"ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ -
ΚΑΣΤΟΡΙΑ Η ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ"

2o ΕΝΙΑΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

ΣΧ. ΕΤΟΣ 2004 - 2005

ΠΟΡΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

15/10/04: 1η συνάντηση της Π.Ο. για τη νέα σχολική χρονιά. Η Π.Ο. αποτελείται από 14 μαθητές. Πρώτη συζήτηση για το θέμα με το οποίο θα θέλαμε να ασχοληθούμε.

29/10/04: Λήψη απόφασης. Αποφασίσαμε να συνεχίσουμε το θέμα της προηγούμενης σχολικής χρονιάς, ώστε να ολοκληρώσουμε την ενότητα της Βιοποικιλότητας. Έτσι ο τίτλος του φετινού θέματος είναι: "Πολιτισμική ποικιλότητα - Καστοριά, η αρχόντισσα του Βορρά".

19/11/04: Τέθηκαν οι στόχοι της ομάδας και επιλέχτηκαν οι δραστηριότητες μέσω των οποίων θα μπορούσαν να επιτευχθούν.

3/12/04: Η Π.Ο. χωρίζεται σε υπο-ομάδες η καθεμιά από τις οποίες επιλέγει το θέμα με το οποίο επιθυμεί να ασχοληθεί.

14/01/05: Συνάντηση όλων των υπο-ομάδων στο σχολείο και παρακολούθηση των εργασιών της καθεμιάς. Προτάσεις και παροχή βοήθειας.

04/02/05: Επίσκεψη στο λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού.

03/03/05 : Επίσκεψη στο Λαογραφικό μουσείο Καστοριάς με τρεις υπο-ομάδες και συγκεκριμένα με αυτές που ασχολούνται με: 1) Αρχοντικά, 2)Ήθη και έθιμα, 3) Παραδοσιακές στολές.

04/03/05: Βυζαντινός περίπατος. Ξενάγηση στη συνοικία Ντουλτσό (παλιά πόλη) και συζήτηση για τα αρχοντικά και τις βυζαντινές εκκλησίες.

10/03/05: Οι υπο-ομάδες παρουσιάζουν τη δουλειά τους στην ολομέλεια και γίνεται η σύνθεση της εργασίας. Συζήτηση για την τελική της μορφή. Επειδή σε λίγες μέρες θα έρχονταν στην πόλη μας η Π.Ο. του συνεργαζόμενου με εμάς σχολείου της Κύπρου, μετά από συζήτηση αποφασίζουμε να παρουσιάσουμε ολόκληρο την ενότητα της
"Βιοποικιλότητας", δηλ. μια σύνθεση των εργασιών που κάναμε τις δυο τελευταίες σχολικές χρονιές.

11-17/03/05: Η Π.Ο. ασχολείται με την παρουσίας της εργασίας (POWER POINT)

19/03/05: Παρουσίαση της εργασίας μας καθώς και της εργασίας της Π.Ο του λυκείου Απ. Βαρνάβα της Λευκωσίας στο Κ.Π.Ε. Καστοριάς.

01/04/05: Συνάντηση με την Π.Ο. και συζήτηση - απόψεις σχετικά με την αφίσα. Οι προτάσεις των μαθητών γίνονται με χειροτεχνία.

14-18/04/05: Επίσκεψη στην Κύπρο. Παρουσίαση των εργασιών των δυο Π.Ο. στο λύκειο Απ. Βαρνάβα.

12/05/05: Επίσκεψη στο Κ.Π.Ε. Καστοριάς όπου υποβάλλονται οι απόψεις της Π.Ο. σχετικά με την αφίσα.

13/05/05/: Παρουσίαση των αποτελεσμάτων της εργασίας μας στη σχολική κοινότητα.

05/06/05: Συμμετοχή στις εκδηλώσεις του Κ.Π.Ε Καστοριάς για τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας για το Περιβάλλον.

Είμαστε η Π.Ο. του 2ου Ενιαίου Λυκείου Καστοριάς. Ανήκουμε σε δίκτυα, ένα εθνικό με θέμα τη βιοποικιλότητα που συντονίζει το Κ.Π.Ε. Καστοριάς, και ένα διεθνές, το "Χρυσοπράσινο Φύλλο", που αφορά συμπράξεις σχολείων Ελλάδας - Κύπρου.

Εμείς συνεργαζόμαστε με το Λύκειο Απ. Βαρνάβα της Λευκωσίας. Το θέμα με το οποίο ασχοληθήκαμε πέρσι ήταν: "Βιοποικιλότητα - Απειλούμενα είδη". Φέτος ολοκληρώνουμε την ενότητα της "Βιοποικιλότητας" με την "Πολιτισμική ποικιλότητα - Καστοριά, η αρχόντισσα του Βορρά". Επιλέξαμε το συγκεκριμένο θέμα μετά από συζήτηση, θεωρώντας ότι η προστασία της βιοποικιλότητας είναι ένα από τα πιο σημαντικά περιβαλλοντικά θέματα.

Αρχικά χωριστήκαμε σε ομάδες, η καθεμιά από τις οποίες διάλεξε ένα υπό-θέμα με το οποίο θα ήθελε να ασχοληθεί. Οι υπό-ομάδες συναντιόμασταν σε τακτά χρονικά διαστήματα στο σχολείο, όπου παρακολουθούσαμε την πορεία των εργασιών μας, συζητούσαμε τυχόν προβλήματα και ανταλλάσσαμε απόψεις.

Το πρώτο μέρος της εργασίας μας είναι το κατεξοχήν θεωρητικό. Σ' αυτό ασχοληθήκαμε αρχικά με το τι είναι πολιτισμική ποικιλότητα. Αφού συμβουλευτήκαμε τη σχετική βιβλιογραφία καταλήξαμε στο ότι ως πολιτιστική ποικιλότητα ορίζεται η ποικιλία που παρουσιάζουν οι προγενέστεροι αλλά και οι σύγχρονοι ανθρώπινοι πολιτισμοί. Η
πολιτισμική εξέλιξη συνδέεται συχνά με σχέσεις αλληλεπίδρασης με τη βιολογική εξέλιξη. Οι πολιτισμικοί νεωτερισμοί είναι ανάλογοι των γενετικών μεταλλάξεων και "επιλέγονται" με την έννοια ότι κάποιοι από αυτούς υιοθετούνται από την κοινωνία ενώ άλλοι απορρίπτονται.

Στη συνέχεια αναζητήσαμε ιστορικά στοιχεία για την πόλη μας από τη σχετική βιβλιογραφία και επισκεφτήκαμε το λιμναίο οικισμό της κοινότητας Δισπηλιό όπου ξεναγηθήκαμε και φωτογραφίσαμε την αναπαράσταση που υπάρχει. Επισκεφτήκαμε και την παλιά πόλη (Ντουλτσό) όπου φωτογραφίσαμε τα αρχοντικά και συλλέξαμε στοιχεία για αυτά (αρχιτεκτονική, σχέση με το περιβάλλον κ.τ.λ.). Στη συνέχεια επισκεφτήκαμε κάποιες από τις παλαιότερες βυζαντινές εκκλησίες της πόλης τις οποίες και φωτογραφίσαμε εξωτερικά αλλά και εσωτερικά, όσο μας επιτράπηκε. Τελικά είχε δίκιο ο Gregoire, ο φημισμένος Βέλγος ειδικός της Βυζαντινής τέχνης, που είχε σημειώσει πως η πόλη αυτή μπορεί να γράψει μόνη της την ιστορία της Βυζαντινής τέχνης.

Σημαντική ήταν και η επίσκεψη μας, τρεις υπο-ομάδες, στο Λαογραφικό Μουσείο της πόλης όπου ο ξεναγός μας ενημέρωσε για τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδοσιακές στολές και τη χρήση των αρχοντικών.

Με συζητήσεις με παλιούς Καστοριανούς και κατοίκους χωριών όπου συνηθίζουν να μιλούν βλάχικα, ποντιακά ή και σλαβομακεδόνικα πήραμε πληροφορίες για αυτά τα ιδιώματα. Στη συνέχεια αναζητήσαμε θρύλους και μύθους που σχετίζονται με τη λίμνη της Καστοριάς τους οποίους και καταγράψαμε.

Όταν η συλλογή στοιχείων τελείωσε η Π.Ο συγκεντρώθηκε και έγινε η σύνθεση της εργασίας καθώς και η προετοιμασία παρουσίασης της σε Power Point.

H εργασία παρουσιάστηκε τρεις φορές, στο Κ.Π.Ε Κατοριάς, στο λύκειο Απ. Βαρνάβα της Λευκωσίας και στη σχολική κοινότητα.

Α. ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ

Ως πολιτιστική ποικιλότητα ορίζεται η ποικιλία που παρουσιάζουν οι προγενέστεροι αλλά και οι σύγχρονοι ανθρώπινοι πολιτισμοί. Οι πολιτισμοί των ανθρώπινων κοινωνιών (νομαδικός τρόπος ζωής, καλλιέργεια γης κ.τ.λ.) μπορούν να θεωρηθούν λύσεις σε προβλήματα επιβίωσης, προσαρμογές του ανθρώπινου είδους σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα και στις εξελικτικές αλλαγές τους.

Η πολιτισμική εξέλιξη συνδέεται συχνά με σχέσεις αλληλεπίδρασης με τη βιολογική εξέλιξη. Οι πολιτισμικοί νεωτερισμοί είναι ανάλογοι των γενετικών μεταλλάξεων και "επιλέγονται" με την έννοια ότι κάποιοι από αυτούς υιοθετούνται από την κοινωνία ενώ άλλοι απορρίπτονται. Αντίστοιχα υπάρχουν παραδείγματα αναμφίβολης παράλληλης πολιτισμικής και βιολογικής εξέλιξης. Για παράδειγμα, κάποιοι λαοί της Ασίας χαρακτηρίζονται από τη γενετική αδυναμία πέψης της λακτόζης. Σαν αποτέλεσμα η εκμετάλλευση του γάλακτος και των προϊόντων του δεν αποτέλεσαν στοιχείο της πολιτισμικής παράδοσης αυτών των λαών. Παράλληλα, πολλά πολιτισμικά στοιχεία όπως το κάπνισμα, η πολιτική των πυρηνικών όπλων κ.α. έχουν μακροπρόθεσμα ή και βραχυπρόθεσμα δυσμενείς επιπτώσεις στη βιωσιμότητα των ατόμων και των ομάδων που τα υιοθετούν και των απογόνων τους.

Ο μηχανισμός όμως της πολιτισμικής εξέλιξης δεν ταυτίζεται με αυτόν της βιολογικής. Η πολιτισμική εξέλιξη ακολουθεί λαμαρκιανά πρότυπα (Λαμαρκισμός: θεωρία που υποστηρίζει την κληρονόμηση των επίκτητων χαρακτηριστικών). Η γλώσσα, η συμπεριφορά, ο πλούτος που αποκτά κάποιος στη διάρκεια της ζωής του μπορούν να μεταβιβαστούν τόσο σε άτομα της ίδιας γενιάς όσο και τους βιολογικούς ή μη απογόνους του. Έτσι, οι πολιτισμικές αλλαγές μπορούν να είναι πιο γρήγορες από τις βιολογικές και "σαρωτικές" αλλαγές μπορούν να παρατηρηθούν στο διάστημα μιας και μόνο γενιάς.

Η πολιτιστική ποικιλότητα εκδηλώνεται μεταξύ άλλων με την ποικιλία στις γλώσσες, στις θρησκευτικές αντιλήψεις, στις πρακτικές διαχείρισης της γης, στην τέχνη, στη μουσική, στην κοινωνική οργάνωση και στις διατροφικές συνήθειες.

ΚΑΣΤΟΡΙΑ - Η ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ

"Ένα θαυμάσιο κύπελλο ακύμαντων νερών,
στεφανωμένο ολόγυρα από γραφικά βουνά γεμάτα δροσερά
χωριουδάκια, τεχνουργημένο εξακόσια μέτρα απάνω από τη θάλασσα.
Μια γλώσσα στεριάς που μπαίνει μέσα στο κύπελλο τούτο
και καταλήγει σε κομψό ανασήκωμα σ' ένα λόφο πλασμένο
για την πιο μακάρια ονειροπόληση. Και στο στενότερο μέρος της
γλώσσας, αυτής, ανάμεσα στην υπόλοιπη στεριά και στο λόφο,
πενήντα μέτρα στο ψηλότερο σημείο της απάνω από τα νερά της λίμνης, χτισμένη μια πολιτεία που, παρόλο το ξανάνιωμά της, διατηρεί
απείραχτο, γνήσιο και γεμάτο πραγματικό περιεχόμενο τον μεσαιωνικό χαρακτήρα της".


Γεωγραφική θέση

Η αρχαία "Ορεστιάδα" βρίσκεται μεταξύ δύο βουνών, του Βίτσι και του Γράμμου, στη Δυτική Μακεδονία.

Στο μέσον ενός κυκλικού οροπεδίου, το οποίο σχηματίζεται από τα παραπάνω βουνά, βρίσκεται η φημισμένη λίμνη "Ορεστιάς" και πάνω στη χερσόνησο που εισχωρεί στη λίμνη βρίσκεται η πόλη της Καστοριάς.

Είναι μια πόλη 30.000 κατοίκων, στενά δεμένη με το ένδοξο παρελθόν της και τη μεγάλη ιστορία της, μία πόλη γεμάτη από ζωή και πρόοδο.

Β. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Β.1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ

Η Καστοριά φαίνεται ότι οφείλει το όνομά της στη λίμνη της. Το όνομα Καστοριά αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Προκόπιο (μέσα του 6ου αι. μ.Χ.) ως όνομα της λίμνης, η οποία με τη σειρά της φαίνεται ότι ονομάστηκε έτσι από τους κάστορες, τα μικρά γουνοφόρα ζώα που ζούσαν σε παλαιότερες εποχές μέσα στη λίμνη ή γύρω από αυτή.

Άλλες απόψεις γύρω από την προέλευση του ονόματος, όπως ότι το όνομα προέρχεται από τη λέξη κάστρο (λατ. castrum) ή από το μυθικό Κάστορα, γιο του Δία και ήρωα που λατρευόταν στην περιοχή, δε φαίνονται να αιτιολογούνται επαρκώς.

Από τους περισσότερους μελετητές, η Καστοριά ταυτίζεται με το αρχαίο Κέλετρο, μια πόλη που μνημονεύεται μόνο από το Ρωμαίο ιστορικό Tito Livio κατά την περιγραφή της πορείας των ρωμαϊκών στρατευμάτων με επικεφαλής τον P. Sulpicius Galba στην περιοχή εναντίον του Φιλίππου Ε' (198 μ.Χ.). Η πόλη αυτή χτίστηκε, κατά την παράδοση, από Αιολείς αποίκους και υπήρξε πρωτεύουσα των Ορεστών Βασιλέων.

Σε ό,τι αφορά στην προέλευση του ονόματος διατυπώθηκαν δυο απόψεις. Η πρώτη υποστηρίζει ότι η λέξη Κέλετρο προέρχεται από το ρήμα κήλω (= θέλγω, γοητεύω), συνεπώς σημαίνει πόλη που θέλγει, γοητεύει. Η δεύτερη υποστηρίζει ότι προήλθε από τη λέξη κήληθρον/κάλαθρον/Κέλετρον = καλάθι, είδος ψαρικής.

Β.1.α. Θρύλος για το όνομα της πόλης

Ο Κάστωρ και η Ρία ζούσαν κοντά στην λίμνη. Ήταν μικρά παιδιά και συνήθιζαν να παίζουν κοντά σ' αυτή. Μια μέρα βγήκαν βόλτα με μια βάρκα για να την εξερευνήσουν. Εκείνη την ώρα ο ουρανός είχε λίγα σύννεφα αλλά όταν ήταν αρκετά μακριά από την ακτή έπιασε δυνατός άνεμος και βροχή. Όταν το κατάλαβαν αυτό οι γείτονες ειδοποίησαν και άλλους πολίτες και περαστικούς και φώναζαν όλοι μαζί τα ονόματα των παιδιών και έτσι ακούγονταν μαζί Κάστωρ-Ρια και για χάρη των παιδιών πήρε το όνομα της η Καστοριά.

Β.2. ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ

Ως πρώτοι κάτοικοι της Ορεστίδας αναφέρονται οι Πελασγοί Ορέστες, οι οποίοι πριν έρθουν στην περιοχή κατοικούσαν βορειότερα στην Πελαγονία.
Οι Ορέστες, όπως και άλλα φύλα που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Άνω Μακεδονίας, είχαν μακεδονική καταγωγή, κατά το Θουκυδίδη. Τα φύλα αυτά, υπό την ηγεσία των Αργεάδων, κατέλαβαν την Εορδαία και στη συνέχεια την Ημαθία. Το κράτος της Ημαθίας, το οποίο επεκτάθηκε προς τη θάλασσα (Πέλλα) υπέταξε στη συνέχεια τα έθνη της Άνω Μακεδονίας και συνένωσε ολόκληρη τη Μακεδονία κάτω από το σκήπτρο των Αργεαδών.

Β.3. ΠΟΛΗ - ΙΣΤΟΡΙΑ - ΜΝΗΜΕΣ

Η Καστοριά είναι μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας, με μια μακραίωνη ιστορία που δεν μπορεί να σβηστεί από το χρόνο που περνά.

Απόδειξη αυτού είναι τα πλούσια προϊστορικά και αρχαιολογικά ευρήματα (ευρήματα ανθρώπινης εγκατάστασης κοντά στη λίμνη στο Δισπηλιό, το Αρμενοχώρι και αλλού...).

Ο νομός Καστοριάς κατοικήθηκε από τους νεολιθικούς χρόνους, όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα του Λιμναίου Οικισμού Δισπηλιού.

Γεωγραφικά η περιοχή συνδέεται με το αρχαίο μακεδονικό κράτος της "Ορεστιάδος" όπου ζούσαν οι αρχαίοι Ορέστες , έχοντας ως πρωτεύουσά τους το Άργος Ορεστικό. Από αυτή την περιοχή οι Μακεδόνες Βασιλείς άρχισαν να ενώνουν τα μικρά κράτη και δημιούργησαν το μεγάλο Μακεδονικό κράτος που είχε σαν πρωτεύουσα τις Αίγες (Βεργίνα) και αργότερα την Πέλλα.

