Epipactis purpurata J. E. Smith 1828 – Επιπακτίς η ιώδης

Συνώνυμo: Epipactis viridiflora, Hoffmann ex Krocker

Προέλευση της ονομασίας: Το όνομα του γένους καθιερώθηκε το 1757 από τον γερμανό ανατομολόγο και βοτανολόγο Johann Gottfried Zinn και προέρχεται από τον ελληνικό όρο «Επιπακτίς», με τον οποίο ο Θεόφραστος αναφέρεται σε ένα φυτό (άγνωστο σήμερα) που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα για την πήξη του γάλακτος. Το β’ συνθετικό της ονομασίας του είδους, η λατινικής προέλευσης λέξη “purpurata”, που σημαίνει πορφυρή, ιώδης, παραπέμπει στο χρώμα που εμφανίζουν τα βλαστικά μέρη του φυτού.

Περιγραφή: Το είδος σχηματίζει, πολύ συχνά, μπουκέτα 2-8 βλαστών (ύψους 50εκ. έως, πιο σπάνια, 70εκ.). Το ανώτερο μέρος του βλαστού φέρει μακριά και πυκνή ταξιανθία με 25-50 άνθη. Το πράσινο-ιώδες χρώμα που έχουν τα βλαστικά μέρη του φυτού (βλαστοί, φύλλα, ωοθήκες, εξωτερικές επιφάνειες των σέπαλων), αποτελεί στοιχείο διάκρισης του είδους μεταξύ άλλων ειδών του γένους Epipactis.

Γεωγραφική εξάπλωση & βιότοπος: Είδος με ευρεία κατανομή στην Ευρώπη και πολύ μικρή εξάπλωση στην Ελλάδα, όπου εντοπίζεται στις περιφερειακές ενότητες Αρκαδίας, Ιωαννίνων και Καστοριάς. Στην Καστοριά παρατηρήθηκε στο όρος Γράμμος, σε μικτά δάση (μαύρης πεύκης, οξιάς και υβριδογενούς ελάτης) και σε αμιγή δάση οξιάς (σε υψόμετρο 1200-1400μ.).

Περίοδος ανθοφορίας στην περιοχή της Καστοριάς: Τέλη Ιουλίου – μέσα Αυγούστου.