που έρχεται από το Σύμπαν. Είναι σαν να θέλουμε να παρατηρήσουμε τα πουλιά που πετούν πάνω από μια πισίνα, ενώ εμείς βρισκόμαστε στον πυθμένα της.

Με τις νέες, λοιπόν, διαστημοσυσκευές και τα σύγχρονα μέσα του 20ου αιώνα, οι αστρονόμοι έχουν δημιουργήσει μοναδικές μεθόδους για την κατανόηση των απόμακρων γαλαξιών. Ιδιαίτερα τα σύγχρονα διαστημικά αστεροσκοπεία παρατηρούν με ειδικά όργανα τα αντικείμενα του Σύμπαντος σε όλα τα μήκη και τα πλάτη των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών. Μ' αυτόν τον τρόπο οι σημερινοί αστρονόμοι μπορούν να αντικρίζουν μια ολόκληρη ποικιλία απόψεων των διαφόρων γαλαξιών, έστω και αν οι αποστάσεις που μας χωρίζουν απ' αυτούς είναι τεράστιες.

Ένα τέτοιο τροχιακό αστεροσκοπείο είναι και το Διαστημικό Τηλεσκόπιο "Χαμπλ", στο οποίο δώσαμε το όνομα του ανθρώπου που απέδειξε τις τεράστιες αποστάσεις που μας χωρίζουν από τους γαλαξίες και που πρώτος μας έδωσε έναν τρόπο ταξινόμησής τους.

Γιατί πράγματι η πρώτη προσπάθεια ταξινόμησης των γαλαξιών έγινε τη δεκαετία του 1920 από τον Έντουιν Χαμπλ. Σύμφωνα με την ταξινόμηση του Χαμπλ, οι γαλαξίες μπορούν να διαχωριστούν, ανάλογα με την εμφάνιση που έχουν, σε τέσσερις γενικές κατηγορίες: τους ελλειπτικούς, τους σπειροειδείς, τους ραβδωτούς και τους ακανόνιστους γαλαξίες.

Οι σπειροειδείς γαλαξίες έχουν λαμπροφωτισμένες σπείρες από το φως νεογέννητων άστρων, ενώ οι ελλειπτικοί γαλαξίες έχουν πυρήνες πυκνοκατοικημένους από γέρικα άστρα. Υπάρχουν όμως και οι ακανόνιστοι γαλαξίες, που διαφέρουν και μεταξύ τους και με όλους τους άλλους. Ενώ ορισμένοι παράξενοι γαλαξίες δε φαίνονται να μπαίνουν σε οποιαδήποτε άλλη κατηγορία γιατί δεν έχουν κάποια ομοιόμορφη δομή και έτσι χαρακτηρίζονται κι αυτοί σαν ακανόνιστοι ή ανώμαλοι γαλαξίες. Παρ' όλα αυτά μόλις πρόσφατα οι αστρονόμοι κατανόησαν ότι όλες αυτές οι διαφορετικές μορφές γαλαξιών δεν είναι τίποτα άλλο παρά διαφορετικές φάσεις της εξέλιξή τους.

Η μορφή του γαλαξία

Σε γενικές πάντως γραμμές κάθε γαλαξίας αποτελείται από τρία τμήματα: ένα λεπτό δίσκο αποτελούμενο από άστρα, αέρια και διαστημική σκόνη, έναν κεντρικό σφαιροειδή πυρήνα που αποτελείται μόνο από άστρα και τέλος ένα διάχυτο σφαιρικό φωτοστέφανο, αποτελούμενο από αρχέγονα άστρα που περιβάλλει τα ακραία όρια του γαλαξία. Διάσπαρτα γύρω από τον κεντρικό πυρήνα βρίσκονται τα σφαιρωτά σμήνη γέρικων άστρων που αντιπροσωπεύουν κατά κάποιο τρόπο το σκελετό του σώματος του γαλαξιακού συστήματος. Στο δικό μας γαλαξία, για παράδειγμα, η χωροταξική διάταξή τους δείχνει ότι το κέντρο του γαλαξία μας, όπως φαίνεται από τη Γη, βρίσκεται προς την κατεύθυνση του αστερισμού του Τοξότη, διότι προς τα εκεί βρίσκεται και το κέντρο του συστήματος των σφαιρικών σμηνών.