Αρχικά ο Φίλιππος και αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος, ένωσαν το κράτος αυτό με τα υπόλοιπα Ελληνικά κράτη της εποχής τους.

Το 200 π.Χ. καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, κέντρο της περιοχής ήταν η πόλη Διοκλητιανούπολη, που ήταν χτισμένη στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το Άργος Ορεστικό. Στη Ρωμαϊκή περίοδο η Καστοριά είχε την ίδια τύχη με την υπόλοιπη Μακεδονία, όμως απέκτησε δόξα στους Βυζαντινούς χρόνους.

Στα βυζαντινά χρόνια, η πόλη της Καστοριάς οχυρώθηκε με τα Ιουστινιάνεια Τείχη, για να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της. Κατά διαστήματα καταλήφθηκε από τους Βούλγαρους, τους Νορμανδούς, τους Φράγκους, τους Σέρβους και το 1385 από τους Τούρκους.

Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, η Καστοριά ήταν ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Ελληνισμού και αποτέλεσε αφετηρία για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους. Η απελευθέρωση από τους Τούρκους ήρθε στις 11/11/1912.

Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, η περιοχή καταλήφθηκε από τους Γερμανούς από τους οποίους απελευθερώθηκε στα τέλη του 1944. Στην περιοχή της Καστοριάς γράφτηκαν και οι τελευταίες σελίδες του Εμφυλίου πολέμου της Ελλάδας (1944 - 1949).

Β.3.α. Η αρχαιολογική σκαπάνη αποκαλύπτει

Το 1932 ήταν χρονιά ξηρασίας. Η στάθμη της λίμνης της Καστοριάς είχε κατεβεί πολύ, σχεδόν ένα μέτρο. Αυτό το τυχαίο γεγονός αποκάλυψε στον καθηγητή της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αντώνη Κεραμόπουλο, την ύπαρξη πασάλων στην όχθη της λίμνης κοντά στην κοινότητα Δισπηλιού. Αναγνώρισε αμέσως τα ίχνη ενός πασσαλόπηκτου λιμναίου οικισμού, που παρέμεινε για αιώνες θαμμένος κάτω από τη λάσπη και τα νερά, ξεχασμένος ακόμα και από την προφορική παράδοση, τους θρύλους που επιμένουν να κρατούν, σε πείσμα του χρόνου, "ζωντανά" τα γεγονότα από γενιά σε γενιά. Τα ευρήματα που συγκεντρώθηκαν - κυρίως λίθινα εργαλεία -, έπειτα από σύντομη επιφανειακή έρευνα και μια ανασκαφή μικρής έκτασης, επιβεβαίωσαν την άποψη του Κεραμόπουλου για τη σπουδαιότητα της ανακάλυψης και βοήθησαν στη χρονολόγηση. Αρκετά χρόνια, το 1964, το φαινόμενο της ξηρασίας επαναλήφθηκε: οι πάσσαλοι εμφανίστηκαν ξανά. Ήταν πρώτης τάξης ευκαιρία για την τοπογράφηση της περιοχής. Την πραγματοποίησε ο Νικόλαος Μουτσόπουλος, καθηγητής της Αρχιτεκτονικής στο Α.Π.Θ. που εκείνη την εποχή μελετούσε στην περιοχή της Καστοριάς ρωμαϊκά και βυζαντινά μνημεία. Από το 1992 - 60 χρόνια μετά τον πρώτο εντοπισμό του οικισμού από τον Κεραμόπουλο - έχει ξεκινήσει συστηματική ανασκαφή με επικεφαλής τον Γιώργο Χουρμουζιάδη, καθηγητή της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, του οποίου μπορείτε να διαβάσετε μια συνέντευξη σχετική με το θέμα. Ο χώρος των ανασκαφών -το "νησάκι" όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι- βρίσκεται απέναντι από την πόλη της Καστοριάς, στις όχθες της ομώνυμης λίμνης, σε μικρή απόσταση από το χωριό Δισπηλιό. Οριοθετείται από την εκκλησία της Ανάληψης, το φυσικό όριο της λίμνης που ενισχύεται από πυκνή δεντροστοιχία και από ίχνη αρχαίου τείχους που αποδίδεται στον Αρχέλαο.


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Γ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Θα θέλατε να μας αναφέρετε τα σημαντικότερα ευρήματα;

"Όλα τα ευρήματα είναι σημαντικά για μας. Όμως, αν θέλαμε να ξεχωρίσουμε κάποια, σίγουρα θα ήταν η φλογέρα που βρήκαμε φέτος, δουλεμένη με κόκαλο αιγοπροβάτου, τέλεια στην κατασκευή. Και ένα μοναδικό ειδώλιο, από την άποψη ότι ο άνδρας που απεικονίζει εμφανίζει κύφωση και μια περίεργη για μας στάση. Τα δυο του πόδια είναι κομμένα στο ύψος των γονάτων, το αριστερό του χέρι καλύπτει την ήβη του ενώ το δεξί ακουμπά στην πλάτη, στο κόκκυγα. Δεν μπορούμε να πούμε ακόμα αν πρόκειται για πορτρέτο, για απεικόνιση φυσικής δυσπλασίας ή για υπέρβαση της πραγματικότητας".

Πολύς λόγος έγινε για την ξύλινη πινακίδα που βρέθηκε παλαιότερα και έχει χρονολογηθεί από το "Δημόκριτο" με άνθρακα 14, στα 5260 π.Χ. Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τα χαραγμένα σήματα γραφή;

"Αν ορίσουμε τη γραφή με το συμβατικό-φιλολογικό τρόπο, ως σύστημα γραμματικό και συντακτικό, όχι. Όμως, ίσως είναι πλέον καιρός ν' αναθεωρήσουμε την άποψη αυτή, γιατί δεν μπορούμε ν' αγνοήσουμε το γεγονός ότι μια καρδιά χαραγμένη σε δέντρο, λόγου χάριν, είναι ένα μήνυμα. Μας αποκαλύπτει ότι ο Γ. είναι ερωτευμένος με την Ε. Η ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνήσει, να μεταφέρει μηνύματα, είναι πιο παλιά απ' ό,τι μπορούμε να φανταστούμε".

Μια από τις προηγούμενες χρονιές, βρήκατε μια βάρκα, όμοια με τις σημερινές που χρησιμοποιούν οι ψαράδες της λίμνης. Πως είναι δυνατόν, επτά χιλιάδες χρόνια πριν, να έχουν καταλήξει στο συγκεκριμένο ιδανικό σχήμα που επαναλαμβάνεται ως σήμερα;

"Ο προϊστορικός άνθρωπος ήταν ορθολογιστής. Ό,τι κατασκεύαζε έμπαινε σε λογική χρήσης. Δεν έκανε τίποτα που να ξεπερνά τη δυνατότητα και τη διευκόλυνση των χρήσεων, γι' αυτό άλλωστε δεν είχε τέχνη. Η τέχνη ξεπερνά την απλή χρήση, είναι το "περιττό" στη ζωή. Ο άνθρωπος πολύ νωρίς επινόησε πρακτικές που η ουσία τους δεν έχει αλλάξει έως και σήμερα. Απλώς η τεχνολογία τις διευκόλυνε".

Τι χαρακτήρα θα μπορούσαμε να δώσουμε σ' αυτό τον οικισμό;

"Το βασικό μέλημα ήταν η επιβίωση και το σύνολο των δραστηριοτήτων στρεφόταν προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι τροφοπρομηθευτικές, δηλαδή. Τα ευρήματα συμπληρώνουν την εικόνα ενός γεωργοκτηνοτροφικού οικισμού. Όμως, η φλογέρα που προανέφερα, τα ίχνη χρωμάτων πάνω σε κομμάτια επιχρισμάτων των σπιτιών, η διακόσμηση σε αγγεία ξεπερνούν την απλή προσπάθεια επιβίωσης. Για να θυμηθούμε τον Μαρξ, στα χειρόγραφα
του 1844: "Ο άνθρωπος, όταν χορτάσει, αρχίζει να παράγει πολιτισμό με τους κανόνες της ομορφιάς και της ελευθερίας''.

Β.3.β Μια πόλη "ζωντανό" μνημείο Βυζαντινής τέχνης

Είναι η πόλη του βυζαντινού "Τιτουλάριου", η πόλη της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Αναπτύχθηκε και έγινε ένα σπουδαίο θρησκευτικό, εμπορικό, καλλιτεχνικό και στρατιωτικό κέντρο.

Σύμφωνα με τον Gregoire, το φημισμένο Βέλγο ειδικό της Βυζαντινής τέχνης: Η πόλη αυτή μπορεί να γράψει μόνη της την ιστορία της Βυζαντινής τέχνης.

Τα τείχη τα οποία κτίστηκαν από τον Ιουστινιανό και τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο είναι παραδείγματα του ενδιαφέροντος που έδειξαν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες εξαιτίας της στρατηγικής θέσης της Καστοριάς. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η Καστοριά είχε πολλούς διαπρεπείς δασκάλους του Ελληνικού πολιτισμού. Είχε ενεργό ρόλο στην προετοιμασία της επανάστασης του 1821 όπου συμμετείχε με ξεχωριστό σώμα μαχητών. Τον 19ο αιώνα πήρε μέρος στα επαναστατικά κινήματα με σκοπό να αποτινάξει τον Τούρκικο ζυγό.

Τα βυζαντινά μνημεία της Καστοριάς δεν έχουν μελετηθεί σε εύρος και συστηματικά στο σημείο που επιβάλλεται. Πολλές εκτιμήσεις, ιδίως στη χρονολόγηση, έρχονται σε διάσταση μεταξύ τους. Μήπως δεν είναι ανεδαφικό αίτημα η αξίωση αρκετών Καστοριανών για ίδρυση πανεπιστημιακής σχολής με αποκλειστικό αντικείμενο τα βυζαντινά μνημεία;

Γ.ΑΡΧΟΝΤΙΚΑ

Γ.1. ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Η κατασκευή των παραδοσιακών σπιτιών-αρχοντικών της Καστοριάς, που ανατρέχει στο 17ο ή 18ο αιώνα ήταν επηρεασμένη από την αρχιτεκτονική της βυζαντινής τεχνοτροπίας, η οποία εξυπηρετούσε τις βασικές ανάγκες εκείνης της εποχής, την ασφάλεια αλλά και την άνεση της πατριαρχικής οικογένειας. Τα αρχοντικά της Καστοριάς, που είναι περίφημα στην τυπολογία τους, αποτελούν τη συνέχεια του βυζαντινού σπιτιού, των δόμων, όπως θα λέγαμε, από τα οποία σήμερα ελάχιστα σώζονται στη γειτονιά του Πατριαρχείου μας, στο Φανάρι. Τα πιο γνωστά αρχοντικά που διαφυλάσσονται ως και σήμερα, είναι τα εξής: αδελφών Εμμανουήλ, Νεράντζη Αϊβάζη, Νατζή, Μπασσάρα κ.τ.λ.

Τριώροφα σπίτια χτισμένα σε επικλινές έδαφος με τα υπόγεια μισοσκαμμένα σε βράχο. Έχουν έντονο φρουριακό χαρακτήρα και δεσπόζουν με τον όγκο τους. Χαρακτηριστικό στοιχείο τα παράθυρα. Λίγα και μικρά μαζί με τους αεραγωγούς στο υπόγειο, ανεβαίνοντας τους ορόφους, πληθαίνουν και μεγαλώνουν, ιδίως στον τελευταίο όροφο. Επίσης, γενικό χαρακτηριστικό στο αρχοντικό της Καστοριάς είναι το έντονο γείσωμα της στέγης. Οι τοίχοι των δύο κάτω ορόφων ήταν πέτρινοι, ενώ του τρίτου ξυλόκτιστος και ασβεστωμένος ή κτισμένος με τούβλα. Ο τελευταίος όροφος, στη μια ή και στις δυο πλευρές του, προεξείχε ένα περίπου μέτρο από τον πέτρινο τοίχο πάνω στον οποίο στηριζόταν με δρύινα καμπύλα στηρίγματα. Η προεξοχή αυτή ονομαζόταν σαχνισί. Η στέγη ήταν ξύλινη από σκληρά και ανθεκτικά ξύλα με αρκετά μεγάλη κλίση που σκοπό είχε την γρήγορη και εύκολη απομάκρυνση των χιονιών από τη στέγη σε περιόδους μεγάλων χιονοπτώσεων.

Ο πυρήνας, το πρωταρχικό τους κύτταρο είναι ο τρίκλινος, δηλαδή ο ένας και μοναδικός χώρος όπου υπήρχαν γύρω οι οντάδες σε σχήμα Π, ένα τρίβιλο, δηλαδή δύο κολονίτσες που σχημάτιζαν τρία βίλα σκεπασμένα, ένας προθάλαμος και ελάχιστα βοηθητικά. Αυτό ήταν το σπίτι. Το σπουδαίο είναι η βυζαντινή και μεταβυζαντινή κατοικία ανακάλυψε την πολλαπλότητα του χώρου, αντίληψη που μοιάζει με την ιαπωνική και την οποία τείνει να επαναφέρει η σημερινή αρχιτεκτονική μας. Αυτός ο ένας χώρος, αλλάζοντας τα στρωσίδια, γινόταν vυχτερινός χώρος ύπνου. Κρύβοντας όλα τα κινητά αντικείμενα μέσα στις εντοιχισμένες ντουλάπες, τις μουσάντρες, από την τουρκική λέξη μουσαντιρά που σημαίνει ντουλάπι, τον καθάριζαν και τον έκαναν χώρο υποδοχής, χώρο διημέρευσης και ό,τι άλλο μπορείτε να φαντασθείτε.

Στην εξωτερική αυλή κάθε αρχοντικού χτιζόταν το χαγιάτι. Ένα ισόγειο κτίσμα που δεν είχε την επιμέλεια κατασκευής του σπιτιού, σε σχήμα ορθογώνιο, που η μια πλευρά του έμενε ανοιχτή ενώ η στέγη στο σημείο εκείνο στηριζόταν σε ξύλινες κολόνες. Εξυπηρετούσε τις βιοτικές ανάγκες του σπιτιού και σε αυτόν τον χώρο γινόταν και το πλύσιμο. Το χαγιάτι, ένα από τα πρωταρχικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής μας παράδοσης, ήταν ο χώρος όπου η οικογένεια περνούσε τον μισό της χρόνο τα καλοκαίρια, ενώ το χειμώνα στον τρίκλινο. Μετά είναι όλες οι ποικίλες παραλλαγές που έλαβε η βυζαντινή κάτοψη των σπιτιών με τις προεξοχές στους ορόφους, τα περίφημα σαχνισιά, λέξη που προέρχεται από την ιρανική σαχ νισίν, ο θρόνος του Σάχη και όλα αυτά τα στοιχεία τα οποία τα βλέπουμε ολοζώντανα στη μακεδονική μας αρχιτεκτονική και γενικότερα στη βαλκανική αρχιτεκτονική, που είναι επιρροές από τη βυζαντινή.

Στον κήπο, έναν χώρο που καταλάμβανε την έκταση που βρισκόταν ανάμεσα από την εξωτερική αυλή και την αβγατή και χωριζόταν σε δύο τμήματα, ένα προς την λίμνη για τα κηπευτικά και ένα για τα οπωρικά, ή σπανιότερα στην αυλή σχεδόν κάθε σπιτιού υπήρχε το πηγάδι. Τα πηγάδια την εποχή εκείνη, αποτελούσαν τις στέρνες των κατοπινών εποχών και λειτουργούσαν σαν τους σύγχρονους θερμοσίφωνες και τα ψυγεία, αφού διατηρούσαν ζεστό νερό το χειμώνα και κρύο το καλοκαίρι για την διατήρηση πολλών τροφίμων. Είχαν διάμετρο ένα ως ενάμιση μέτρο και το βάθος τους σχετίζονταν με την επιφάνεια του λιμνίσιου νερού, αν τροφοδοτούνταν απ' τη λίμνη, ή του υδάτινου στρώματος, άσχετου με τη λίμνη, αν τροφοδοτούνταν απ' αυτό. Το στόμιο του πηγαδιού καλύπτονταν με ένα στρογγυλό ή τετράγωνο ξύλινο σκέπασμα και τα τοιχώματά του ασπρίζονταν με ασβέστη. Το νερό το ανέβαζαν με κουβάδες τραβώντας τους με σχοινιά ή εφαρμόζοντας ένα είδος αυτοσχέδιου βαρούλκου, μηχανής για την ανύψωση βαρών.

Η αβγατή, όπως δίνεται στην τοπική λαϊκή ερμηνεία της λέξης, ήταν ένας χώρος που σήμαινε το αποτελείωμα της ιδιοκτησίας γης που κατέληγε στην λίμνη. Η αβγατή δημιουργούσε και δικαίωμα πάνω σε μια στενή ζώνη της λίμνης που το μήκος της ήταν όσο και η παρόχθια έκταση της αβγατής, ενώ το πλάτος της όσο και το μήκος ενός Καστοριανού Καραβιού, ήταν δηλαδή ένα είδος μικροσκοπικής αιγιαλίτιδος ζώνης, όπου δεν υπήρχε το δικαίωμα της προσέγγισης ξένου καραβιού.

Η εσωτερική αυλή ήταν ο πρώτος χώρος ενός σπιτιού μπαίνοντας και συνήθως βρισκόταν στο επίπεδο του κήπου. Στην περίπτωση αυτή η εξωτερική είσοδος, που συχνά ήταν τοξωτή με πέτρινο πλαίσιο και δυο ξύλινα θυρόφυλλα με μεγάλα καρφιά και μεντεσέδες, οδηγούσε κατευθείαν στον πρώτο όροφο ή στην σκάλα του. Η έκταση και το σχήμα της αυλής διέφεραν σε κάθε σπίτι. Ήταν μια πλακόστρωτη επιφάνεια σε σχήμα τετραγώνου ή ορθογωνίου που κάλυπτε είκοσι ως εικοσιπέντε τετραγωνικά μέτρα. Σ' ένα σημείο της βρισκόταν η σκάλα για το πρώτο πάτωμα και περιφερειακά το υπόγειο, το ζυμωτάρι και το κελάρι. Η λέξη "κελάρι" προέρχεται από το λατινικό cellarium. Έτσι λέγονταν στην Βυζαντινή περίοδο, μεταφερμένο από την Ρωμαϊκή γλωσσική κληρονομιά το δωμάτιο που χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη τροφίμων αλλά και ως χώρος διαφυλάξεως ειδών ρουχισμού. Κάτω από το πατάρι υπήρχε ένας χώρος ειδικά διαμορφωμένος σε αποθήκη όπου αράδιαζαν τα ξύλα, άκοφτα για το τζάκι. Επίσης κλήματα για προσάναμμα, δαδιά και κάρβουνα δενδρίσια.

