Ζωντανοί οργανισμοί ψάχνουν για ρύπανση

Ονομάζεται "βιοπαρατήρηση" (biomonitoring) και χρησιμοποιεί ζωντανούς οργανισμούς ως ανιχνευτές της περιβαλλοντικής ρύπανσης. "Παλεύει" εδώ κι έναν αιώνα να αναγνωριστεί ως επιστήμη, αλλά τα τελευταία χρόνια βρίσκεται - επιτέλους - πολύ κοντά στο στόχο της.

Αρχές της δεκαετίας του 1980, στον Κόλπο Junk, του Hong Kong. Σε μια παράνομη επιχείρηση, κάποιοι πέταξαν κρυφά στη θάλασσα ένα μεγάλο φορτίο από χρησιμοποιημένες μπαταρίες. Στο νερό συγκεντρώθηκαν αμέσως πολύ υψηλές ποσότητες από μόλυβδο, ψευδάργυρο, καθώς και επικίνδυνες χημικές ενώσεις (πολυχλωριωμένα βιφενύλια). Το περιβαλλοντικό έγκλημα θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο, αν δεν υπήρχαν τα... μύδια και τα στρείδια. Οι θαλάσσιοι οργανισμοί που ζούσαν στον κόλπο συγκέντρωσαν τους ρύπους στους ιστούς τους. Με μια... ανακλαστική κίνηση αυτοθυσίας - την οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να αποφύγουν - τα μύδια και τα στρείδια έδωσαν στους επιστήμονες τις ενδείξεις και τις αποδείξεις που χρειάζονταν για να συνειδητοποιήσουν το έγκλημα και να καταδιώξουν τους ένοχους. Πράγματι, οι ειδικοί από το Hong Kong και οι συνάδελφοί τους από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου κατέδειξαν το πρόβλημα και βοήθησαν τις αρχές να βρουν και να τιμωρήσουν τους υπεύθυνους.

Η ιδέα πως οι ζωντανοί οργανισμοί μπορούν να προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για τους περιβαλλοντικούς κινδύνους δεν είναι καινούργια. Πριν ακόμα σχεδιαστεί και τελειοποιηθεί ο σύγχρονος εξοπλισμός ασφάλειας, οι μεταλλωρύχοι είχαν πάντα μαζί τους καναρίνια σε κλουβιά. Παρατηρούσαν με μεγάλη προσοχή τις αντιδράσεις τους, σταματούσαν σε κάθε ανησυχητικό σημάδι, προσπαθούσαν να ελέγχουν διαρκώς την κατάσταση της υγείας τους. Γιατί αν κάποιο καναρίνι αρρώσταινε, αυτό ήταν δείγμα κινδύνου και για τους ίδιους: σήμαινε πως μέσα σε κάποιο από τα πετρώματα υπάρχουν εγκλωβισμένα επικίνδυνα αέρια.

Με τα χρόνια όμως και καθώς οι ερευνητές στράφηκαν προς νέες τεχνικές περιβαλλοντικού ελέγχου, η μέθοδος της παρατήρησης ζωντανών οργανισμών ατόνησε. Επιτυχημένες ιστορίες, όπως αυτή του Hong Kong, είναι πλέον σπάνιες. Ωστόσο, δεν είναι λίγοι οι καθηγητές - βιολόγοι και περιβαλλοντολόγοι - που υποστηρίζουν με ενθουσιασμό πως αυτό το επιστημονικό πεδίο οδεύει σταθερά προς την αναγνώριση και πως, μέσα στα επόμενα χρόνια, θα έχει καθιερωθεί ως ανεξάρτητη και πολύτιμη επιστήμη. Οι πρόσφατες εξελίξεις, η δημιουργία επιστημονικών κανόνων που προσφέρουν πολλά περισσότερα από απλές ενδείξεις για την υγεία ενός οικοσυστήματος, δίνουν βάση στα επιχειρήματά τους. Όπως εξηγεί ο John Whitfield στο επιστημονικό περιοδικό "Nature", οι ερευνητές πλέον δεν αρκούνται στην απλή παρατήρηση. "Συνδυάζουν τις οικολογικές μελέτες με χημικές αναλύσεις και παράγουν αποτελέσματα που αφορούν τις επιπτώσεις της ρύπανσης στους ζωντανούς οργανισμούς, ενώ μπορούν επίσης να προσδιορίσουν με ακρίβεια ποια ακριβώς χημικά ευθύνονται και από πού προέρχονται".