Μια θεαματική άποψη ενός σπειροειδούς γαλαξία σαν το δικό μας, όπως θα φαινόταν από κάποιον φανταστικό πλάνήτη στα εξωτερικά του όρια.

Σήμερα στα αστροφυσικά μας εργαστήρια και με τη βοήθεια σύγχρονων οργάνων και ηλεκτρονικών υπολογιστών, ανακαλύψαμε ότι ο δικό μας γαλαξίας είναι ένας σπειροειδής γαλαξίας, του οποίου τα περισσότερα άστρα συγκεντρώνονται σ' ένα γιγάντιο δίσκο. Παρ' όλα αυτά οι σπείρες που τον περιβάλλουν είναι αρκετά πιο φωτεινές απ' ό,τι ο δίσκος του, γιατί φωτίζονται από λαμπερά νέα άστρα, που γεννήθηκαν σχετικά πρόσφατα από τα σύννεφα αερίων και σκόνης που είναι διασκορπισμένα στις σπείρες αυτές.

Ο γαλαξιακός δίσκος αντίθετα περιβάλλεται από ένα σφαιρικό φωτοστέφανο που αποτελείται από ηλικιωμένα αμυδρά άστρα και με διάσπαρτα εδώ κι εκεί σφαιρωτά σμήνη αρχέγονων άστρων. Όλα αυτά τα άστρα περιφέρονται γύρω από το γαλαξιακό κέντρο και μαζί μ' αυτά το ίδιο κάνει κι ο Ήλιος μας, που χρειάζεται 250 εκατομμύρια χρόνια για να συμπληρώσει μια πλήρη γαλακτο- κεντρική τροχιά. Στα πέντε δισεκατομμύρια χρόνια, από τότε που γεννήθηκε ο Ήλιος, το ηλιακό μας σύστημα έχει κάνει αυτήν την τροχιά περίπου 20 φορές.

Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς σπειροειδείς ραβδωτούς γαλαξίες (NGC 1365), ο οπόιος διαθέτει την ίδια ποσότητα υλικών που έχει και ο δικός μας Γαλαξίας και βρίσκεται στον αστερισμό της Καμίνου, σε απόσταση 60 εκατομμυρίων ετών φωτός από τη Γη.

Ολάκερος ο γαλαξιακός δίσκος έχει διάμετρο 100.000 ετών φωτός, που σημαίνει ότι μια ακτίνα φωτός, τρέχοντας με ταχύτητα 300.000 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο, χρειάζεται 100.000 χρόνια για να διασχίσει το γαλαξία από τη μια άκρη στην άλλη. Ο Ήλιος μας βρίσκεται περίπου στα δύο τρίτα της απόστασης από το κέντρο προς τα άκρα του γαλαξιακού δίσκου και ανάμεσα σε δύο από τους βραχίονες του γαλαξία μας. Αυτή μας η θέση μέσα στο γαλαξία προσδιορίζει και όλα όσα βλέπουμε από τη Γη μας στο νυχτερινό ουρανό.