Ανάμεσα από την αυλή του ισογείου και τον όροφο υπήρχε ένα μικρό τμήμα, όσο ο χώρος δυο μικρότερων δωματίων και ενός παταριού, όπου στηριζόταν το κλιμακοστάσιο. Έτσι η αυλή διατηρούσε άνεση χώρου, αερισμό και φως που της ήταν απαραίτητα για τον σκοπό που προοριζόταν. Σε μερικά αρχοντικά το μεσοπάτωμα έπαιρνε περιφερειακή διάταξη, αφήνοντας στο κέντρο τετραγωνικό ή ορθογώνιο άνοιγμα για την αυλή. Το μεσοπάτωμα χωριζόταν σε δυο τμήματα. Στο δυτικό, με το καλοκαιρινό καθημερινό δωμάτιο, και στο ανατολικό με το καθημερινό χειμωνιάτικο και το πατάρι του.

Καστοριανό σαλόνι στις αρχές του αιώνα. Αναπαράσταση στον καλόν οντά του Αρχοντικού Αϊβάζη (Λαογραφικό Μουσείο). Εντοιχισμένες ξύλινες ντουλάπες, οι επιφάνειες γεμάτες διακοσμητικά μοτίβα, κυρίως φυτόμορφα, ακόμη και στην ξύλινη επένδυση. Στις τρεις πλευρές, χαμηλά καθίσματα και το καθένα με αντίστοιχο όνομα (τικλίζια, μιντέρια κ.λπ.). Τα παράθυρα-φεγγίτες, με χρωματιστά γυαλάκια (βιτρό), σε γεωμετρικά ή φυτικά σχέδια... Η καλύτερη σπουδή για απαιτητικούς αρχιτέκτονες εσωτερικού χώρου.

Το καλοκαιρινό καθημερινό δωμάτιο χρησιμοποιούνταν από την οικογένεια σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ήταν δροσερό και βρισκόταν κοντά στους χώρους που εργαζόταν η οικογένεια όλο το καλοκαίρι δηλ. την εσωτερική και εξωτερική αυλή, τον κήπο το χαγιάτι και τα υπόγεια. Όπως όλα τα δωμάτια είχε και αυτό διπλές πόρτες με τετραγωνικό προθαλαμίσκο για λόγους ασφαλείας. Ο αερισμός, ο φωτισμός και η θέα του εξασφαλίζονταν από χαμηλά παράθυρα που χωρίζονταν από ένα ξύλινο κιονίσκο. Η διακοσμητική του δωματίου περιελάμβανε το ξύλινο ταβάνι που χωριζόταν από τους τοίχους με ένα κοίλο κυμάτιο και στο κέντρο του υπήρχε μια σιδερένια "καρκέλλα" από όπου κρεμόταν ο πολυέλαιος. Οι γωνιές του ταβανιού, το κοίλο κυμάτιο και οι τοίχοι του ήταν ζωγραφισμένοι με πολύχρωμα και ποικιλόσχημα σχέδια.

Το χειμωνιάτικο καθημερινό δωμάτιο χρησιμοποιούνταν καθ' όλη τη διάρκεια του χειμώνα. Η είσοδος του είχε κι αυτή δύο πόρτες με τετραγωνικό προθαλαμίσκο για ασφάλεια αλλά και για να διαφυλάττει τη θερμή ατμόσφαιρά του.

Το πατάρι, πρόβαλλε σαν εξώστης προς το εσωτερικό της αυλής και χρησίμευε σαν βάση του κλιμακοστασίου του αρχοντικού από όπου συνεχιζόταν η απότομη ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στον όροφο. Χρησιμοποιούνταν παράλληλα και σαν βοηθητικός χώρος του μεσοπατώματος γιατί εκεί βρίσκονταν η καρότσα όπου φυλάγονταν και αερίζονταν τα φαγητά της ημέρας. Στους τοίχους του παταριού κρέμονταν συνήθως σύνεργα του νοικοκυριού της καθημερινής χρήσεως όπως μαλάθες, καλάθια, η ομπρέλα.

Στην κορυφή της ξύλινης σκάλας βρίσκεται ο πρώτος όροφος. Τα σπίτια, για τις κοινωνικές ανάγκες χρειάζονταν απαραίτητα κάποιο ανοιχτό χώρο, τον δοξάτο, ο οποίος πήρε την ονομασία του από τις τοξοστοιχίες των αρχοντικών. Ήταν ένας αρκετά ευρύς χώρος σε σχήμα ορθογωνίου ή τετραγώνου που στη μια ή στις δυο αντικρινές πλευρές του είχε τα κιόσκια. Οι τοίχοι του δοξάτου ήταν διακοσμημένοι με μεγάλες οικογενειακές φωτογραφίες, έναν μεγάλο καθρέφτη και πίνακες ζωγραφικής. Η οροφή του ήταν ξυλόγλυπτη με μικρά χρωματιστά πλαίσια και στη μέση ένα πολύγωνο, που ξεχώριζε από την διακοσμητική του επένδυση. Στο δουξάτο έμπαινε άπλετο φως από τα πολλά παράθυρα τα οποία είχε και που σε ορισμένα σπίτια είχαν και διακοσμητικά χρωματιστά τζάμια.

Εσωτερικό από το αρχοντικό του Νεράντζη Αϊβάζη

Ο δουξάτος μαζι με την θεωρούμενη προέκτασή του, την κρεββάτα, αποτελούσαν χώρους κοσμικών τελετών. Η ζωγραφική διακόσμηση της κρεββάτας ήταν φανταχτερή και κάλυπτε όλες τις επιφάνειες της, του ταβανιού, των τοίχων, των παραθύρων. Διέθετε φεγγίτες για τον καλύτερο φωτισμό της. Στο κέντρο του δαπέδου βρισκόταν ο σοφράς με το μεταξωτό κεντητό και χρωματιστό κάλυμμα του και από τον νταμπλά του ταβανιού της κρεμόταν ο πολυέλαιος.

Ο αλιακός ήταν άλλος ένας χώρος του πρώτου ορόφου όπου είχε ψυχαγωγικούς σκοπούς ή εξυπηρετούσε κάποιες βιοτικές ανάγκες όπως το στέγνωμα των ρούχων. Το ταβάνι της στέγης του που στηριζόταν με δύο ξύλινους κίονες στο δάπεδο του, είχε την ίδια διακόσμηση με το ταβάνι του δοξάτου.

Ο καλός χειμωνιάτικος οντάς ήταν ένας ευρύχωρος και άνετος χώρος δίπλα στον δοξάτο που η είσοδος του δεν βρισκόταν σε άμεση επαφή μαζί του αλλά σε έμμεση με έναν προθάλαμο. είχε παράθυρα με αντίστοιχους φεγγίτες στην επάνω σειρά για τον καλύτερο φωτισμό του. Στην οροφή υπήρχε ένα φάτνωμα μεγάλο, κυκλικού σχήματος, από όπου με έναν κρίκο, κρέμονταν ο πολυέλαιος.

Το μεσαίο δωμάτιο ήταν ένας άλλος χώρος μπαίνοντας από την αριστερή πόρτα του προθαλάμου. Ήταν απλό, αδιακόσμητο, με ξύλινο ταβάνι, με δύο ή τρία το πολύ παράθυρα χωρίς φεγγίτες. Δεν είχε τζάκι και μάλλον χρησιμοποιούνταν ως βοηθητικό δωμάτιο-κελάρι ή εργαστήρια αργαλειού ή ίσως κοιτώνας της υπηρεσίας του σπιτιού.

Εσωτερικό από το αρχοντικό του Νεράντζη Αϊβάζη

Πάνω από το μεσαίο δωμάτιο και στην ίδια έκταση του, χαμηλοτάβανο και αυτό, βρισκόταν το υπερώο που χρησιμοποιούνταν για τη διαμονή των κοριτσιών στη διάρκεια των κοσμικών τελετών του δοξάτου. Το δωμάτιο ήταν αταβάνωτο με κιόσκι. Ενδεικτικό στοιχείο ακριβώς συντηρητικού πνεύματος της εποχής της δουλείας όπου τα δικαιώματα της γυναίκας στη ζωή, θυσιάζονταν στην σκοπιμότητα της ασφάλειας της.

Η καλή κάμαρη, ήταν η πολυτελής αίθουσα υποδοχής. Είχε ένα κιόσκι του οποίου το στρώσιμο έφερε πάντα τη σφραγίδα της γυναικείας επιμέλειας και καλαισθησίας. Παράθυρα στο χαμηλό επίπεδο του κιόσκι και αντίστοιχοι φεγγίτες της πάνω σειράς εξασφάλιζαν το φωτισμό της κάμαρης αλλά και τη θέα. Η ζωγραφική διακοσμητική ήταν πλούσια και κάλυπτε όλες τις επιφάνειες των τοίχων και της οροφής.

Στον δεύτερο όροφο βρισκόταν τα υπνοδωμάτια της οικογένειας. Περίτεχνα διακοσμημένα με ζωγραφιές ή συχνά με πολλά ξυλόγλυπτα στις πόρτες των δωματίων και στις οροφές.

Γ.2. ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Τα αρχοντικά ανάλογα με την κλίση του εδάφους ήταν και τριώροφα και τετραώροφα. Τυχαίνει να βλέπεις στο πίσω μέρος το ισόγειο, απ΄όπου μπαίνει κανείς στους οντάδες και μετά να κατεβαίνεις τρεις και τέσσερις ορόφους για να πας στους άλλους χώρους. Όταν δεν υπήρχε κλίση, ήταν μόνο το ισόγειο, το μεσοπάτωμα και ο όροφος. Γενικά στα αρχοντικά της Καστοριάς υπάρχει μια ισορροπία σε σχέση με το περιβάλλον, διατηρούν ακέραιες τις αρετές του μέτρου και της ανθρώπινης κλίμακας. Για παράδειγμα, το μικρό εκκλησάκι, συντροφευμένο με ένα αρχοντικό κρατάει την κλίμακά του και εντάσσεται στο τοπίο. Αν στη θέση των αρχοντικών σηκώσεις μια οκταώροφη πολυκατοικία, η κλίμακα χάνεται, το εκκλησάκι εκμηδενίζεται. Μια από τις αρετές τωv Βυζαντινών και της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής ήταν η κλίμακα και η διδαχή. Μπορούσαν με τα ευτελέστερα υλικά, έναν απειροελάχιστο χώρο να τον κάνουν άπειρο, συλλογικό και απέραντο που διατηρούσε τις αξίες του υψηλού. Ήταν τόσο όμορφα αυτά τα αρχοντικά σπίτια, που έχουμε μαρτυρίες γραπτές για φθόνο μεγάλο των Τούρκων που τα ζηλεύανε και τα τραγουδούσανε και τους έβγαζαν τραγούδια και ονόματα. Τα μεγάλα σπίτια που για πρώτη φορά απέκτησαν τζαμλίκια και ξύλινα παράθυρα τα αποκαλούσαν κιρκ πεντζέρ, τα σαράντα παράθυρα.

Οι Τούρκοι όταν λένε κιρκ εννοούν το άπειρο, όπως εμείς λέμε μύρια ή χίλια. Οι ίδιοι οι μπέηδες είχανε μερικά αρχοντικά, πάντοτε όμως τα ελληνικά ήταν καλύτερα. Γιατί ο Έλληνας λατρεύει το σπίτι του. Κι αν ξενιτεύτηκε κι αν πέθανε στην ξενιτειά, την περιουσία του όλη θα την έστελνε στην πατρίδα του για να κτιστεί ένα αρχοντικό. Όπως ο Γεώργιος Σβαρντς, έχτισε το αρχοντικό του, δεν έζησε όμως ποτέ εκεί. Πέθανε στη φυλακή, στη Βιέννη.

Τα χέρια που έφτιαξαν αυτά τα σπίτια ήταν Έλληνες Μακεδόνες, Ηπειρώτες μάστορες, οι οποίοι ταξίδευαν από τα χωριά της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Βόρειας Ηπείρου σε όλον το Βαλκανικό χώρο και σ΄ όλη τη Μικρά Ασία. Ήταν μια περίοδος τοπικής αναγέννησης και οικονομικής άνθησης, με έντονη εμπορική κίνηση στα χρόνια της Τουρκοκρατίας εξαιτίας της περίφημης καστοριανής γούνας, με τους χορδάδες. Ήταν λογικό λοιπόν εκεί να δημιουργηθούν μερικά από τα πιο σπουδαία αρχοντικά.


Γ.3. ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΠΟΥ ΧΤΙΣΤΗΚΑΝ

Τις εποχές που χτίστηκαν τα αρχοντικά μπορούμε να τις προσδιορίσουμε από το 1710 ως το 1725, μετά έχουμε μια διακοπή και στη συνέχεια από το 1760 ως το τέλος του αιώνα. ήταν τότε που υπογράφηκαν διάφορες διεθνείς συνθήκες και επικράτησε ειρήνη και ελευθερία ενδοεπικοινωνίας στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη. Γιατί ο σύνδεσμος όλων αυτών των πραγμάτων είναι τα καραβάνια των βλάχων κερατζήδων, που ξεκινούσαν από τα χωριά του Ολύμπου και μετέφεραν ορισμένες ημερομηνίες κάθε έτος, τις πραμάτειες τους, τα βαμμένα κόκκινα νήματα, την ερυθροβαφή των νημάτων του μπαμπακιού στα Αμπελάκια, τις γούνες με τους χορδάδες στην Καστοριά, τις πρώτες ύλες απ΄έξω κ.λπ.

Εκτός από τα σπουδαία αρχοντικά της Καστοριάς, αξιόλογα αρχοντικά υπάρχουν και σε άλλες ελληνικές πόλεις όπως η Κοζάνη, η Βέροια, η Σιάτιστα και όλες οι πόλεις του ελληνισμού της Διασποράς στα Βαλκάνια, πόλεις όπου το ελληνικό στοιχείο αναπτύχθηκε εμπορικά, πνευματικά και οικονομικά και δημιούργησε αυτόν τον πλούτο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τον οποίο εκδήλωνε εξωτερικά με την ανέγερση ενός πολυτελούς αρχοντικού στη γενέτειρά του.

Γ.4. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΧΡΗΣΗ

Εμείς σήμερα πολλά θα μπορούσαμε να διδαχθούμε από αυτά τα αρχοντικά. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, να τα μιμηθούμε, γιατί είναι αδύνατον με τα σημερινά μέσα, αλλά ούτε και να τα μετατρέψουμε σε νεκρούς μουσειακούς χώρους. Εκτός από τη διατήρησή τους που είναι αναγκαία, αφού πολλά από αυτά σήμερα χαροπαλεύουν χωρίς καμιά συντήρηση, να τους δοθεί και κάποια χρήση. Γιατί αν δε δώσεις κάποια χρήση σε ένα κτίριο το οποίο αναστηλώνεις ή καλύτερα αναβιώνεις, είναι μοιραίο να συνεχίσει να γερνάει και να καταστρέφεται, όντας ανακαινισμένο ή χαρακτηρισμένο διατηρητέο. Ποικίλες χρήσεις θα μπορούσαν να αναλάβουν αυτά τα αρχοντικά ως συνεδριακά κέντρα, ως κατοικίες πνευματικών ανθρώπων, καλλιτεχνών. Με διάφορα προγράμματα αναπτυξιακά μπορούν να πηγαίνουν εκεί τα καλοκαίρια γλύπτες, να κάνουν τις Εκθέσεις τους.

Πρέπει να γίνουν Ινστιτούτα όπου όλοι όσοι έχουν τις προϋποθέσεις, ειδικοί επιστήμονες να εργάζονται συνέχεια σε πόλεις όπως η Καστοριά και να εκπαιδεύουν νέους ανθρώπους στην αναστήλωση του τσατμά, της πέτρας, των κονιαμάτων κ.λπ. Έχουμε όχι μόνο ανάγκη γι΄ αυτά, αλλά ακόμη κι αν καλύψουμε τις δικές μας ανάγκες, όλη η καθ΄ημάς Ανατολή "διψάει" για τέτοιους τεχνίτες.

Γενικά θα μπορούσαμε να διδαχθούμε πάρα πολλά από τα αρχοντικά της πόλης μας. Όχι να τα αντιγράφουμε σαν χαλκομανίες. Να εμπνευσθούμε από αυτά και η νέα μας εθνική αρχιτεκτονική, που είναι και η τελευταία τάση της UNESCO, να έχει ρίζες στην εθνική μας παράδοση. Γιατί μόνον έτσι οι λαοί αναγνωρίζονται.

Γ.5. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Επικοινωνία δεν υπήρχε ανάμεσα στα σπίτια ποτέ παρά μόνο με τις πλάβες, τα καράβια της λίμνης, μπορούσε π.χ. κάποιος να πάει στην Παναγία τη Μαυριώτισσα ή να κάνει μια επίσκεψη. Γιατί όλα τα μεγάλα αρχοντικά που ήταν παραλίμνια, στο Απόζαρι, στο Ντολτσό, έφταναν μέχρι τη λίμνη με τις αυλές τους που τις έλεγαν αβγατές και είχανε και τη βάρκα τους μπροστά. Στο πίσω μέρος του σπιτιού, υπήρχαν τα στενά καλντεριμωμένα δρομάκια, οι ούλτσες, όπως τα λεν οι Καστοριανοί, όπου οι κυράδες της Καστοριάς έβγαιναν τα απομεσήμερα ή τα βράδια και αντάλλασσαν τις εμπειρίες τους και τα κουτσομπολιά.

