Προέλευση της ονομασίας: Το όνομα του γένους καθιερώθηκε το 1757 από τον γερμανό ανατομολόγο και βοτανολόγο Johann Gottfried Zinn και προέρχεται από τον ελληνικό όρο «Επιπακτίς», με τον οποίο ο Θεόφραστος αναφέρεται σε ένα φυτό (άγνωστο σήμερα) που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα για την πήξη του γάλακτος. Το β΄ συνθετικό της ονομασίας του είδους, η λατινικής προέλευσης λέξη “palustris” σημαίνει «βάλτος» ή «ελώδης» και παραπέμπει στο είδος των βιοτόπων που αναπτύσσεται η Ε. palustris (ορεινοί υγρότοποι πλούσιοι σε οργανική ύλη).
Περιγραφή: Ο βλαστός της (ύψους έως 60εκ.) φέρει στενά, λογχοειδή, σε όρθια διάταξη φύλλα και αραιή ταξιανθία. Χαρακτηριστικά στοιχεία του άνθους αποτελούν: α) τα πρασινορόδινα σέπαλα και πέταλα, β) το λευκό, κυπελοειδές υποχείλιο με τις ερυθρές νευρώσεις και γ) το λευκό, καρδιόσχημο επιχείλιο με τις κυματοειδείς παρυφές.
Γεωγραφική εξάπλωση & βιότοπος: Είδος με μεγάλη εξάπλωση στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, όπου παρατηρήθηκε, κυρίως, κατά μήκος της οροσειράς της Πίνδου. Στην περιοχή της Καστοριάς εντοπίστηκε κοντά σε ορεινά ρέματα μεσαίου υψόμετρου και σε βαλτώδη λιβάδια του Γράμμου.
Περίοδος ανθοφορίας στην περιοχή της Καστοριάς: 20 Ιουνίου έως τα μέσα Ιουλίου.