Όταν κοιτάζουμε προς το επίπεδο του γαλαξιακού δίσκου μπορούμε να διακρίνουμε τη μεγάλη μάζα των νεφελωμάτων και των άστρων που τον αποτελούν. Όταν κοιτάζουμε προς τα πάνω ή προς τα κάτω του δίσκου, διακρίνουμε σχετικά λίγα άστρα. Η φωτεινή λοιπόν λωρίδα που φαίνεται στον ουρανό, η "Γαλαξία Οδός" των αρχαίων, δεν είναι τίποτε άλλο από το επίπεδο του δίσκου του γαλαξία μας όπως αυτός φαίνεται από τη δική μας σκοπιά στο εσωτερικό του. Υπάρχουν, όμως, και άλλες όψεις του γαλαξία μας, που φαίνεται να παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Πρόκειται για μια εικόνα συναρπαστικών γεγονότων και δεδομένων, ανάμικτων με απίστευτα φαινόμενα, περίεργα αινίγματα και πανοραμικές φωτογραφίες που έστειλαν πίσω στη Γη οι διάφορες διαστημοσυσκευές μας. Κι έτσι σήμερα είμαστε στη θέση να παρουσιάσουμε τις υπέροχες αυτές εικόνες των ερευνών μας. Γιατί χωρίς αμφιβολία και σε μεγάλο βαθμό, η τεχνολογία είναι αυτή που κάνει πραγματοποιήσιμα τα σύγχρονα όνειρα της ανθρωπότητας. Και η ίδια αυτή τεχνολογία είναι ο κύριος βοηθός των σύγχρονων αστρονόμων και αστροφυσικών στη διαμόρφωση των απόψεών τους για το Σύμπαν.

Τα είδη των γαλαξιών

Το 1961 ο Αμερικανός αστρονόμος Άλαν Σάντατζ (1926-) βασιζόμενος στις σημειώσεις και στις μελέτες του Χαμπλ αναθεώρησε το αρχικό εκείνο σύστημα με περισσότερες υποκατηγορίες, ανάλογα με τη μορφολογία των επιμέρους γαλαξιών. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό που είναι γενικότερα αποδεκτό σήμερα, παρά τις όποιες ελλέιψεις του, οι σπειροειδείς γαλαξίες διαχωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τους κανονικούς σπειροειδείς και τους ραβδωτούς σπειροειδείς.

Οι κανονικοί σπειροειδείς (S) έχουν βραχίονες, οι οποίοι πηγάζουν απ' ευθείας από τον κεντρικό πυρήνα του γαλαξία και μ' αυτόν τον τρόπο τον αγκαλιάζουν. Αντίθετα οι ραβδωτοί σπειροειδείς (SB) διαθέτουν μια αστρική σύνθεση που μοιάζει με "ράβδο" και η οποία διαπερνάει το γαλαξιακό πυρήνα προεξέχοντας απ' αυτόν. Οι σπείρες στους γαλαξίες αυτούς ξεκινάνε από τα άκρα της "ράβδου", αγκαλιάζοντας πιο ανοιχτά τον πυρήνα. Κάθε μία από τις κατηγορίες αυτές διαχωρίζεται σε τέσσερις υποκατηγορίες ή τύπους (O, a, b, c) ανάλογα με το μέγεθος του πυρήνα και το άνοιγμα των σπειρών τους.

Οι βραχίονες των σπειροειδών γαλαξιών αποτελούνται από νεφελώδη υλικά, ανάμεσα στα οποία βρίσκονται σκορπισμένα ως επί το πλείστον μπλε ή λευκά άστρα. Επειδή τα μπλε άστρα είναι νεαρά άστρα, εξυπακούεται ότι και τα σπειροειδή αυτά μέλη πρέπει να είναι σχετικά πρόσφατης δημιουργίας. Έτσι συμπεραίνουμε ότι τα άστρα αυτά δε διαρκούν για πολύ και πρέπει μάλλον να σχηματίζονται και να χάνονται συνεχώς έως ότου καταναλωθούν τα νεφελώματα από τα οποία τα άστρα αυτά αντλούν τα υλικά τους.

Οι ελλειπτικοί γαλαξίες (Ε), αντίθετα, φαίνονται σαν τεράστιες αστρικές μπάλες με διαφοροποιημένη φωτεινότητα καθώς προχωράμε προς τα άκρα. Έχουν μία σφαιρική - ελλειπτική μορφή και χρωματισμούς λίγο πιο κοκκινωπούς απ' ό,τι είναι ο Ήλιος. Τα άστρα που τους αποτελούν έχουν διαφοροποιημένες και μεγαλύτερες ταχύτητες από την ταχύτητα περιστροφής του όλου γαλαξιακού συστήματος και γι' αυτό το λόγο οι ελλειπτικοί γαλαξίες δεν έχουν ούτε λεπτούς δίσκους, αλλά ούτε και σπειροειδείς βραχίονες. Τα περισσότερα μάλιστα άστρα τους είναι πολύ μεγάλης ηλικίας, γιατί η ποσότητα των αερίων και της σκόνης που διαθέτουν είναι ελάχιστη και δεν έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν τις διαδικασίες που απαιτούνται στην αστρογένεση.

