Ophrys insectifera L. 1753 – Οφρύς η εντομοφόρος

 

Προέλευση της ονομασίας: Το όνομα του γένους Ophrys προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «ὀφρῦς» (φρύδι) και παραπέμπει, κατά μία εκδοχή, στο «τριχωτό» χείλος (κάτω πέταλο) των ανθέων. Κατά μία άλλη εκδοχή, παραπέμπει στη συνήθεια των γυναικών της ρωμαϊκής εποχής να σκουραίνουν το χρώμα των φρυδιών τους αξιοποιώντας άνθη ορχιδεών του γένους αυτού. Το β΄ συνθετικό της ονομασίας του είδους, από τις λατινικές λέξεις “insecta” (έντομα) και “ferre” (φέρω), παραπέμπει στη μορφή του άνθους του, που μοιάζει με έντομο.

Περιγραφή: Πρόκειται για μεσαίου μεγέθους ορχιδέα (ύψους 60εκ.) με βλαστό που φέρει ταξιανθία 3 έως 10 ανθέων. Αξιοσημείωτη είναι η «στρατηγική» που έχει αναπτύξει για την επικονίασή της. Τα άνθη της εμφανίζουν παρόμοια μορφή με τα έντομα – επικονιαστές τους (δύο είδη σφήκας, Argogorytes mystaceus και Argogorytes fargeii, που μοιάζουν πολύ μεταξύ τους), προσαρμογή που εξυπηρετεί την «εξαπάτηση» και προσέλκυσή τους. Συγκεκριμένα, τα δύο πλευρικά πέταλα του άνθους έχουν εξελιχθεί σε επιμήκεις, ραβδοειδείς απολήξεις, που σε συνδυασμό με το σκούρο καφετί χρώμα τους, προσομοιάζουν στις κεραίες των εντόμων. Επίσης, το λοβωτό (με 4 λοβούς) χείλος του άνθους, μακρόστενο και σκούρου καφέ χρώματος, μοιάζει με το σώμα του εντόμου, ενώ στο κέντρο του χείλους υπάρχει μία γυαλιστερή και ιριδίζουσα (ασημί – γαλαζωπή) ζώνη, που παραπέμπει στα φτερά των εντόμων.

Γεωγραφική εξάπλωση & βιότοπος: Είδος με ευρεία εξάπλωση στην Ευρώπη και σχετικά περιορισμένη διασπορά στην Ελλάδα. Σε μία μικρής έκτασης περιοχή της Καστοριάς (παρυφές δάσους μεσαίου υψόμετρου) καταγράφηκαν λίγα μόνο άτομα (10-15). Η περιορισμένη εξάπλωση και το μικρό μέγεθος του πληθυσμού της O. insectifera στην Καστοριά, την καθιστούν ευάλωτη σε οποιαδήποτε μεταβολή του βιοτόπου της.

Περίοδος ανθοφορίας στην περιοχή της Καστοριάς: Αρχές Μαΐου με διάρκεια όλο τον μήνα.