Σημαντική δουλειά, σ' αυτόν τον τομέα, γίνεται τις τελευταίες δεκαετίες στο Κέντρο Οικολογίας και Υδρολογίας, που ανήκει στο Ερευνητικό Συμβούλιο για το Φυσικό Περιβάλλον, της κυβέρνησης της Μεγάλης Βρετανίας. Ο διευθυντής του Κέντρου, Peter Matthissen, ειδικός σε θέματα οικολογίας και τοξικολογίας, εξηγεί πως "τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύ σημαντική επιστημονική προσπάθεια, με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Κυβερνητικοί φορείς αλλά και όλοι όσοι σχεδιάζουν την πολιτική για την προστασία του περιβάλλοντος - όχι μόνο στη Μεγάλη Βρετανία αλλά και σε πολλές ακόμη ευρωπαϊκές χώρες - έχουν αναβαθμίσει το ρόλο της βιολογικής και χημικής παρατήρησης της περιβαλλοντικής ρύπανσης".

Έτσι, ενώ η βιοπαρατήρηση ήταν για χρόνια ο... φτωχός συγγενής της χημικής ανάλυσης για τον καθορισμό της ποιότητας του νερού, του εδάφους ή του αέρα, τώρα διεκδικεί με αξιώσεις τη θέση που της αξίζει. Προς την κατεύθυνση αυτή έχει βοηθήσει ιδιαίτερα και το γεγονός ότι πρόσφατα οι εμπλεκόμενοι επιστήμονες κατάφεραν να... συνεννοηθούν: να ορίσουν δηλαδή σταθερές και κανόνες, να οργανώσουν την επιστήμη και να ξεφύγουν από τη φήμη των "τσαρλατάνων". Γιατί, είναι γεγονός, πως για πολλά χρόνια ο καθένας μελετούσε ότι είδος ήθελε (ένας τα μύδια, άλλος τα πουλιά, άλλος τους λειχήνες κ.ο.κ.) και κατέληγε σε όποια συμπεράσματα ήθελε. Ο κλάδος ήταν άναρχος, χωρίς επιστημονική δομή και συντονισμένη δράση και, επομένως, ήταν αδύνατον να διεκδικήσει και να πετύχει την αναγνώριση. Με τον καιρό, όμως οι καλύτερες και πιο αξιόπιστες τεχνικές ξεχώρισαν. Χάρη στη διαδικασία της..."φυσικής επιλογής", ο κλάδος απέκτησε οργάνωση και συγκεκριμένες ερευνητικές μεθόδους. Ο καθορισμός "πρωτοκόλλων" αναγνωρισμένων από επίσημα όργανα (την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε ότι αφορά τη δική μας ήπειρο) και η υποχρέωση των επιστημόνων να εργάζονται μέσα σε συγκεκριμένα (ασφαλή και επιστημονικά ακριβή) όρια, σε συνδυασμό με τις νέες δυνατότητες που προσφέρει η βιοπαρατήρηση, της έδωσαν - επιτέλους - το απαιτούμενο κύρος.

Τα μπλε μύδια οι καλύτεροι ανιχνευτές

Υπό συνεχή παρακολούθηση μύδια, στρείδια και πεταλίδες σε 263 περιοχές στις ΗΠΑ.

Έναν αιώνα μετρά η τεχνική της βιοπαρατήρησης και αν θελήσει κανείς να αναζητήσει τα είδη των ζωντανών οργανισμών που μελετήθηκαν ως "δείκτες περιβαλλοντικής ρύπανσης" κινδυνεύει να βρεθεί μπροστά σε μια ατέλειωτη λίστα: σε ολόκληρο σχεδόν το ευρετήριο της φυσικής ζωής στον πλανήτη. Ωστόσο, ορισμένα είδη ξεχώρισαν, αναδείχθηκαν σε "πρωταγωνιστές", ακριβώς χάρη στην ικανότητά τους να λειτουργούν ως ανιχνευτές της ρύπανσης.