Στενό στην περιοχή Ντουλτσό.
Στις ούλτσες οι Καστοριανές κυράδες αντάλλασσαν εμπειρίες και κουτσομπολιά.

Δ. ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΝΑΟΙ

Δ.1. ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ


Η οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη της πόλης κατά την περίοδο βασιλείας του Αλεξίου Α΄Κομνηνού (1081-1118) φαίνεται και από τον αριθμό των ναών της περιόδου αυτής. Από τους 75 περίπου ναούς της πόλης και της περιοχής της οι 40 είναι βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί ναοί, οι οποίοι χτίστηκαν κατά την περίοδο του 11ου μέχρι και τον 13ο αιώνα και ανακαινίστηκαν κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. Οι αρχαιότεροι ναοί είναι τέσσερις. Από αυτούς οι τρεις είναι εκκλησίες βασιλικές (Άγιοι Ανάργυροι, Ταξιάρχαι, Άγιος Στέφανος) και ο τέταρτος ναός σταυροειδής με τρούλο (Παναγία Κουμπελίδικη).

Οι 75 βυζαντινές και άλλες εκκλησίες είναι δείγματα ενός υψηλού πολιτισμού και κοινωνικότητας της πόλης. Μπορεί κανείς να δει εδώ τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της Βασιλικής σε εκκλησίες όπως ο Άγιος Στέφανος, οι Άγιοι Ανάργυροι, οι Ταξιάρχες, μονόκλιτες βασιλικές όπως ο Αγιος Νικόλαος του Κασνίτση, το μοναστήρι της Παναγίας της Μαυριώτισσας και την Παναγία Γκουμπελίδικη. Όλες είναι εκπληκτικά κτισμένες με εξαιρετική δομή χρησιμοποιώντας ντόπια υλικά με περίπλοκα σχήματα και χρώματα που βγήκαν από το καλό γούστο των μαστόρων. Οι εξωτερικοί τοίχοι είναι στολισμένοι με κεραμικές συνθέσεις. Οι εσωτερικές τοιχογραφίες έχουν μεγάλη εκφραστική δύναμη, που εξηγούν την μεταφυσική του Χριστιανισμού και του Ελληνο-Χριστιανικού πνεύματος.

Στους άλλους ναΐσκους της περιοχής, που έχουν ανακαινιστεί στην ύστερη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο (14ος - 17ος αι.), η αρχιτεκτονική είναι απλή και η τοιχοποιία δεν παρουσιάζει συστηματική κεραμική διακόσμηση, αλλά στο εσωτερικό των ναών υπάρχει πλούσιο θεματολόγιο τοιχογραφιών της μεταβυζαντινής κυρίως περιόδου. Οι ναΐσκοι Άγιος Γεώργιος, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Αθανάσιος, Παναγία Βλαχέρνα κ.τ.λ. είναι χαρακτηριστικά δείγματα των τάσεων της ύστερης βυζαντινής και της μεταβυζαντινής περιόδου στην αρχιτεκτονική της περιοχής και συνθέτουν ένα τέλειο συγκρότημα μνημείων για την παρακολούθηση της πνευματικής κίνησης της Καστοριάς.

Δ.2. ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

Άγιος Στέφανος από Ν.Α.

Μέσα σ' έναν περίγυρο από παραδοσιακά σπίτια, που σιγά σιγά εξαφανίζονται για ν' αντικατασταθούν από τις άχαρες σύγχρονες πολυκατοικίες, βρίσκεται πάνω σ' ένα ελαφρό ύψωμα στη ΒΑ πλευρά της Καστοριάς ο ναός του Αγίου Στεφάνου.

Από τις δύο γραπτές επιγραφές που διασώθηκαν τίποτα συγκεκριμένο δεν προκύπτει για την ιστορία του μνημείου και τη χρονολόγησή του.

Η έλλειψη ιστορικών στοιχείων οδήγησε όσους μελέτησαν το ναό και τις τοιχογραφίες του σε διαφορετικά συμπεράσματα και χρονολογίες. Ο Α. Ορλανδός, ο πρώτος συστηματικός μελετητής των μνημείων της Καστοριάς, δεν ασχολήθηκε ούτε με την χρονολόγηση του αρχιτεκτονήματος ούτε με τις αρχαιότερες τοιχογραφίες του πρώτου στρώματος. Νεώτερες έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο ναός και οι αρχαιότερες τοιχογραφίες του πρέπει να χρονολογηθούν στα μέσα του 9ου αιώνα, οι τοιχογραφίες του δεύτερου στρώματος στο τέλος του 12ου και στο 13ο και μία ομάδα άλλων τοιχογραφιών που είναι σκόρπιες σ' όλο το ναό στο 14ο αιώνα.

Αρχιτεκτονική: Ο ναός είναι βασιλική "ανατολικού" τύπου. Χωρίζεται σε τρία κλίτη με τοίχους που φέρουν καθένας από δύο συμμετρικά τοξωτά ανοίγματα, που επιτρέπουν την επικοινωνία με το κεντρικό κλίτος. Ο νάρθηκας εκτείνεται σε όλο το πλάτος της δυτικής πλευράς. Με τρεις τοξωτές πόρτες, μία κεντρική και δύο πλάγιες, επικοινωνεί με τον κυρίως ναό. Στο υπερώο, επάνω στο νάρθηκα, οδηγεί στενή σκάλα. Στο νότιο τμήμα του υπερώου διαμορφώνεται περιορισμένων διαστάσεων παρεκκλήσιο το λεγόμενο από τους Καστοριανούς "ασκηταριό".

Η διατήρηση του μνημείου είναι καλή. Η προσθήκη μόνο, πριν από πενήντα χρόνια, του κακότεχνου προστώου που περιβάλλει την εκκλησία από τη βόρεια και τη δυτική πλευρά, αλλοίωσε -σύμφωνα με τους ειδικούς- την αρμονία των αναλογιών του και βάρυνε το σύνολο.

Χριστός ο Ελεήμων (ναός Αγίου Στεφάνου)

Ζωγραφική: Η αρχιτεκτονική αυτή διάρθρωση του ναού περιορίζει τις προσφερόμενες επιφάνειες για την ιστόρηση του μνημείου. Δύο στρώματα τοιχογραφιών διατηρήθηκαν αρκετά κατεστραμμένα και ελάχιστες μεταγενέστερες παραστάσεις σκέπασαν τις αρχαιότερες στα κάτω τμήματα του τοίχου.

Θρύλος: Οι Καστοριανοί πιστεύουν πως στον ναό ασκήτεψε ο Άγιος Στέφανος. Αυτό βέβαια αναφέρεται στον κόσμο του θρύλου. Πιθανότατα πάντως, η ονομασία του ναού Άγιος Στέφανος, οφείλεται στην τοιχογραφία του Αγίου, που δεσπόζει στο χτιστό τέμπλο του "Ασκηταριού" και αν τούτο αληθεύει, τότε θα πρέπει να δόθηκε το όνομα σε κάποια μεταγενέστερη εποχή.

Δ.3. ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ

Άγιοι Ανάργυροι από Ν.Α.

Από τις μεγαλύτερες εκκλησίες της Καστοριάς ο ναός των Αγίων Αναργύρων υψώνεται μεγαλοπρεπής στην απότομη πλαγιά της βόρειας πλευράς της πόλης. Οι Άγιοι Ανάργυροι είναι κτίσμα του 11ου αιώνα. Τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα, από τις μεγαλύτερες της Καστοριάς. Στην τοιχοποιία οι πλίνθοι (βάσαλοι κατά τους Βυζαντινούς), είναι τοποθετημένοι έτσι, ώστε να σχηματίζουν σειρά από διακοσμητικά σχέδια. Κεραμοπλαστική διακόσμηση με ήλιους, ρόμβους, χριστόγραμμα κ.ά. Επίσης είναι η μόνη εκκλησία στην Καστοριά, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, με γλυπτό μαρμάρινο διάκοσμο. Η τοιχοποιία από ισόδομους λίθους παρουσιάζει πλούσιο κεραμεικό διάκοσμο, κομψό και περίτεχνο σύστημα παραθύρων που ρυθμίζουν το εσωτερικό φωτισμό του ναού, αρμονικό σύστημα θόλων και κομψές τοιχογραφίες.

Ιστορικές μαρτυρίες για το μνημείο δεν υπάρχουν εκτός από δυο γραπτές επιγραφές, μία στο τύμπανο πάνω από τη βασίλεια πύλη και η άλλη, σε τρία χωρισμένη, δίπλα από κάθε πρόσωπο των κτητόρων, οι οποίοι εικονίζονται στη βόρεια πλευρά του τοίχου που χωρίζει το βόρειο από το κεντρικό κλίτος. Οι περιγραφές πληροφορούν ότι το ναό, που με το πέρασμα του χρόνου είχε αρχίσει να καταστρέφεται, ανακαίνισαν και του έδωσαν την προηγούμενή του λαμπρότητά του ο Θεόδωρος Λημνιώτης και η σύζυγος του Άννα Ραδηνή και τον αφιέρωσαν στους άγιους Ανάργυρους.

Η ανακαίνιση που αναφέρουν οι επιγραφές βεβαιώθηκε και από τις έρευνες που έγιναν στο ναό κατά την αναστήλωση του στα έτη 1950-1951. Συνίσταται στην αντικατάσταση της ημικυλινδρικής καμάρας, που στέγαζε το κεντρικό κλίτος με αμφικλινή στέγη ξύλινη, σε άλλες μικρότερες και μάλλον ασήμαντες μετασκευές και στην επανιστόρηση του ναού σε νέο στρώμα (β') χωρίς να καταστραφεί το αρχικό στρώμα των τοιχογραφιών. Στο νάρθηκα έχουν αποκαλυφθεί δύο στρώματα τοιχογραφίας: του 11ου αι. το πρώτο και του 12ου το δεύτερο. Δεν αποκλείεται η δεύτερη τοιχογράφηση να ακολούθησε θεματικά την πρώτη.

Αρχιτεκτονική: Ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα, τετράγωνη στην κάτοψη με βραχύτερη την βόρεια πλευρά. Αρχικά και τα τρία κλίτη καλύπτονταν με ημικυλινδρικές καμάρες, που από παλιά είχαν πέσει προξενώντας τραυματισμούς στους εξωτερικούς τοίχους του ναού, ιδίως στο βόρειο και τον ανατολικό.

Ο νάρθηκας στεγάζεται με έναν κεντρικό υπερυψωμένο κυλινδρικό θόλο, κατά τον άξονα του ναού. Η κύρια είσοδος βρίσκεται στον άξονα της δυτικής πλευράς του νάρθηκα. Μια άλλη δευτερεύουσα υπάρχει στη μεσημβρινή πλευρά του ναού. Από δύο πόρτες γίνεται η επικοινωνία από το νάρθηκα στον ναό (αρχικά είχαν κατασκευαστεί τρεις αλλά η μία καταργήθηκε από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια). Η μία βρίσκεται στον άξονα του κεντρικού κλίτους κι άλλη εξυπηρετεί την επικοινωνία με το βόρειο κλίτος.

Ο διαχωριστικός τοίχος, μεταξύ του κεντρικού κλίτους και του μεσημβρινού, εμποδίζει την επικοινωνία του ιερού με το χώρο που θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι εξυπηρετούσε λειτουργίες διακονικού. Στην ουσία πρόκειται για ένα τρίχωρο δομικό ναό που βρίσκεται ακριβώς στα όρια των δυνατοτήτων της τυπολογίας-ορολογίας "βασιλική".

Ζωγραφική: Το σύνολο της ζωγραφικής διακόσμησης του ναού, σε δύο επάλληλα στρώματα, διατηρείται ανέπαφο στο κεντρικό -εκτός της οροφής- και στο νάρθηκα, καθώς και στα πλάγια κλίτη, πάλι εκτός της οροφής. Λίγες απόμειναν και στην εξωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου του νάρθηκα. Σε ορισμένα σημεία των κατακόρυφων επιφανειών του νάρθηκα της βασιλικής των Αγίων Αναργύρων, οι τοιχογραφίες του δευτέρου στρώματος, του 12ου αιώνα έχουν πέσει. Έτσι αποκαλύφθηκε το αρχικό, σύγχρονο περίπου, με την ανέγερση του μνημείου, πρώτο στρώμα τοιχογραφίας.

Ο καθορισμός του εικονογραφικού προγράμματος του πρώτου στρώματος είναι αδύνατος γιατί επικαλύπτεται από το δεύτερο. Στο νάρθηκα μόνο φαίνονται οι Άγιος Βασίλειος και Νικόλαος και στο βόρειο στενό τοίχο οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη και, δίπλα στη Β.Α. γωνία, η μορφή του "τεθνεώτος" Κωνσταντίνου.

Στο δεύτερο στρώμα του ναού οι επιφάνειες των τοίχων χωρίζονται σε τρεις ζώνες. Στην ανώτατη εικονίζονται ολόσωμοι προφήτες, στη μεσαία το Δωδεκάορτο και άλλες χριστολογικές σκηνές και στην κατώτερη ολόσωμοι άγιοι.

Σχετικά με τα γνωστά εικονογραφικά προγράμματα η διακόσμηση του ιερού βήματος είναι πιθανότατα ξένη. Στο μετωπικό αέτωμα παραστάθηκε η Δέηση με τα τρία πρόσωπα σε προτομή. Κάτω από τη Δέηση εικονίζεται ο Χριστός Εμμανουήλ και στο εσωτερικό του ίδιου τόξου η Ετοιμασία του Θρόνου. Τέλος στο τεταρτοσφαίριο της κυλινδρικής κόγχης η ένθρονη Πλατυτέρα , πιο κάτω ο Μελισμός και γύρω του οι συλλειτουργούντες ιεράρχες.

Η παράθεση των τριών ηλικιών του Χριστού, καθώς και του Ευαγγελισμού, της βρεφοκρατούσας Πλατυτέρας, της Ετοιμασίας του Θρόνου και του Μελισμού τονίζει την αιωνιότητα του Θεανθρώπου και το απολυτρωτικό του έργο με τη θυσία του. Την άποψη αυτή ενισχύει και η διπλή εικόνιση του Ευαγγελισμού στον ίδιο ναό, σπανιότατη ή μάλλον μοναδική περίπτωση. Η μία ανήκει στον αυτόνομο με την έννοια που αναφέραμε εικονογραφικού κύκλο του ανατολικού τοίχου του ιερού βήματος, η άλλη βρίσκεται στην Ν.Α. γωνία του νότιου τοίχου και αποτελεί την αφετηρία του Δωδεκάορτου και γενικότερα του χριστολογικού κύκλου. Το βόρειο κλίτος, εκτός από τη Δέηση με ολόσωμα και τα τρία πρόσωπα στον ανατολικό τοίχο είναι αφιερωμένο στην εικονογράφηση του μαρτυρίου και των θαυμάτων του αγίου Γεωργίου, ενώ το νότιο στα θαύματα κυρίως του Χριστού, όπως δηλώνεται από όσες παραστάσεις σώθηκαν στα υπολείμματα της πεσμένης κάμαρας, τουλάχιστον εν μέρει, "των ιάσεων του υδροπικού"και "του τυφλού", στο "εν Χώναις θαύμα του αρχαγγέλου" και σε μοναχούς αγίους.

Η Γλυπτική του ναού: Ο ναός των Αγίων Αναργύρων είναι το μοναδικό μνημείο της Καστοριάς, αλλά και μιας ευρύτερης περιοχής, όπου το οικοδομικό συνεργείο, που ανέλαβε την ανοικοδόμηση, είχε μαζί του και έμπειρους λιθοξόους, μαρμαρογλύπτες, οι οποίοι, με βάση ένα συγκεκριμένο διακοσμητικό πρόγραμμα, κατασκεύασαν τα απαραίτητα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως πλαίσια θυρών, κιόνια και επίκρανα κιονίσκων παραθύρων και βέβαια το μαρμάρινο τέμπλο της εκκλησίας. Πρόκειται για μια πολυτέλεια που -εκτός από τον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Σοφίας, στην Αχρίδα- πολύ αργότερα εμφανίζεται σε επίσημα εκκλησιαστικά μνημεία της περιοχής.

Δ.4. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΥ ΚΑΣΝΙΤΖΗ

Άγιος Νικόλαος Κασνίτζη (η Α. πλευρά)

Ο μικρός μονόχωρος ναός με νάρθηκα έχει ανεγερθεί στο ανατολικό τμήμα της πόλεως, μεσημβρινά από τον χώρο της ακροπόλεως του κάστρου, πολύ κοντά στον άλλον μικρό ναΐσκο του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, στο μνημείο όπου παρ' όλη την κατωφέρεια του εδάφους, δημιουργείται η μοναδική υποτυπώδης πλατεία της σημερινής πόλεως (η πλατεία Ομονοίας). Πριν γίνουν οι διανοίξεις και οι νέες χαράξεις δρόμων, ο ναός ήταν κρυμμένος μέσα στα δαιδαλώδη καλντερίμια του μαχαλά "Τσαρσί" (Άνω αγορά). Υπαγόταν τότε και αυτός στην ενορία της Μητροπόλεως. Άγνωστος είναι ο χρόνος ίδρυσης του. Η μόνη πληροφορία που υπάρχει για την ιστορία της εκκλησίας προέρχεται από τις τρεις επιγραφές: η μια στο δυτικό τοίχο του ναού και επάνω από την είσοδο που συνδέει τον νάρθηκα με τον κυρίως ναό. Οι άλλες δύο συνοδεύουν τις προσωπογραφίες του κτήτορα και της συζύγου του Άννας, που εικονίζονται στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα, δεξιά και αριστερά από την προτομή του αγίου Νικολάου. Οι επιγραφές μαρτυρούν α) ότι ο ιδρυτής του ναού είναι ο μάγιστρος Νικηφόρος Κασνίτζης, ο οποίος και τον διακόσμησε "χρωματουργίαις και παντοδαπαίς εικόνων ποικιλίαις" β) ότι ο ναός ήταν αντίδωρο για τις ευεργεσίες του αγίου προς τον ιδρυτή και γ) ότι ο Κασνίτζης εξορίστηκε στην Καστοριά. Είναι πραγματικά γνωστό ότι η Καστοριά χρησίμευσε και ως τόπος εξορίας παλατιανών και άλλων ανωτέρων αξιωματούχων του Βυζαντινού κράτους, όπως μαρτυρεί και ο Κεδρηνός, που αναφέρει ότι η βασίλισσα Ειρήνη εξόρισε στην Καστοριά δύο από τους οπαδούς του γιου της Κωνσταντίνου που συνωμότησαν εναντίον της.

