Ophrys cerastes Devillers & Devillers – Tersch. 2004 – Οφρύς η κερασφόρος

Συνώνυμα: Ophrys oestrifera subsp. oestrifera, F. A. Marschall von Bieberstein 1898, Ophrys scolopax subsp. cornuta (Steven) E.G. Camus (1908)

Προέλευση της ονομασίας: Το όνομα του γένους Ophrys προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «ὀφρῦς» (φρύδι) και παραπέμπει, κατά μία εκδοχή, στο «τριχωτό» χείλος (κάτω πέταλο) των ανθέων. Κατά μία άλλη εκδοχή, παραπέμπει στη συνήθεια των γυναικών της ρωμαϊκής εποχής να σκουραίνουν το χρώμα των φρυδιών τους αξιοποιώντας άνθη ορχιδεών του γένους αυτού. Το β΄ συνθετικό του ονόματος του είδους προκύπτει από τη λέξη «κέρας – κέρατο» και παραπέμπει στις κερατοειδείς αποφύσεις του χείλους του άνθους. Η O. cerastes ανήκει στην ομάδα ορχιδεών με το όνομα “Ophrys oestrifera”, κοινό στοιχείο των οποίων αποτελούν οι κερατοειδείς αποφύσεις που παρατηρούνται στο χείλος τους.

Περιγραφή: Πρόκειται για μία μικρού έως μεσαίου μεγέθους ορχιδέα. Αποτελεί πολυτυπικό είδος, που γίνεται διακριτό από το μέγεθος της διαμέτρου της στιγματικής κοιλότητας (αγγίζει το 45% του μέγιστου πλάτους του χείλους του άνθους). Επειδή στην περιοχή μας επικρατεί η O. cerastes έναντι των άλλων ειδών της ομάδας O. oestifera, η ύπαρξη και μόνο των κερατοειδών αποφύσεων είναι αρκετή για την αναγνώριση του είδους. Τα άνθη έχουν στενόμακρο ωοειδές χείλος (μεγέθους κατά μέσο όρο 9,7mm) με σκούρο καφε-κόκκινο χρώμα, που φέρει θυρεό μεταβλητού σχήματος (συνήθως ιώδους χρώματος). Τα υπόλοιπα μέρη του περιάνθιου (σέπαλα και πέταλα) έχουν χρώμα που κυμαίνεται από μοβ έως λευκό. Χαρακτηριστικό στοιχείο του είδους είναι, επίσης, τα πολύ μικρού μεγέθους πέταλα (σε σχέση με το μέγεθος των σέπαλων).

Γεωγραφική εξάπλωση & βιότοπος: Είδος με ευρεία κατανομή στην Ελλάδα και στην περιοχή της Καστοριάς. Εμφανίζεται σε ορεινά λιβάδια και θαμνότοπους μεσαίου υψόμετρου.

Περίοδος ανθοφορίας στην περιοχή της Καστοριάς: Μέσα Μαΐου, με διάρκεια έως τα τέλη Ιουνίου.