Μπλε μύδι (Mytilus edulis)

Στη θάλασσα, ο αδιαφιλονίκητος πρωταθλητής είναι το μπλε μύδι με την επιστημονική ονομασία Mytilus edulis. Καθώς τα μύδια αυτού του είδους φιλτράρουν το νερό, προκειμένου να βρουν τροφή, μαζί με την τροφή τους συγκρατούν και ρυπαντές. Οι ρυπαντές αυτοί αποθηκεύονται σε πολύ υψηλές συγκεντρώσεις στους ιστούς τους. Και καθώς οι θαλάσσιοι αυτοί οργανισμοί πολύ σπάνια αλλάζουν... τόπο κατοικίας (τις περισσότερες φορές περνούν ολόκληρη τη ζωή τους κολλημένοι πάνω στον ίδιο βράχο ή μετακινούνται κατά μερικά εκατοστά), δεν είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς πού βρέθηκαν οι ρυπαντικές ουσίες. Η ίδια η βιολογία και οι συνήθειες του Mytilus edulis προλαμβάνουν τη σύγχυση.

Σε ολόκληρο το Βόρειο Ημισφαίριο, ο πληθυσμός του είδους αυτών των μυδιών μετρά σε αρκετά εκατομμύρια. Ορισμένες χώρες μάλιστα έχουν οργανώσει προγράμματα παρατήρησης των μυδιών, έτσι ώστε να μπορούν να έχουν εικόνα για τις μεγάλες και μακροπρόθεσμες αλλαγές και τάσεις στην ποιότητα του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Η πιο οργανωμένη προσπάθεια γίνεται στις ΗΠΑ, από το πρόγραμμα που ονομάζεται "US Mussel Watch", το οποίο χρηματοδοτείται από την Εθνική Επιτροπή Ωκεανών και Ατμόσφαιρας, ήδη από το 1986. Τα μύδια παρατηρούνται σε 263 περιοχές, οι οποίες καλύπτουν ολόκληρη την ακτογραμμή της Αμερικής, και οι επιστήμονες εστιάζουν τις έρευνές τους κυρίως στην ανίχνευση διοξινών και πολυχλωριωμένων ενώσεων.

Balanus amphitrite

Στα θερμότερα κλίματα, όπου το μπλε μύδι δεν επιβιώνει, αναλαμβάνουν τον ίδιο ρόλο οστρακόδερμα, όπως τα στρείδια ή οι πεταλίδες. "Είναι εντυπωσιακό το πώς τα στρείδια λειτουργούν ως φυσικοί αποταμιευτές των μετάλλων", λέει χαρακτηριστικά ο Philip Rainbow από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου, το οποίο έχει αναλάβει, εδώ και χρόνια, ένα από τα πιο καλά οργανωμένα προγράμματα βιοπαρατήρησης. Ο ίδιος προτείνει στους επιστήμονες να αξιοποιούν στις έρευνές τους "τα πιο κοσμοπολίτικα από τα στρείδια". Αναφέρεται στο είδος με τη λατινική ονομασία Balanus amphitrite, το οποίο συναντάται παντού, σε όλο τον κόσμο, καθώς έχει βρει τον πλέον... ανέξοδο τρόπο να ταξιδεύει, προσκολλώμενο στα ύφαλα των πλοίων.

Ωστόσο, όσο πολύτιμα και να είναι ορισμένα είδη για τον εντοπισμό της περιβαλλοντικής ρύπανσης, για να είναι ολοκληρωμένη μια επιστημονική έρευνα δε θα πρέπει να αρκείται σε ένα ή δύο από τα είδη αυτά. Επειδή ένας ή δύο οργανισμοί είναι αδύνατον να αποκαλύψουν τα πάντα για ένα θαλάσσιο οικοσύστημα, υπάρχουν κανόνες που ορίζουν με σαφήνεια την ανάγκη για πολύπλευρη και ολοκληρωμένη έρευνα. Στο θαλάσσιο περιβάλλον, για παράδειγμα, προκειμένου να έχει κανείς τη συνολική εικόνα θα πρέπει να μελετήσει τις πληροφορίες που συγκεντρώνουν τα μύδια ή τα στρείδια φιλτράροντας το νερό και να τις συνδυάσει με αναλύσεις θαλάσσιων φυτών (τα οποία δειγματίζουν διαλύματα χημικών ουσιών) και σκουληκιών (τα οποία ζουν στα ιζήματα του βυθού και μεταφέρουν σημαντικές πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατεί εκεί).

Εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ"
της Λαμπρινής Σταμάτη
10 Νοεμβρίου 2001 -
Προσαρμογή από το ΚΠΕ Καστοριάς

Mytilus edulis
:
depts.washington.edu/fhl/zoo432/ floats/flmain/flmussels.htm
Balanus amphitrite: www2.bishopmuseum.org/.../species/ balanus_amphitrite.htm