Δ.5. ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΚΟΥΜΠΕΛΙΔΙΚΗ

Τρίκογχος ναός, χρονολογείται στα μέσα του 9ου αιώνα. Χαρακτηριστικό στοιχείο και μοναδικό σε εκκλησία της Καστοριάς, ο ψηλός κυλινδρικός τρούλος (γκουμπές). Σ΄αυτόν οφείλει και το όνομά της. Έχει σχήμα σταυρικό και ο τρούλος στηρίζεται σε τέσσερις συναφείς με τους τοίχους πεσσούς, καλύπτει τον σχηματιζόμενο τετράγωνο κεντρικό χώρο, ο οποίος προεκτείνεται με τέσσερις καμάρες προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και απολήγει στις τρεις πλευρές, εκτός από τη δυτική, σε τρεις κόγχες. Ήταν ένας από τους ναΐσκους της βυζαντινής ακρόπολης των μεσαιωνικών οχυρώσεων της Καστοριάς. Το σπουδαίο αυτό βυζαντινό μνημείο, με τοιχογραφίες στον εξωνάρθηκα, εσωνάρθηκα και κυρίως ναό, έφτασε αλώβητο ως την 1η Νοεμβρίου 1940. Τότε, σε βομβαρδισμό των Ιταλών καταστράφηκε, ευτυχώς μόνο ο τρούλος. Το 1949, βάσει παλαιών φωτογραφιών και αποτυπώσεων, ο Στ. Πελεκανίδης ανέλαβε και ολοκλήρωσε την ανακατασκευή του.

Δ.6. ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΥΡΩΤΙΣΣΑ

Η Μονή της Παναγίας της Μαυριώτισσας βρίσκεται τρία περίπου χιλιόμετρα ΝΑ της Καστοριάς στην όχθη της ομώνυμης λίμνης. Πελώρια πλατάνια περιβάλλον το μοναστήρι, όπου διατηρούνται από το παλιό συγκρότημα του πολύ λίγα κτίσματα. Το καθολικό της Μονής είναι μονόχωρη εκκλησία που στην ανατολική πλευρά απολήγει σε μεγάλη εξωτερικά ημικυκλική και βαθμιδωτή κόγχη. Η ευρύχωρη τετράγωνη λιτή επικοινωνεί με τον κυρίως ναό με μια θύρα.

Η τοιχογράφηση της εκκλησίας σήμερα είναι αποσπασματική. Περιορίζεται στο ιερό βήμα, στο δυτικό τοίχο του κυρίως ναού, στον ανατολικό και στο νότιο τοίχο της λιτής καθώς και στην εξωτερική όψη του νότιου τοίχου. Δύο μοναδικά νέα εικονογραφικά θέματα, εμφανίζονται στις τοιχογραφίες του φερώνυμου ναού, η λιποθυμία της Παναγίας στη Σταύρωση και το επεισόδιο του Ιεφωνία στην κοίμηση της Θεοτόκου. Και τα δύο πρωτοπαρουσιάζονται στην Καστοριά.

Τοιχογραφίες από Παναγία Μαυρώτισσα

Ε. ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ

Ε.1. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΟΠΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ

Κάθε ελληνική τοπική φορεσιά είναι ένα σύνολο ενδυμάτων το οποίο χαρακτηρίζει μια ομάδα ανθρώπων που ζουν μέσα στον ελληνικό χώρο. Λειτουργεί όπως κάθε ενδυμασία: ντύνει δηλαδή και στολίζει το κορμί και παρουσιάζει την όψη που επιθυμεί να δώσει εκείνος που τη φοράει στους τρίτους, παρέχοντας στον εαυτό του σιγουριά και άνεση. Μέσα στη συντηρητική και αυστηρή κοινωνία του χωριού και της μικρής πόλης, η σιγουριά και η άνεση πετυχαίνονται με την ομοιομορφία που προσφέρει μία "στολή". Η στολή βασίζεται στην παράδοση και στην συντηρητικότητα και διαφέρει ριζικά από τη "μόδα" που βασίζεται στην αλλαγή. Η συντηρητικότητα στη φορεσιά δημιουργεί απαγορευτικά ταμπού, αλλά και ταμπού που λειτουργούν δίνοντας μαγικές ιδιότητες σε ορισμένα τμήματά (πόδια, ζωνάρι, κεφαλόδεσμοι κ.ά.). Τα ενδύματα μιας συντηρητικής ομάδας μορφοποιούνται κατά εποχές από την επίδραση μιας άλλης, δυνατότερης, ανθρώπινης ομάδας. Εξαρτώνται όμως πάντα από τα τοπικά υλικά και το εμπόριο.

Ε.2. ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΕΝΔΥΜΑΤΑ

Η κατασκευή ενδυμάτων αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες δραστηριότητες των πρώτων κατοίκων της Ευρώπης, γιατί μόνο χάρη σ' αυτή οι πρωιμότεροι άνθρωποι των τροπικών περιοχών μπόρεσαν να προσαρμοστούν στο ψυχρό ευρωπαϊκό κλίμα. Οι άνθρωποι της παλαιολιθικής εποχής, όπως προκύπτει από την τέχνη των σπηλαίων, κάλυπταν το σώμα τους με δέρματα ζώων και γούνες, φορούσαν κοσμήματα και μάσκες, ενώ συχνά διακοσμούσαν το δέρμα τους με τατουάζ. Ωστόσο, ο τροφοσυλλεκτικός τρόπος ζωής και η έλλειψη μόνιμης εγκατάστασης δεν ευνοούσαν ακόμη την άσκηση της υφαντικής. Η υφαντική τέχνη θεωρείται ότι ξεκίνησε από τα σκοινιά και τα δίχτυα, που οι προϊστορικοί άνθρωποι είχαν ήδη αρχίσει να κατασκευάζουν για να το χρησιμοποιήσουν στο κυνήγι και το ψάρεμα. Πρωτοεμφανίστηκε στη Μεσοποταμία, όπου άρχισε από πολύ νωρίς η καλλιέργεια του λιναριού, της πρώτης υφαντικής ίνας. Τα πρώτα δείγματα υφασμάτων χρονολογούνται στην Προκεραμική Νεολιθική εποχή και προέρχονται από περιοχές όπου τα ίδια υφάσματα ή τα αποτυπώματά τους μπόρεσαν χάρη σε ειδικές συνθήκες περιβάλλοντος να διατηρηθούν. Τα πρωιμότερα αποτυπώματα υφασμάτων βρέθηκαν στο Nahal Hemar του Ισραήλ (7000π.Χ.), ενώ τα πρωιμότερα υφάσματα στο Catal Huhuk της Μικράς Ασίας (6500 π.Χ.).

Ε.3. Η ΑΣΤΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ

Η ενδυμασία των χριστιανών αστών ακολουθεί τα πρότυπα της οθωμανικής ενδυμασίας, τα οποία έχουν βυζαντινές και περσικές καταβολές. Τα κύρια ενδύματα, παρόμοια για άνδρες και γυναίκες, είναι το αντερί και το καβάδι, μακριά μανικωτά ρούχα ανοιχτά μπροστά. Φοριούνται πάνω από πουκάμισο και μακρύ σαλβάρι και συνδυάζονται με πιο κοντούς επενδυτές. Η ενδυμασία των ανωτέρων τάξεων είναι ιδιαίτερα πολυτελής: τα υφάσματα αραχνοΰφαντα ή βαριά, είναι πολύτιμα, ενώ στους επενδυτές χρησιμοποιούνται πολύ συχνά γούνες. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά το ανδρικό κάλυμμα της κεφαλής, καθώς χρησιμεύει ως δηλωτικό αξιώματος αλλά και θρησκεύματος. Κατά το 18ο και 19ο αιώνα το αστικό ένδυμα διακρίνεται από πολυμορφία, καθώς με την ανάδειξη νέων αστικών στρωμάτων στις επαρχίες διαμορφώνονται ενδυμασίες με έντονα τοπικά χαρακτηριστικά. Παράλληλα, μέσω των εμπορικών τους δραστηριοτήτων οι χριστιανοί αστοί έρχονται σε επαφή με τη μόδα της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης, με αποτέλεσμα την εισαγωγή νέων ενδυματολογικών στοιχείων στις τοπικές ενδυμασίες.

Ε.4. Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Η ενδυμασία των αγροτικών πληθυσμών διακρίνεται για την έντονη πολυμορφία της. Οι τοπικές παραδόσεις, αλλά και το κλίμα, καθώς και η διαθεσιμότητα πρώτων υλών καθορίζουν την εξέλιξή της. Το κύριο ένδυμα είναι το πουκάμισο, μακρύ για τις γυναίκες, κοντό για τους άνδρες. Τα υφάσματα και τα ρούχα -εκτός από κάποια τμήματα της νυφικής φορεσιάς- κατασκευάζονται σχεδόν αποκλειστικά στο σπίτι. Τα κομμάτια που συνθέτουν την ενδυμασία, οι χρωματισμοί, ο πλούτος της διακόσμησης, αλλά και τα μοτίβα στην ύφανση και το κέντημα διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση και την κοινωνική τάξη. Η ενδυμασία αναδεικνύεται σε κώδικα επικοινωνίας και λειτουργεί -ιδίως η γιορτινή και η νυφική- ως σύμβολο. Παρά τον εγγενή συντηρητικό της χαρακτήρα, με το πέρασμα του χρόνου, η αγροτική ενδυμασία της κάθε περιοχής ενσωματώνει στη σύνθεση αλλά και την κοπή των ρούχων ξένα στοιχεία, που προέρχονται είτε από άλλες περιοχές είτε από τον αστικό χώρο. Το φαινόμενο αυτό εντείνεται κατά το 19ο αιώνα.

Ε.5. Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ

Οι ελληνικές παραδοσιακές γυναικείες φορεσιές μοιάζει να έχουν φτιαχτεί για να εντυπωσιάσουν παρά για να αναδείξουν το κορμί. Τα στοιχεία που δέχτηκαν από πολλές και ποικίλες επιδράσεις, εκτός από την αρχαιοελληνική και τη βυζαντινή παράδοση, δημιούργησαν μια αφάνταστη ποικιλία: σε κάθε επαρχία, κάθε πόλη, κάθε χωριό συναντάμε δύο ή τρεις παραλλαγές της ίδιας τοπικής φορεσιάς. Στη μορφή που σώζονται ως σήμερα, σε ελάχιστες περιοχές αλλά κυρίως στα μουσεία δεν μπορούν να χρονολογηθούν παρά στα πριν από τα τέλη του 19ου αιώνα χρόνια.

Ωστόσο, η κοψιά των τμημάτων που τις συνθέτουν μοιάζει να ανήκει στο πολύ παλαιότερο εκείνο σχήμα που φαίνεται να διαμορφώθηκε σιγά σιγά σε όλη τη Βαλκανική από τους πρώτους ήδη βυζαντινούς χρόνους. Σε πολλές περιοχές αυτό το σχήμα συνυπάρχει με εκείνα που τις ρίζες τους έχουν στην Ευρωπαϊκή Αναγέννηση και, φυσικά, με την πάροδο των χρόνων και κυρίως μετά την απελευθέρωση, αποφασιστικό ρόλο παίζει η δυτική μόδα που συνεχώς βομβαρδίζει τον ελληνικό χώρο.

Ε.5.α. Η καστοριανή γυναικεία στολή

Η καστοριανή αστική στολή αποτελείται από καφέ ή μαύρο φέσι το οποίο στην κορυφή είναι γεμάτο φλουριά και καταλήγει σε χρυσή φούντα, συνήθως οι αρχόντισσες έπλεκαν τα μαλλιά τους γύρω από το φέσι και πολλές φορές στην πλεξούδα έβαζαν φλουριά. Φορούσαν εσωτερικό πουκάμισο με φαρδιά μανίκια από μετάξι. Το μανίκι κατέληγε σε δαντέλα όπως και το μπροστινό κλείσιμο του πουκαμίσου. Τα καλοκαίρια αντί για πουκάμισο φορούσαν τη λαιμαριά που είχε το σχήμα σαλιάρας και ήταν στολισμένη με δαντέλες και ένα κομμάτι ύφασμα στα χέρια που ήταν σαν μανίκια. Επίσης, φορούσαν το κοντέσι (γιλέκο) το οποίο ήταν από τσόχα και γύρω- γύρω χρυσοκέντητο, στο πίσω μέρος υπήρχε απαραίτητα ένας χρυσοκέντητος δικέφαλος αετός, σύμβολο της καστοριανής ενδυμασίας. Το κοντέσι συνήθως ήταν κοντομάνικο αλλά πολλές φορές και μακρυμάνικο. Τη χειμερινή περίοδο φορούσαν τον τζουμπέ, ένα τσόχινο ύφασμα που το εσωτερικό του μέρος ήταν φοδραρισμένο από γούνα και κατέληγε σε στρογγυλό ολόσωμα γιακά. Την άνοιξη οι γυναίκες φορούσαν ένα πιο ελαφρύ πανωφόρι το λεγόμενο ταμπάρο το οποίο ήταν από ταφταδένιο ολομέταξο και διακοσμημένο με μονόχρωμες χάντρες. Η κυρίως ενδυμασία αποτελούνταν από τη λεγόμενη στόφα η οποία ήταν ένα ολομέταξο φουστάνι διαφόρων συνήθως σκούρων χρωμάτων που έκανε πολλές πτυχές (σούρες) και ήταν πολύ φαρδύ και στο κάτω μέρος τις περισσότερες φορές ήταν διακοσμημένο με χρυσοκέντητες σειρές ή με χάντρες. Το μανίκι κατέληγε σε ένα ιδιαίτερο σχήμα που είναι γνώρισμα της βασιλικής στολής της βασίλισσας Αμαλίας, και το μανίκι ήταν στολισμένο με χρυσοκέντητες σειρές ή χάντρινες, οι σειρές συνήθως ήταν τρεις και αποτελούνταν από πεντόλιρα και φλουριά και η τελευταία σειρά τις περισσότερες φορές ήταν όλη πεντόλιρα. Ακόμη, φορούσαν μακριά χρυσή αλυσίδα η οποία κατέληγε σε χρυσό ρολόι, στη μέση φορούσαν μια χρυσοκέντητη ζώνη η οποία τελείωνε σε χρυσή ή ασημένια πόρπη στολισμένη με πολύτιμα πετράδια και συνήθως στο κέντρο είχε το δικέφαλο αετό.

Ε.5. Η ΑΝΤΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ

Οι ελληνικές αντρικές τοπικές φορεσιές είναι αυστηρές στο χρώμα και λιτές στη διακόσμηση, έτσι ώστε το βασικό τους σχήμα να μένει ξεκάθαρο. Έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις γυναικείες φορεσιές, όπου τα τολμηρά χρώματα, η υπερβολική μερικές φορές διακόσμηση και τα πολλά εξαρτήματα μπερδεύουν την κυρίως γραμμή τους. Αν παρατηρήσουμε τις αντρικές φορεσιές κατά μεγάλες γεωγραφικές περιοχές, θα δούμε ότι σε κάθε περιοχή χαρακτηρίζονται οπτικά από κάποιο ιδιαίτερο τμήμα τους: στη Μακεδονία το μαύρο "μπενεβρέκι", "πανωβράκι" ή "σαλβάρι", μάλλινο παντελόνια κι αυτό, και το "πουκάμισο" φορεμένο ως βασικό ένδυμα.

Ε.6.α. Η αντρική καστοριανή ενδυμασία

Η αντρική καστοριανή στολή αποτελείται από καφέ και πολλές φορές μαύρο φέσι το οποίο καταλήγει σε μία πλούσια μαύρη φούντα που φτάνει περίπου μέχρι τον ώμο. Φορούσαν το κοντέσι (γιλέκο) το οποίο ήταν κοντομάνικο ή μακρυμάνικο αλλά σε αντίθεση με το γυναικείο ήταν απλό χωρίς πολλά κεντήματα. Επίσης, φορούσαν τον τζουμπέ που ήταν ένα τσόχινο ύφασμα φοδραρισμένο με γούνα που κατέληγε σε γιακά πέτο. Το πουκάμισο των ανδρών ήταν σχεδόν ίδιο με το γυναικείο αλλά χωρίς πολλά κεντήματα. Η κυρίως ενδυμασία των αντρών ήταν το αντερί, ένα μακρύ ένδυμα το οποίο ακόμη και σήμερα χρησιμοποιείται από τους ιερείς σαν εσωτερικό ένδυμα κάτω από το ράσο. Συνήθιζαν να φορούν παπούτσια που ήταν πατημένα από πίσω σαν παντόφλα και τα έλεγαν γυμνιά και στη μέση φορούσαν ένα απλό ζωνάρι.

Ε.7. ΓΙΟΡΤΙΝΗ ΚΑΣΤΟΡΙΑΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ

Γιορτινή φορεσιά
Λεπτομέρεια της ζώνης

Η γιορτινή φορεσιά αποτελείται από:
• Μεταξωτό πουκάμισο
Μακρυμάνικο φόρεμα από πράσινο μεταξωτό, με κλειστό μπούστο, σουρωτή φούστα με μαύρο διάκοσμο στο ποδόγυρο
Γιλέκο μακρυμάνικο από μαύρη τσόχα χρυσοκεντημένο
Χρυσοκεντημένη ζώνη
Για το κεφάλι κόκκινο φέσι με φούντα

ΣΤ. ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ

"Ζούμε" λένε οι επιστήμονες, μια πρωτοφανή "σφαγή" των γλωσσών του κόσμου. Από τις 6.700 ομιλούμενες γλώσσες, τουλάχιστον οι μισές, μπορεί και οι εννέα στις δέκα από αυτές, να έχουν πια χαθεί στο τέλος αυτού του αιώνα: η μια μετά την άλλη, οι παραδοσιακές γλώσσες θα "βουβαίνονται" στο στόμα των νεώτερων γενεών, που θα προτιμούν τις λίγες κυρίαρχες γλώσσες. Μια γλώσσα θα πεθαίνει κάθε δύο εβδομάδες...