Όσοι γαλαξίες δεν μπορούν να ταξινομηθούν στις προηγούμενες κατηγορίες αποτελούν τους ακανόνιστους ή ανώμαλους γαλαξίες. Υπάρχουν δύο ειδών τέτοιοι γαλαξίες, οι τύπου I και II. Μερικοί από τους γαλαξίες αυτούς περιλαμβάνουν και ορισμένες αστρικές "ράβδους" σαν τους σπειροειδείς ραβδωτούς γαλαξίες, ενώ ένα χαρακτηριστικό δείγμα τέτοιου γαλαξία είναι και το Μεγάλο Νέφος του Μαγγελάνου στο νότιο ουράνιο ημισφαίριο. Ο πιο συνηθισμένος τύπος όμως είναι της πρώτης κατηγορίας (Irr I). Μοιάζουν να είναι μια συγγενική προέκταση των γαλαξιών τύπου Sc χωρίς να μπορούμε να διακρίνουμε κάποιο είδος σπειροειδούς δομής. Έχουν ένα γαλαζωπό χρωματισμό με δίχως κάποιον αξιόλογου μεγέθους πυρήνα. Αντίθετα, οι ακανόνιστοι τύπου ΙΙ είναι αρκετά σπάνιοι με χαοτική δομή, για την οποία υπάρχουν διάφοροι λόγοι ύπαρξης.

Ένας ακανόνιστος γαλαξίας που βρίσκεται στην Τοπική μας Ομάδα γαλαξιών, σε απόσταση 1,8 εκατομμυρίου ετών φωτός από τη Γη.

Υπάρχουν φυσικά και άλλων ειδών ταξινομήσεις ανάλογα με τη συμπεριφορά των διαφόρων γαλαξιών: παράξενοι γαλαξίες, εκρηγνυόμενοι γαλαξίες, γαλαξίες "Σέιφερ", αντικείμενα "BL Σαύρας" και Κβάζαρ, είναι μερικές μόνο από τις ονομασίες που έχουν δοθεί κατά καιρούς στα παράξενα αυτά αστρικά νησιά. Η αποκρυπτογράφηση των μυστικών τους από τους αστρονόμους είναι μία συνεχής διαδικασία έρευνας και μελέτης του υπέροχου Σύμπαντος στο οποίο ζούμε. Είναι μια προσπάθεια να δώσουμε απάντηση στα ερωτήματα που περιβάλλουν την προέλευσή μας, θεατές κι εμείς του εξελισσόμενου θεατρικού έργου των ουρανών, που ξετυλίγεται μπροστά μας. Ενός έργου που έχει σκηνικό το Σύμπαν, ηθοποιούς τα φαινόμενα του ουρανού και πλοκή την ιστορία της φύσης.

Ενός έργου πολύχρονου και κοπιαστικού, γεμάτου συναρπαστικές περιπέτειες, θριάμβους και απογοητεύσεις.

Ενός έργου που τα τελευταία κυρίως χρόνια μας έχει ανοίξει διάπλατα ένα πραγματικό παράθυρο στο Σύμπαν.

Εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ" - ΓΕΩ, τεύχος 35, σελ. 90-94,
του Διονύση Π. Σιμόπουλου, διευθυντή Ευγενιδείου Πλανηταρίου
9 Δεκεμβρίου 2000
Εικόνες:
Α
bell 2218: www.usm.uni-muenchen.de/ .../abell2218.html
Μ32: www.astronomynow.com/breaking/ 9910/26hubble/
NGC 1365: www.astronomynotes.com/ galaxy/s4.htm