Epipogium aphyllum Swartz 1814 – Επιπόγιο το άφυλλο

Συνώνυμα: Orchis aphylla F. W. Schmidt, Limodorum epipogium Swartz

Προέλευση της ονομασίας: Το όνομα του γένους Epipogium, από τις λέξεις «επί» (επάνω) και «πώγων» (χείλος, γένι, στόμα, πιγούνι), παραπέμπει στη θέση του χείλους του άνθους, που στρέφεται προς τα πάνω. Το β΄ συνθετικό της ονομασίας του είδους υποδηλώνει την απουσία πράσινων φύλλων στους βλαστούς.

Περιγραφή: Εύκολα αναγνωρίσιμη ορχιδέα, με ιδιαίτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά όπως: α) το λευκό έως ερυθρωπό χρώμα του βλαστού της (ύψους μέχρι 30εκ.), β) η έλλειψη πράσινων φύλλων και η συχνά παρατηρούμενη ομαδική έκφυση βλαστών σε μια περιοχή, γ) τα λευκά έως κρεμ άνθη (1-8) με τις διάσπαρτες ροζ κηλίδες στο χείλος, δ) η θέση των σέπαλων και των πετάλων, που στρέφονται προς το έδαφος και του χείλους, που στρέφεται προς τα πάνω.

H Epipogium aphyllum ανήκει στις μυκοετεροτροφικές ορχιδέες, που τα βλαστικά τους μέρη δεν διαθέτουν χλωροφύλλη και συνεπώς δεν φωτοσυνθέτουν. Το είδος καλύπτει τις ενεργειακές του ανάγκες αξιοποιώντας εξ ολοκλήρου δίκτυα μυκορριζών (μορφή συμβίωσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στο ριζικό σύστημα φωτοσυνθετικών φυτών και σε μύκητες διαφόρων ειδών). Ο σχηματισμός μυκορριζών ευνοεί την απορρόφηση ανόργανων στοιχείων και νερού από το έδαφος βελτιώνοντας, με αυτόν τον τρόπο, τη θρέψη του φυτού. Ως «αντάλλαγμα», το φυτό παρέχει στους μύκητες οργανικές ουσίες, που παράγει με τη λειτουργία της φωτοσύνθεσης. H Epipogium aphyllum, αναπτύσσοντας μία σχέση «εξαπάτησης» με τους μύκητες των μυκορριζών, αποσπά από αυτούς θρεπτικές ουσίες, που οι μύκητες, με τη σειρά τους, έχουν προσλάβει από τα φωτοσυνθετικά φυτά με τα οποία συμβιώνουν.

Γεωγραφική εξάπλωση & βιότοπος: Είδος ευρείας εξάπλωσης στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, ενώ στην Ελλάδα απαντά κατά μήκος των κυριότερων ορεινών όγκων. Στην Καστοριά έχει εντοπιστεί στο όρος Γράμμος, στην περιοχή του Πάρκου Εθνικής Συμφιλίωσης. Εμφανίζεται σε δασικά οικοσυστήματα κυρίως οξιάς.

H Epipogium aphyllum αναφέρεται και ως «ορχιδέα φάντασμα» λόγω της περιστασιακής, «απρόβλεπτης» εμφάνισής της σε μία περιοχή. Περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της ως ρίζωμα (υπόγειος βλαστός) και ανάμεσα σε δύο διαδοχικές εμφανίσεις των υπέργειων τμημάτων του βλαστού της μπορεί να μεσολαβούν πολλά χρόνια.

Περίοδος ανθοφορίας στην περιοχή της Καστοριάς: Μέσα Ιουλίου έως τα μέσα Αυγούστου.