Οι ανθρωπολόγοι... θρηνούν για τη "σφαγή": καθεμιά γλώσσα, λένε, είναι ένας "καθεδρικός ναός" απείρου κάλλους, που κλείνει μέσα του θεμελιώδη μυστικά της ανθρώπινης γνώσης και φέρνει τον απόηχο από κείνες τις "βαθιές" προϊστορικές στιγμές, όταν οι άνθρωποι επικοινωνούσαν πιο άμεσα μεταξύ τους. Μέσα από τους ψηφιακούς διακόπτες και τις οπτικές ίνες, οι γλώσσες θα επιζήσουν στον κόσμο του Ίντερνετ, πρόχειρες για όποιον θελήσει να ξανασυνδεθεί με ένα παρελθόν που κάποτε απέρριψε, όταν ακόμη ήταν παιδί. Όμως υπάρχουν και εκείνοι που υποστηρίζουν πως αυτές οι γλώσσες θα κινδυνέψουν να ξεχαστούν εντελώς, αν τις παρατήσουμε έτσι στο ηλεκτρονικό "σεντούκι".

Στις ζούγκλες... και στα βουνά, με ένα μαγνητόφωνο στο χέρι, οι εθνολόγοι και οι γλωσσολόγοι καταγράφουν έναν άγνωστο πλούτο που δεν έχει χαθεί ακόμη. Οι Αυστραλοί αυτόχθονες, ας πούμε, δεν έχουν τις αφηρημένες λέξεις "αριστερό" και "δεξιό" για να καθορίσουν τη σχέση τους με τον χώρο. Αντί γι' αυτές χρησιμοποιούν τις πολύ πιο φυσιολογικές λέξεις "βόρειο χέρι" ή "δυτικό πόδι", ανάλογα με τον προσανατολισμό του ατόμου. Μήπως αυτοί ξέρουν να στέκονται καλύτερα στον κόσμο; Στις ζούγκλες και στα βουνά, οι βοτανολόγοι ανακαλύπτουν έναν ολόκληρο θησαυρό, όπως ο Πολ Άλεν Κοξ, που έζησε ένα χρόνο στη Δυτική Σαμόα, κοντά στην Πέλα Λίλο, παραδοσιακή θεραπεύτρια. Ο εθνοβοτανολόγος ανακάλυψε στο εργαστήριό του πως ένα "ματζούνι" της διπλασιάζει τη διάρκεια ζωής του κυττάρου-Τ, που παίζει σημαντικό ρόλο στο ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα. Τον περασμένο μήνα, η Λίλο κοιμήθηκε για πάντα.

Το φυτό... από το οποίο έφτιαχνε το φάρμακο, θα χαθεί και αυτό μαζί με το όνομά του, λέει ο Κοξ, γιατί μαζί με τη γλώσσα χάνεται και ο δεσμός με τον φυσικό κόσμο. Η γλώσσα μοιάζει με ένα μπουκάλι που κλείνει μέσα του ένα μαγικό "υγρό". Στη Μογγολία, οι νομάδες βοσκοί έχουν ένα σωρό ονομασίες για το χορτάρι και για τη συμπεριφορά του ανάλογα με τον καιρό. Ακόμη και η παραμικρή μεταβολή στον κυματισμό του, τους δίνει το σήμα πως πρέπει να πάρουν τα ζώα τους να βοσκήσουν αλλού. Το χορτάρι τούς λέει πότε έχει έρθει η ώρα για να φύγουν. Τους λέει πως ο χρόνος τους έχει περάσει.

Εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ"
Ρούσσου Βρανά, 18/11/2000

Στην περιοχή της Καστοριάς ομιλούνταν οι εξής διάλεκτοι:

ΣΤ.1. ΚΑΣΤΟΡΙΑΝΑ

Η Καστοριανή διάλεκτος είναι η διάλεκτος που μιλούσαν οι κάτοικοι της πόλης της Καστοριάς. Μέσα από λέξεις, έθιμα, έννοιες και παροιμίες μπορεί να σας ταξιδέψει στην ίδια την Καστοριανή Ιστορία και Παράδοση, μεταφέροντάς σας στο ευρύ περιβάλλον αιώνων, άλλοτε Βυζαντινής δόξας και ακμής, άλλοτε στο περιβάλλον εχθρικών και βαρβαρικών εισβολών, πολιορκιών και διωγμών που έζησε η πόλη και άλλοτε στο περιβάλλον της μακραίωνης οθωμανικής κατοχής, έως την απελευθέρωση και τους ύστερους χρόνους. Οι παράγοντες αυτοί διαμόρφωσαν και εμπλούτισαν την ιδιωματική συνισταμένη της καστοριανής καθημερινής "λαλιάς", χωρίς αυτή να διακινδυνεύσει καθόλου, ούτε την ελληνικότητα, ούτε την πραγματική ποιητικότητα και φιλοσοφική λυρικότητα του καστοριανού χαρακτήρα, παρά τις σοβαρές επιθέσεις και δοκιμασίες που υπέστη η πόλη από ξενικές επιρροές και την φυσική της γεωγραφική απομόνωση από τον εθνικό ιστό.

Δυστυχώς η καθημερινή χρήση του καστοριανού ιδιώματος, που αποτελούσε ζωντανή παράδοση σήμερα κινδυνεύει άμεσα. Βοηθούντος του χρόνου, των επικοινωνιών και της συστατικής αλλοιώσεως του πληθυσμού της πόλης, αν δεν έχει ολοκληρωτικά λησμονηθεί και ξεπεραστεί, άλλοτε εκφέρεται από τα χείλη ελαχίστων γερόντων και άλλοτε άγεται και φέρεται κατά περίσταση και μάλιστα από μερικούς συγκάτοικούς μας ως απόδειξη της γνησιότητας της καταγωγής τους, ενώ τις περισσότερες φορές αποδίδεται εννοιολογικά αλλοιωμένη και παραλλαγμένη, λόγω της εσφαλμένης προφορικής διάδοσης.

Κατ αρχήν πρέπει να αναφέρουμε ότι στην καστοριανή διάλεκτο εκτός από το καθαρό Ελληνικό αλφάβητο των 24 χαρακτήρων έχουν καθιερωθεί και 10 συμβατικά στοιχεία. Αυτά είναι:

1) γκ: στοιχείο συμβατικό που αντιστοιχεί στο γαλλικό g και καταγράφεται ως γκ
2) μπ: αντιστοιχεί στο γαλλικό b και καταγράφεται ως μπ
3) ντ: αντιστοιχεί στο γαλλικό d και καταγράφεται ως ντ
4) σια: αντιστοιχεί στο γαλλικό ch και καταγράφεται ως c
5) ζια: αντιστοιχεί στο γαλλικό j και καταγράφεται ως j
6) ξια: αντιστοιχεί στο γαλλικό x και καταγράφεται ως κς
7) ψια: αντιστοιχεί στο γαλλικό psia και καταγράφεται ως ψ
8) τσα: αντιστοιχεί στο λατινικό c και καταγράφεται ως ή
9) τζα: καταγράφεται τζ
10) λ: καταγράφεται λ

Στην καστοριανή διάλεκτο συναντούμε ιδιάζουσες χαρακτηριστικές εκφράσεις, όπως αυτές του ενεργητικού ρήματος: Το ρήμα "πεινώ" εκφράζεται με τη φράση "με πεινάει", το "διψώ" με το "με πίνεται νερό" το "έφαγα" ως "είμαι φαγωμένος", το "δεν έχω διάθεση να φάω" ως "δεν με τρώγεται", το "δεν έχω διάθεση να καθίσω" ως "δεν με κάθεται" κ.λπ.

Στην προφορά των φωνηέντων γίνεται διακύμανση και παράταση της φωνής. Σε πολλές περιπτώσεις επικράτησε η τουρκική προφορά σε λέξεις Ελληνικές που εκτουρκίστηκαν και ξεχάστηκε η ελληνική τους γενναία προφορά, όπως π.χ. τσιμπούσι= το συμπόσιο.

Σε κάποιες άλλες λέξεις παραποιήθηκε η αρχική προφορά τους, όπως: σκευωρία= σκυβουργιά, ηλιακός= αλιακός, τοξωτός= δοξάτος, εννοώ= νουγώ κ.λπ.

Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποιες λέξεις που έχουν σχέση με την ενασχόληση των κατοίκων στη λίμνη και το περιβάλλον της Καστοριάς:

• πεζόβολος= δικτυωτό αλιευτικό όργανο
πελαήσια= δίχτυα, παγίδες, φωλιές αγκαθωτές που χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες
ράση= αναπαραγωγή των ψαριών της λίμνης κατά τον μήνα Μάιο, οπότε και απαγορεύονταν η αλιεία
σαπκάζι= σπάγκος που φέρει βαρίδιο και αγκίστρια και χρησιμοποιείται ως πετονιά στο ψάρεμα
μπουράνι= καταιγίδα της λίμνης
κιαμέτι= τρικυμία, φουρτούνα
μπίμπα= εξημερωμένη πάπια που ζούσε στη λίμνη
γκουσμάνκο= υδρόβιο πτηνό που παρεπιδημεί τους χειμώνες στη λίμνη της Καστοριάς
γκουσταρίτσα= σαύρα
ζγκάλωμα= το τράβηγμα του καστοριανού καραβιού στην όχθη
μπάρα= το ζεστό νερό της λίμνης, κατάλληλο για κολύμπι... αντίθετο= μπούζι= κρύο νερό, ακατάλληλο για κολύμπι
μπατακώνουμαι= πνίγομαι, βυθίζομαι
γκιούμι= τενεκεδένιο δοχείο με το οποίο οι καστοριανές γυναίκες μετέφεραν στο σπίτι τους νερό από τη λίμνη
γκλιανότρυπα= καταφύγιο των γουλιανών σε σπηλιές της λίμνης
αχλέκι= χέλι
τσιουκάνι= ο κυπρίνος ο μικρός σε ηλικία και μήκος
γιάμπουλη= κροσάτη χρωματιστή βελέντζα της Καστοριάς
πεχλέδες= τεμάχια των συρραπτομένων κομματιαστών της γούνας

ΣΤ.2. ΒΛΑΧΙΚΑ

Τα βλάχικα είναι μία διάλεκτος της χώρας μας που πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα κατά την περίοδο της κατάκτησής της από τους Ρωμαίους. Η διάλεκτος αυτή ομιλείται από μικρό μέρος του πληθυσμού της χώρας και τείνει να εκλείψει, καθώς πολλοί βλάχοι έχουν πλέον μετακινηθεί στις πόλεις, όπου αναγκάζονται να μιλούν ελληνικά και οι νέες γενιές των βλάχων στην εκμοντερνισμένη Ελλάδα δεν συνεχίζουν την παράδοση των προγόνων τους και δεν ενδιαφέρονται να μάθουν και να κρατήσουν ζωντανά τα βλάχικα.

Τα βλάχικα είναι γλώσσα λατινογενής και υπάρχουν πολλές θεωρίες για το πώς προέκυψαν. Σύμφωνα με την επικρατέστερη, κατά την Ρωμαϊκή περίοδο ορισμένοι ορεσίβιοι πληθυσμοί της Πίνδου που ζούσαν αποκομμένοι από τον υπόλοιπο πληθυσμό έρχονταν σε επαφή μόνο με τους Ρωμαίους στρατιώτες. Εμφανίστηκε έτσι η ανάγκη να επικοινωνήσουν μαζί τους και για το λόγο αυτό δημιούργησαν μία νέα διάλεκτο, τα βλάχικα, μία ανάμειξη δηλαδή λατινικής και ελληνικής γλώσσας. Η διάλεκτος αυτή δεν έχει αλφάβητο, μπορεί όμως κάποιος να επιχειρήσει την γραφή της με την χρήση λατινικών χαρακτήρων.

Οι Βλάχοι ή αλλιώς Αρουμάνοι ήταν νομαδικός πληθυσμός και ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, γι αυτό περνούσαν τα καλοκαίρια στα ψηλά βουνά και τον χειμώνα κατέβαιναν στα πεδινά. Ορισμένοι όμως βλάχοι, όταν έπαψαν να μετακινούνται εγκαταστάθηκαν μόνιμα και στην περιοχή της Καστοριάς.

Στη συνέχεια αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιες λέξεις και εκφράσεις που έχουν σχέση με την ενασχόληση των βλάχων της Καστοριάς και το περιβάλλον τους:
Lapti= γάλα
Mrkatou= γιαούρτι
Kapr= κατσίκα
Pdouri= δάσος
Kiari= ανήλιαγο μέρος
Loup= λύκος
Ours= αρκούδα
Aroulou= ποτάμι
Liepour= λαγός
Pescou= ψάρι
Abalt= λίμνη
Pluai= βροχή
Hiou armoun= είμαι βλάχος
A luna a tsia mblina = σαν ολόγιομο φεγγάρι
Doumnijelou= Θεός

Και ένα απόσπασμα από ένα ρομαντικό τραγούδι:

Na parti di amori lai
Sianti oun mousiati fiat
Coum vai fakou smidouk sou vei-dou ?
Ngalik kalou atsel msatlou lai tzoni…

= Μακριά από την μαύρη θάλασσα
Κάθεται μια όμορφη κόρη
Πώς θα κάνω να πάω να την δω;
Καβάλησε το άλογο το ωραίο αγόρι μου...


ΣΤ.3. ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΑ

Τα αρβανίτικα είναι μία αλβανικής προέλευσης διάλεκτος, που υποχωρεί πλέον ταχύτατα γιατί ο ρόλος της έγινε με τα χρόνια λιγότερο σημαντικός, λόγω της μετακίνησης προς τα μεγάλα αστικά κέντρα και της εξωτερικής μετανάστευσης.

Η διάλεκτος αυτή εμφανίστηκε κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, όταν στην αυλή του Αλί Πασά οι Έλληνες της περιοχής αναγκάστηκαν να αφομοιώσουν στη γλώσσα τους την γλώσσα των τουρκαλβανών, ώστε να μπορούν να συνυπάρχουν και να επικοινωνούν. Μετά την πτώση του Αλί Πασά οι κάτοικοι της περιοχής αυτής διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και έτσι έφτασαν και στη Καστοριά.

Οι Αρβανίτες ήταν κατά κύριο λόγο τεχνίτες της πέτρας και οικοδόμοι. Τα αρβανίτικα δεν έχουν γραπτή εκπροσώπηση, μπορούν όμως να αποδοθούν με λατινικούς χαρακτήρες.

Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποιες αρβανίτικες λέξεις και εκφράσεις:
Lioum= λίμνη
Pesk= ψάρι
Mousk= άλογο
Kioni= σκυλί
Perdi= Θεός
Mali= δάσος
Stsoupi= σπίτι
Drou= ξύλο
Gour= πέτρα
Diel= ήλιος
Douloundousk= χελιδονάκι
Jan i babus=αγάπη (βαθιά) της γιαγιάς
Ougrem kombut t godin kokn = σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι

ΣΤ.4. ΠΟΝΤΙΑΚΑ

Τα ποντιακά είναι μία Ελληνική διάλεκτος που ομιλούνταν σε 800 περίπου χωριά στη Μικρασιατική Ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Μιλιόταν επίσης από Έλληνες μανταμτζήδες (μεταλλωρύχους) ποντιακής καταγωγής σε περιοχές μεταλλειοφόρες από τον Πόντο ως την Καππαδοκία και το Ικόνιο. Οι Έλληνες του Πόντου, μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 διασκορπίστηκαν στον Ελλαδικό χώρο και έφτασαν ως την Καστοριά. Οι πόντιοι ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο αλλά και με την αλιεία. Δεν υπάρχει ξεχωριστή ποντιακή γραφή, τα ποντιακά αποδίδονται με ελληνικούς χαρακτήρες.

Κάποιες λέξεις ή φράσεις της διαλέκτου αυτής είναι:
Οψάρ= ψάρι
Χτήνον= αγελάδα
Λιθάρ= πέτρα
Λάλεμαν= πρόσκληση
Λενεοκάρ= φουντούκι
Περίδες= τα δαιμόνια
Χτηνί βούτυρον= φρέσκο βούτυρο
Λαζουδιά= καλαμπόκια
Κεμετζί =λύρα ποντιακή
Χορτοθέτς= Ιούλιος
Πατνόζ= δίσκος μαγειρικής
Ομούτ= ελπίδα
Καγάν= δρεπάνι
Γαρί= γυναίκα
Αγούρ= αγόρι
Ταγκαλάκς= ανάποδος
Ελίχτρε= γεωργικό εργαλείο
Πλακίν= πέτρινη πλάκα φούρνου
Πυρίχτε= ξύλο που φούρνιζαν
Διουβάνισμα= διαχωρισμός βουτύρου από το γάλα
Έβγεσεν ο ήλιον= βγήκε ο ήλιος
Τερούν την ούγια και παίρνε το πανί= η μάνα είναι καλή, να παίρνει παράδειγμα να είναι καλή και η κόρη

ΣΤ.5. ΣΛΑΒΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ

Τα σλαβομακεδόνικα είναι μία διάλεκτος που ομιλούσε μία μικρή ομάδα ανθρώπων, οι ντόπιοι της περιοχής της Καστοριάς. Κατά την περίοδο των βαλκανικών πολέμων οι Βούλγαροι είχαν στείλει στην περιοχή δασκάλους και ιερείς οι οποίοι προσπάθησαν να εκσλαβίσουν τους ντόπιους πληθυσμούς, να τους πείσουν δηλαδή ότι ήταν σλαβικής καταγωγής, ώστε να έχουν έτσι ένα "πάτημα" στην περιοχή με σκοπό να διεκδικήσουν εδάφη. Τα σλαβομακεδόνικα δεν έχουν και αυτά αυτοτελή γραφή, αλλά μπορούν να αποδοθούν με λατινικούς χαρακτήρες.

Ορισμένες λέξεις και εκφράσεις της διαλέκτου:
So pravis= τι κάνεις
La stavitska = το χελιδόνι
Riba= ψάρι
Magare= γαϊδούρι
Dobre= καλό
Gortsia= αχλαδιά
Sliva= κορόμηλα
Tikfa= κολοκύθα
Golovoda= γυμνό νερό
Cato tat kot I tsentoto = κατά τον πατέρα και η κόρη

Με όλα αυτά τα δεδομένα ο κάθε αναγνώστης μπορεί να αισθανθεί και
να γνωρίσει το γλαφυρό, θαυμαστό και περιεκτικό τοπικό λεξιλόγιο που έζησε για αρκετά χρόνια έως ότου αναλωθεί και φθαρεί μαζί με τους φθαρτούς του φορείς, ώστε να αποτελέσει έτσι τμήμα μιας κληρονομιάς εξαιρετικά λησμονημένης στη σύγχρονη εποχή της σημερινής Καστοριάς.

Ζ. ΗΘΗ - ΕΘΙΜΑ

Ζ.1. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ - ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ - ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

Δεκέμβριος μήνας και όλη η Καστοριά είναι ανάστατη, όλοι είναι στο πόδι και οι νοικοκυρές, οι οποίες ετοιμάζονται για τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, δηλαδή τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα. Από τη αρχή ακόμα του χειμώνα φροντίζανε να προμηθευτούν τα απαραίτητα για τις γιορτές και γενικά για όλο το χειμώνα.

Το κρασί ήταν λοιπόν απαραίτητο την εποχή εκείνη αφού αυτό και το τσίπουρο ήταν τα πιο συνηθισμένα αγαπητά ποτά στον λαό της Καστοριάς, την εποχή εκείνη της ντόπιας παραγωγής καθώς υπήρχαν πολλά αμπέλια (κάθε οικογένεια είχε το δικό της) και έτσι εξασφαλίζανε κρασί (λευκό και κόκκινο) όλης της χρονιάς. Παράλληλα μαζί με το κρασί, φτιάχνανε και το τσίπουρο το οποίο έβγαινε από την απόσταξη-βράσιμο των τσίπουρων δηλαδή των σταφυλιών τα οποία πατήθηκαν για να δώσουν το κρασί και μείνουν μαζί με το μούστο για 40 ημέρες μέσα στα βαρέλια για να βράσει και να γίνει κρασί, έπειτα αφού τραβήξουν το κρασί(λαγαρά) από τα τσιπούρα αυτά αποστάζοντας στα καζάνια και δίνουν το ρακί .Όλη αυτή η διεργασία για την παραγωγή του κρασιού και του ρακί στην ουσία είναι ολόκληρη τελετουργία, η οποία παρακολουθούταν πιστά από τους Καστοριανούς πριν από κάποια χρονιά. Παράλληλα με αυτά καθώς πλησίαζαν οι αγίες μέρες και η κάθε νοικοκυρά ήταν επιφορτισμένη με το καθάρισμα και άσπρισμα του σπιτιού καθώς και το πλύσιμο των υφαντών, που θα στρώνανε για να δεχτούν τους επισκέπτες.

Το κρέας το εξασφάλιζαν από τα γουρούνια. Τα περισσότερα, αν όχι όλα τα σπίτια έτρεφαν το δικό τους γουρούνι ή και το αρνί. Το γουρούνι αυτό, που το ταΐζανε καλά τον προηγούμενο καιρό με σκοπό να γίνει όσο μεγάλο γινόταν κάποιες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Την ημέρα της σφαγής γινόταν και η λεγομένη ''γουρουνόψαρα'', καθώς μαζευόταν όλη η γειτονιά για να ευχηθεί το ''καλό σόδιασμα'' και ψήνανε στην σχάρα ή τηγάνιζαν εντόσθια του ζώου, καθώς και κρέας και μαζί με κρασί και τραγούδια, που συνέχιζαν ως το βράδυ, έκλεινε η γουρουνοχαρά. Από το κρέας αυτό του γουρουνιού, φτιάχνανε τα λουκάνικα του σπιτιού, καθώς και τα ''σουλτούνια'', ένα είδος τοπικού σαλαμιού, που γινότανε άδοτο καλύτερο κρέας τη ''ρίμπιτσα'', δηλαδή το σημερινό μπον-φιλέ. Αυτά τα (λουκάνικα-σουλτούνια) αφού τα κρεμούσαν για στεγνώσουν με τον αέρα, τα είχαν και σαν κέρασμα στους ξένους, αλλά και σαν κυρίως φαγητό. Με το υπόλοιπο κρέας που περίσσευε κάνανε τον ''καβουρμά''. Αυτός γινότανε με το κρέας το οποίο βράζανε και το καβουρδίζανε μαζί με το λίπος και συνεχεία το βάζανε σε δοχείο, που συμπληρώνανε με λίπος, από το κρέας αυτό έτρωγαν την υπόλοιπη χρονιά αφού το είχανε μαγειρέψει.

Αυτός όμως ήταν και ένας τρόπος για την διατήρηση του κρέατος , αφού λείπανε την εποχή εκείνη τα σημερινά μέσα συντήρησης. Επίσης κάνανε και τις τσιγάριζες από το λίπος του γουρουνιού, ενώ παρασκευάζανε και τη ''λίγδα'' που ήταν το λίπος του γουρουνιού και το χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα αντί για βούτυρο, το οποίο ήτανε ακριβό. Αυτό το λίπος το κρατούσαν σε πήλινα δοχεία.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, η νοικοκυρά φρόντιζε να έχει έτοιμο το φαγητό, το οποίο ήτανε για όλα τα σπίτια οι σαρμάδες, που γινότανε με φύλλα αρμιάς και ο πατσάς από το κεφάλι του γουρουνιού. Τα γλυκίσματα, που συνήθιζαν ήταν οι κουραμπιές και ο μπακλαβάς.

Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και τις πρωτιές ώρες προς το χάραμα, τραγουδιότανε τα κάλαντα, που τραγουδιότανε και γιόρταζαν με ομαδική συμμετοχή των καστοριανών. Διάφορες παρέες, ακόμη και γέροι με μικρά φανάρια στο χέρι, γύριζαν στις γειτονιές και τραγουδούσαν. Όλα τα σπίτια είχαν αναμμένα τα φώτα και τους περίμεναν να έρθουν με τα βιολιά, τα μαντολίνα και τις φυσαρμόνικες να τραγουδήσουν, να κεραστούν και να πάρουν το φιλοδώρημα από κάστανα, μήλα, καρύδια, κυδώνια κ.λπ.

Τα τραγούδια που λέγανε ήταν διάφορα και ανάλογα πάντα με την κατάσταση του σπιτιού οικογένειας.

1. Στο σπίτι του σπιτιού, που είχε μικρό παιδί, τραγουδούσαν:

"Ένα μικρό μικρούτσικο, σπυρί μαργαριτάρι
για πλένε το για λούσε το εις το σχολείο να πιάνει
κι ο δάσκαλος να καρτερεί με τη χρυσή τη βέργα,
- Αμπρέ παιδί, καλό παιδί, που είναι τα γράμματα σου,
- Τα γράμματα μου στο σκολειό κι ο νους μου στην αγάπη
ο νους μου παραπάρθηκε και πάει στις μαυρομάτες".

2. Στην πόρτα του παπά τραγουδούσαν:

"Αφέντη μου στο σπίτι σου χρυσή καντήλα φέγγει
φέγγει στους ξένους να δειπνούν, τους ξένους να πλαγιάζουν
φέγγει και την καλούδα σου, να στρώνει να κοιμάσαι
να στρώνει τα τριαντάφυλλα, να πέφτεις στα λουλούδια
και τα κορφολογήματα τριγύρω στο λαιμό σου.
Κυρά εκκλησία θε να γενεί με 18 καμπάνες,
κάθε καμπάνα και κερί και κάθε τρεις διώμα,
και κάθε τρεις και τέσσερις η ώρα,
πανώρια βρύση να τρέχουνε τα κρύα νερά,
να πεινούν οι πελάτες..."
Και μετά φωνάζουνε:
"Κάστανα, καλά καρύδια στου παπά τα κεραμίδια"
Και μετά άνοιγε η πόρτα και άρχιζαν τα κεράσματα.

3. Εκεί που είχαν κορίτσι για παντρειά, τραγουδούσαν το εξής:

"Εδώ έχουν κόρη όμορφη, πανώρια θυγατέρα,
την προξενούν για βασιλιά, την προξενούν για ρήγα,
δε θέλει γιο του βασιλιά, πιο έχει αμπέλια 12, χωράφια 15,
πο έχει και μύλους 18, με όλους τους μυλωνάδες..."

4. Στο σπίτι που καθόταν μόνο ένα ανδρόγυνο, τραγουδούσαν πρώτα για την κυρά λέγοντας:

"Κυρά κυρά μου αρχόντισσα κι αρχοντοπαραδειγμένη,
σε κάλεσαν οι αρχόντισσες στην εκκλησιά να πάνεις,
κι ως που να πας ως που να 'ρθεις κι οπίσω να γυρίσεις.
οι στράτες ρόδα γιόμισαν τα μονοπάτια μόσχο".

5. Και στου αφέντη το σπίτι τραγουδούσαν:

"Αραδιαστείτε αμπρέ παιδιά όλοι με την αράδα
να πούμε τραγούδια ευγενικά να αρέσουν τα αφεντικά μας.
Αφέντης μας είναι καλός στον κόσμο ξακουσμένος
και ανάμεσα στο μαχαλά στύλους μαλαματένιους.
Ας είναι πολλά τα έτη του καλά και ευτυχισμένα".

6. Στα σπίτια πάλι που είχαν κάποιο γραμματιζούμενο, δικηγόρο, γιατρό, γενικά κάποιον μορφωμένο, τραγουδούσαν:

"Γραμματικός και λειτουργός και ψάλτης κι αναγνώστης,
έχει τον ουρανό χαρτί τη θάλασσα μελάνι,
και το μικρό το δάχτυλο και χύθηκε η μελάνι
και λέρωσε τα ρούχα του τα χρυσά και τα γαλάζια.
Έβαλε και φώναζε σε τρεις μεριές στο κάστρο
εις το Ντολτσο, εις το Τσάρσι και στην μεγάλη πόρτα;
- ποιος είναι άξιος και βουργός τα ρούχα μου να πλύνει;
μια κόρη απολογήθηκε από ψηλό παλάτι:
- Εγώ είμαι άξια και βουργή τα ρούχα σου να πλύνω".
-
7. Στην πόρτα του σπιτιού που είχε κάποιον ξενιτεμένο τραγουδούσαν:

"Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρετε κι εγώ έχω τον καημό σου,
να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
να στείλω και το δάκρυ μου δεμένο στο μαντήλι
το δάκρυ μου είναι καυτερό και καίει το μαντήλι".

Αυτά ήταν και τα τοπικά κάλαντα, τα οποία τραγουδιότανε μαζί με τα αλλά γνωστά σε όλο το πανελλήνιο τραγούδια αναγγέλλανε τη γέννηση του Χριστού.

Τα ίδια τραγούδια μαζί και με άλλα γνωστά της πρωτοχρονιάς, τραγουδούσαν το βράδυ που άλλαζε ο χρόνος μαζί πάλι με τη συνοδεία λαϊκών ορχηστρών καθώς και το πρωί της πρωτοχρονιάς.

Τώρα μετά τα τραγούδια, χτυπώντας τις πόρτες οι διάφορες παρέες, φωνάζανε:

"Κυρά-κυρά το δώρο".

Εάν όμως δεν άνοιγε κανένας την πόρτα και δεν έδινε δώρο, ξανάρχιζαν λέγοντας:

"Εσένα πρέπει αφέντη μου ντουρβάς με δεκανίκια,
να σε τραβάνε τα σκυλιά και πέντε δέκα λύκοι
και κυρά μου η ομορφιά γρήγορα να σε αφήσει
την κόρη σου την όμορφη βάλανε στο ζεμπίλι
και κρέμασε την στην ξενιτιά να μην τη τρων οι ψύλλοι".

Τη ημέρα αυτή της πρωτοχρονιάς στο καθιερωμένο μεσημεριανό φαγητό, στο οποίο καθότανε όλοι η οικογένεια, το κύριο φαγητό ήταν η πρωτοχρονιάτικη πίτα, την οποία έκοβε ο αρχηγός της οικογένειας και η οποία είχε το φλουρί.

Οι γιορτινές μέρες τελειώνουνε με τις γιορτές των Φώτων και του Αϊ-Γιάννη. Στην παλιά Καστοριά οι μέρες αυτές γιορτάζονταν με μεγαλοπρέπεια όπως και σήμερα. Την παραμονή των Φώτων, το πρωί στην εκκλησιά διαβαζότανε ο αγιασμός για να πάει καλά η χρονιά και μετά ο παπάς γυρνούσε σε όλα τα σπίτια και αγίαζε τους χώρους, καθώς και τους ενοίκους. Οι οποίοι βρισκόταν όλοι στο σπίτι και περιμένανε όλοι τον παπά. Την επόμενη μέρα των Φώτων, αφού όλοι πηγαίνανε στην εκκλησιά, μετά το τέλος αυτής, δημιουργούτανε πομπή και πρώτους τους παπάδες και τα εξαπτέρυγα, πηγαίνανε στη λίμνη.

Εκεί στην αποβάθρα ρίχνανε μετά τον αγιασμό, τον σταυρό μέσα στα παγωμένα νερά της λίμνης και ταυτόχρονα έπεφτε μέσα ένα πλήθος από κολυμβητές με σκοπό να πιάσουν το σταυρό. Τότε τα παλιά χρονιά η συμμετοχή ήταν μεγάλη, όπως και ο ανταγωνισμός και αυτός που έπιανε τον σταυρό θεωρούταν τυχερός και διαλεγμένος από τον Θεό.

Κατόπιν ο τυχερός που έπιανε τον Σταύρο στη λίμνη, μαζί με την παρέα του, γυρνούσε σε όλα τα σπίτια ψάλλοντας τροπάρια για να φιλήσουν και να προσκυνήσουν οι πιστοί τον Σταύρο.

Την ημέρα εκείνη καθώς κατεβαίνανε στη λίμνη, οι νοικοκυρές παίρνανε μαζί τους και τα εικονίσματα του σπιτιού, τα οποία τα πλένανε στα νερά, μετά τον αγιασμό τους, ενώ παράλληλα παίρνανε νερό, και ποτίζανε με αυτό τα ζωντανά του σπιτιού και ακόμη με αυτό αγιάζανε τα χωράφια τους και τα δέντρα τους.

Η μέρα αυτή θεωρούνταν "βαριά" γιορτή και μεγάλη αργία η οποία τηρούνταν σχολαστικά από όλους. Το μεσημεριανό τραπέζι άρχιζε με τον αγιασμό των σπιτιών από το νερό της λίμνης και ήταν πλούσιο σε φαγητά και γλυκά, ενώ το κύριος φαγητό ήταν πάλι όπως και τα Χριστούγεννα, σαρμάδες και πατσάς χοιρινός.

Ζ.1.α. Τα "ραγκουτσάρια" είναι το πιο γνήσιο ελληνικό καρναβάλι

Τα Καρναβάλια της Καστοριάς (Ραγκουτσάρια), αποτελούν αναβίωση των αρχαίων Διονυσιακών οργιαστικών τελετών, που γίνονταν από Αρχαιοτάτων χρόνων, στην μέση του Χειμώνα και αμέσως μετά την γιορτή της γέννησης του ήλιου στις 25 Δεκεμβρίου, (που πέρασε και στην Χριστιανική λατρεία με την καθιέρωση της γιορτής των Χριστουγέννων), προς τιμή της φύσης που θα αναγεννηθεί την Άνοιξη. Με τα Ραγκουτσάρια κλείνει το γιορταστικό δωδεκαήμερο, με χαρακτηριστικά Καστοριανά έθιμα που οι ρίζες τους φτάνουν στους πρώιμους κάτοικους της περιοχής, τους Δωριείς και τους Ορεστείς και αποτελούν σπάνιο δείγμα της ιστορικής συνέχειας του τόπου μας δια μέσου των αιώνων. Είναι απομεινάρι του γνήσιου Ελληνικού Καρναβαλιού και όχι έθιμο ξενόφερτο όπως το καθιερωμένο καρναβάλι της Αποκριάς και γιορτάζεται στις 6,7 και 8 Γενάρη. Το έθιμο δεν είναι άλλο από ένα καρναβάλι που όμως έχει τις ρίζες του πολύ βαθιά στα Ελληνορωμαϊκά χρόνια και κατόρθωσε παρά τις αντιξοότητες να επιβιώσει στο Βυζάντιο και στην Οθωμανική περίοδο. Το αρχικό όνομα του εθίμου ήταν "τσαρανιασμένοι ραγκουτσάρηδες" που σημαίνει οι βαμμένοι με μαύρο χρώμα στο πρόσωπο και το σώμα.

Άντρες ντυμένοι γυναίκες έναν αιώνα πριν

Το όνομά τους προέρχεται από τη λέξη Rogatores = Ζητιάνοι, παραπέμποντας άμεσα στη θεματολογία της μεταμφίεσης εκείνων που συμμετείχαν. Για την ακρίβεια, ντύνονται αλλοπρόσαλλα με παλιά ρούχα και βγαίνουν στις γειτονιές για να ζητήσουν διάφορα δώρα από τα σπίτια που επισκέπτονται ως αντίτιμο για τα ξόρκια και την απομάκρυνση του κακού πνεύματος από τη γειτονιά. Αν και αυτό θυμίζει τον εξορκοσμό των καλικάντζαρων (ένα έθιμο βαθύτατα χριστιανικό), η έρευνα ωστόσο μας οδηγεί ακόμα πιο πίσω, στη μακρινή αρχαιότητα. Αρχικά λοιπόν, το "φτιάξιμο" ήταν έμπνευση της στιγμής και οι κάτοικοι με πειράγματα, κεραστικά και φιλοδωρήματα έβγαιναν στους δρόμους και στα σπίτια.

Μέχρι το 1930 σημαντικό στοιχείο ήταν και η παρουσία του Βάκχου που έσερνε ένα γάιδαρο στολισμένο με κληματόφυλλα που κουβαλούσε το ξόανο του θεού Διόνυσου μέσα στο οποίο υπήρχαν βαρελάκια με κρασί! Με την επιστροφή των ξενιτεμένων Καστοριανών μετά το 1950 έκαναν την εμφάνισή τους και οι ευρωπαϊκές μεταμφιέσεις. Τα μεγάλα καφενεία "Αίγλη" και "Βυζάντιον" διοργάνωναν ολονύχτια γλέντια και τότε ξεκίνησαν οι πρώτες παρελάσεις.

Παρέλαση Ραγκουτσαριών

Τα Ραγκουτσάρια αποτελούν την τελευταία γιορτή του χριστουγεννιάτικου Δωδεκαημέρου, το οποίο σήμερα συμπίπτει με τις αρχαίες τελετές της Διονυσιακής λατρείας, που βασιζόταν στις μεταμφιέσεις. Στα χειμερινά "Διονύσια" ο θίασος των μεταμφιεσμένων περιφερόταν στις γειτονιές περιπαίζοντας τους πάντες (και προπαντός τους άρχοντες, γι΄αυτό και οι πολίτες κρύβονταν πίσω από κρανία ζώων και περίεργους χιτώνες), έτσι ακριβώς όπως περιφέρονται και σήμερα, με τη συνοδεία μουσικών οργάνων.

Πέρα από τις συμβολικές ερμηνείες του εθίμου, τα Καστοριανά Ραγκουτσάρια προσδίδουν σήμερα μια εύθυμη και διασκεδαστική νότα στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης, προσελκύοντας πολλούς επισκέπτες για ένα ξέφρενο γλέντι πέρα από τα καθιερωμένα. Το αποκορύφωμα των εκδηλώσεων σημειώνεται την Τρίτη μέρα, με έθιμο της Πατερίτσας, όπου από νωρίς το απόγευμα τα μπουλούκια (παρέες) των μεταμφιεσμένων ξεχύνονται σε μια ατέλειωτη παρέλαση χορεύοντας και σατιρίζοντας πρόσωπα και πράγματα. Κάθε μπουλούκι επιλέγει ένα θέμα της επικαιρότητας και το ζωντανεύει με πρωτότυπους και εφευρετικούς τρόπους, διεκδικώντας το α΄βραβεία από το Δήμο Καστοριάς. Στο τέλος όλοι μαζί καταλήγουν στο Ντολτσό και ξεχύνονται στα καλντερίμια προσπαθώντας να επιβληθεί το ένα μπουλούκι στο άλλο, με τις μουσικές και τις φασαρίες τους γενικότερα. Η τελευταία αυτή μέρα λέγεται και "πατερίτσα" γιατί είναι το τέλος των εορτών. Το πατάρι, ο πάτος, που προέρχεται από την φράση, που λέγεται στην πόλη "ο πάτος του κρασιού, που απόμεινε στο βαρέλι".

Στα Ραγκουτσάρια παίρνουν μέρος όλοι οι Καστοριανοί, άνδρες και γυναίκες, σε "μπουλούκια", από διάφορες γειτονιές, το καθένα με τα "όργανα" του που γλεντούν, μέσα σ' ένα πανζουρλισμό, χωρίς κοινωνικές διακρίσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποικιλία των μουσικών οργάνων, που εκτός από τα παραδοσιακά (ζουρνάδες, γκάιντες κ.ά.), από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας προστέθηκαν τα λαϊκά "τακούμια", κρουστά και κυρίως πνευστά, χάλκινα όργανα, κατάλοιπα των μεγάλων στρατιωτικών μπάντων που κατά καιρούς περνούσαν από την πόλη. Η αναλογία με τις μεγάλες μπάντες πνευστών της Νέας Ορλεάνης στις Η.Π.Α., που δημιούργησαν την ορολογία και το παγκόσμια καθιερωμένο μουσικό είδος της τζαζ, είναι εμφανής.

Ζ.2. ΑΠΟΚΡΙΕΣ

"Μπουμπούνες"

Τις ημέρες της αποκριάς και ειδικότερα μεταξύ της πρώτης Κυριακής της Τυροφάγου, γιορτάζονταν δυο πολύ όμορφα έθιμα, που είναι οι "μπουμπούνες" και ο "χάσκαρης".

Οι "μπουμπούνες" είναι φωτιές μεγάλες, που ύψωναν φλόγες περίπου 10-12 μέτρα , οι φωτιές αυτές άναβαν σε κάθε μαχαλά από τα παιδιά του. Ανάβανε 2 φωτιές, μια τη πρώτη Κυριακή της αποκριάς, την μικρή μπουμπούνα, που ήτανε και η μικρότερη φωτιά σε έκταση και μια Κυριακή της Τυροφάγου την "μεγάλη μπουμπούνα", που ήτανε και η μεγαλύτερη.

Το έθιμο αυτό της φωτιάς είναι κατάλοιπο της ειδωλολατρίας και της πυρολατρίας, όπου χρησιμοποιούσανε τη φωτιά για εξαγνισμό.

Οι προετοιμασίες για τις φωτιές από ένα σχεδόν μήνα πριν από τις ημέρες αυτές, καθώς τα παιδιά της κάθε ενορίας ξεκινούσαν από πολύ νωρίς για την συγκέντρωση των καύσιμων υλικών, που ήταν καλάμια, ξύλα κ.τ.λ. Τα υλικά αυτά τα συγκέντρωναν σε ορισμένους χώρους για να μην τα κλέψουνε τα παιδιά του άλλου μαχαλά μέχρι και την τελευταία μέρα.

Παράλληλα και κάθε σπίτι προετοιμαζότανε για την γιορτή της αποκριάς. Οι προετοιμασίες αυτές αποβλέπανε κυρίως στο φαγητό και στην προμήθεια χαλβάδων και αυγών. Τις προηγούμενες μέρες πριν από την Κυριακή και ειδικότερα την Παρασκευή και το Σάββατο γινότανε στην πλατεία του Ντολτσού μεγάλη αγορά, όπου εκεί οι διάφοροι χαλβατζήδες φέρνανε και εξέθεταν τους χαλβάδες τους για πώληση και ο κάθε οικογενειάρχης έπρεπε να αγοράσει το σχετικό για τις Αποκριές, ο οποίος ήταν απαραίτητος σύμφωνα με το έθιμο για κάθε σπίτι.

Την άλλη μέρα την Κυριακή, άρχιζε ο εορτασμός της "Τρανής αποκριάς". Από το πρωί άρχιζαν στην πόλη οι πυροβολισμοί, οι οποίοι παίρνανε μεγάλη έκταση. Εκτός από τα όπλα χρησιμοποιούσαν και τα κουμπούρια και τα "σιαφ". Επίσης χρησιμοποιούσαν και βεγγαλικά.

Από νωρίς το απόγευμα τα παιδιά του μαχαλά βγάζανε τα ξύλα, που είχαν ήδη μαζέψει από την αποθήκη και έστηναν την μπουμπούνα στο κέντρο του μαχαλά, υπήρχε δε μεγάλος συναγωνισμός μεταξύ των παιδιών για το ποιος μαχαλάς θα κάνει τη μεγαλύτερη μπουμπούνα, για τον λόγο αυτό άλλωστε βάζανε και φύλακες της "μπουμπούνας". Όταν το βράδυ ανάβανε οι μπουμπούνες, όλοι η Καστοριά έλαμπε και πυροβολισμοί και τα βεγγαλικά γενικευότανε. Γύρω από κάθε μπουμπούνα η γειτονιά έβγαζε και κερνούσε διάφορα κρασιά και ρακί με μεζέδες, γύρω δε από τη φωτιά, στηνόταν χορός, τον οποίο άρχιζαν γεροντότεροι ενώ παράλληλα με τα τραγούδια λεγόταν και πολλές εύθυμες ιστορίες.

Όταν τέλειωνε η φλόγα της "μπουμπούνας" και έμενε η στάχτη, όλοι πηδούσαν με τη σειρά πάνω από αυτήν , "για να κάψουν τους ψύλλους τους και να μην τους έχουν το καλοκαίρι" όπως πίστευε ο λαός.

Μετά την "μπουμπούνα" γινότανε σε κάθε σπίτι το πατροπαράδοτο "αποκριάτικο τραπέζι", που από αυτό δεν έλειπε κανένα μέλος της οικογένειας. Στο τραπέζι αυτό τα φαγητά ήταν πλούσια και πολλά, ήταν όμως απαραίτητο φαγητό ο "ταβάς με ψάρι".

Μετά το τέλος του δείπνου γινότανε ένα άλλο έθιμο ο Χάσκαρης. Αυτό πήρε το όνομά του από το στόμα του ανθρώπου, το οποίο είναι συνέχει ανοιχτό, δηλαδή "χάσκει" και προσπαθεί να πιάσει το αυγό με το στόμα.

Ο χάσκαρης γινότανε από τον μεγαλύτερο της οικογένειας.

Μετά το τέλος του βάζανε φωτιά στην κλωστή που ήτανε δεμένο το αυγό και ανάλογα με το αν καιγότανε όλη η όχι προσπαθούσαν να μαντέψουν για το πώς θα μεγαλώσουν και τι σοδειά θα παίρνανε από τα σιτάρια και όλα τους γενικά τα χωράφια.

Τα έθιμα αυτά της "μπουμπούνας" και του "χάσχαρη" γινότανε μέχρι και σήμερα, χωρίς όμως εκείνη την παραδοσιακή εικόνα των παλιών χρόνων.

Την επόμενη μέρα των μπουμπούνων που ονομάζεται καθαρά Δευτέρα όλος ο κόσμος μαζεύεται στους κάμπους και διασκεδάζει με το δικό του τρόπο παίζοντας διάφορα παιχνίδια.

"Στήσιμο" μπουμπούνας
Η φωτιά - μπουμπούνα σε εξέλιξη

Ζ.3. ΠΑΣΧΑ

Το Πάσχα είναι μια ιδιαίτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Εκείνες τις μέρες, τις Μεγάλης Εβδομάδας, όλοι οι Χριστιανοί πηγαίνουν στην εκκλησιά και βιώνουν τα πάθη του Χριστού.

Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης οι νοικοκυρές αφού έχουν μαζέψει τα αυγά τα βάφουν κόκκινα, στο χρώμα του αίματος. Και το απόγευμα της ίδιας μέρας τα παιδιά επισκέπτονται τις νονές και τούς νονούς για να τους προσφέρουν μερικά κόκκινα αυγά και ως αντάλλαγμα παίρνουν λαμπάδες που θα τις χρησιμοποιήσουν την μέρα της ανάστασης.

Την ίδια μέρα το βράδυ μετά την λειτουργία ακολουθεί ο στολισμός του επιταφίου από μερικούς πιστούς. Την Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ γίνεται περιφορά των επιταφίων διαφόρων εκκλησιών και συνάντηση αυτών στην πλατεία Ομονοίας. Την μέρα της ανάστασης ο παπάς μοιράζει τα άγιο φως με το οποίο οι χριστιανοί ανάβουν τις λαμπάδες τους. Ακολουθεί το τσούγκρισμα των αυγών και όλοι φωνάζουν "Χριστός Ανέστη" και "Αληθώς Ανέστη". Γυρίζοντας σπίτι οι πιστοί σταυρώνουν την εξώπορτα του σπιτιού τους με το άγιο φως και τρώνε την μαγειρίτσα.

Ζ.3.α. ΡΟΔΑΝΗ

Το εξαιρετικό θέαμα του Πάσχα στην Καστοριά ήταν η "ροδάνη" όπου διασκέδαζε ο κόσμος. Ροδάνες υπήρχαν σε πολλά σημεία της πόλης , αλλά οι μεγαλύτερες ήταν της Μήτσαινας, του Ξέρυχη, του Τσάνα, του Ντολτσού και μερικές άλλες. Σε αυτές έπαιζαν ζουρνάδες και άλλα όργανα όπως νταούλια (αυτά τα όργανα τα έπαιζαν γύφτοι πληρωμένοι) και το βράδυ στηνότανε και ο χορός όπου προσφερόταν ποτά και μεζέδες, φωτιζόντουσαν με "μασιαλοϊδες" δηλαδή με δαδιά και ξύλα αναμμένα επάνω στον τρίποδα με σχάρα. Το "κούνημα" γύρισμα στην "ροδάνη" γινότανε έναντι χρημάτων του μαχαλά. Η ροδάνη αποτελούταν από τα "τσετάλια", τον "δράχτην", τα "λιοντάρια", τα "στυλιάρια", τα "σκουλαρίκια", και τα "σκαμνιά". Όταν πληρωνότανε κάποιος περισσότερα η ροδάνη γυρνούσε ανάποδα και ο κόσμος γελούσε. Όλα τα παράθυρα των γύρω σπιτιών ήταν γεμάτα γυναικόπαιδα που παρακολουθούσαν τη ροδάνη.

Στη γιορτή της "ροδάνης" ήταν και το "γκιλιβέντι". Ένα μπουκάλι γυάλινο η μεταλλικό που είχε ροδόσταγμα, που μοσχοβολούσε. Όταν περνούσε κανείς από εκεί ο "γκιλιβνενίτζης" που έφραζε το δρόμο και ράντιζε τον περαστικό με ροδόσταγμα κίνων το "γκιλιβέντι" που είχε στο πώμα του τρυπίτσες. Έπρεπε ο περαστικός να δώσει τα δώρο, το "μπαχτσίσι". Η ροδάνη κρατούσε μέχρι την ημέρα του Αγίου Θωμά.

Ζ.4. ΤΑ ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΗΜΑΤΑ

Ο γάμος είναι ένα έθιμο από τα πιο πλούσια σε τοπικό χρώμα και χαρακτήρα, με πολλή γραφικότητα, με άπειρες πατροπαράδοτες και πρωτότυπες συνήθειες και με μια ποικιλία δημοτικών τραγουδιών. Για τα χωριά είναι το μεγαλύτερο, το πιο χαρμόσυνο γεγονός, γι αυτό παίρνει έννοια τοπικού πανηγυριού στο οποίο λαμβάνουν μέρος όλοι. Στη Χαρά βρίσκουν την ευκαιρία να διασκεδάσουν, να ξεφύγουν από τη μονότονη καθημερινή τους ζωή. Γι αυτό πάντα το γάμο τον περιμένουν με ανυπομονησία και τον οργανώνουν με τον καλύτερο τρόπο ώστε να ευχαριστηθούν όλοι οι καλεσμένοι.

Στα παλιά χρόνια, το ξέρουμε όλοι, τα παντρολογήματα γίνονταν πιο πολύ από τον πατέρα και λιγότερο από τη μάνα. Αυτοί διάλεγαν τη νύφη για το γιο τους και τον γαμπρό για την κόρη τους. Την εκλογή την έκανε ο πατέρας και τη δουλειά την αποτελείωνε ο προξενητής ή η προξενήτρα. Οι νέοι μάθαιναν στα ξαφνικά ότι τους αρραβώνιαζαν, χαμήλωναν τα μάτια και δεν έβγαζαν άχνα. Αντίρρηση καμιά. Ό,τι είπε ο πατέρας κι όπως πρόσταζε η συνήθεια και το έθιμο.

Τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι σαν δεύτερη θρησκεία τηρούσαν με πίστη τα έθιμά τους. Κι όχι μόνο τα τηρούσαν πιστά, αλλά τα μετάδιναν στις κατοπινές γενιές, σαν κάτι το αναπόσπαστο με τις τελευταίες ορμήνιες, που άφηναν στους δικούς τους, όταν έφθανε η ώρα για το μεγάλο ταξίδι που γυρισμό δεν είχε.

Ένα από τα έθιμα του παλιού καιρού ήταν να αγοράζει ο γαμπρός τη νύφη δίνοντας ένα χρηματικό ποσό. Η τιμή της κάθε νύφης μεγάλωνε ανάλογα με την ομορφιά της και την ηλικία της. Αν λοιπόν ο γαμπρός "τον φυσούσε τον παρά", μπορούσε να βρεί νύφη και κάτω από δεκαπέντε χρονών, που να "πίνεται στο ποτήρι". Αν όμως δεν είχε χρυσάφι για να πληρώσει τα πεθερικά του τότε πήγαινε στη βρύση του χωριού και την έκλεβε. Οι απαγωγές εκείνο τον καιρό δε θεωρούνταν ούτε άπρεπες, ούτε παράνομες, αλλά φανέρωναν την παλικαριά του άντρα.

Έχει διασωθεί κι ένα σχετικό τραγούδι, που αναφέρεται στην εξαγορά της νύφης:

Παντρολογιέται η Ζόλια μας, του Νάνου η θυγατέρα
Πούχει τον ήλιο πρόσωπο, χρυσάφι τα μαλλιά της.
Ο Νάνος θέλει ακριβά την κόρη να πουλήσει
Κι ο νιός από τον πόνο του πέφτει για να πεθάνει
......................................................................
αν δε μου δώσει εκατό, τη Ζόλια δε την παίρνει
Πέρασε κάμποσος καιρός, ξεγέρεψε τ αγόρι
.....................................................................
κι ένα βράδυ καλοκαιριού την ώρα που η Ζόλια
στους πιστικούς επήγαινε προσφάι για να φάνε
άρπαξε την ομορφονιά και στα ρουμάνια εκρύβη.
Ο Νάνος βαλαντώθηκε κι έπεσε στο κρεβάτι
Γιατί έχασε τη Ζόλια του δίχως να πάρει γρόσι.

Τα προξενιά

Αρχίζω πρώτα από τους προξενητάδες και τις προξενήτρες που το είχαν σαν επάγγελμα να αρραβωνιάζουν και να παντρεύουν τους λεύτερους.

Δεν πρόφταινε το κορίτσι να πατήσει στα 17 ή 19 του χρόνια, άρχιζαν τα "Προξενιά" άρχιζαν να ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες του σπιτιού οι προξενητάδες.

Για τη Νάσαινα του Πάππου -λένε- που ήταν η πιο επιτήδεια στη δουλειά
αυτή ότι αρραβώνιασε τους περισσότερους στην Καστοριά.

Πήγαινε λοιπόν στους γονείς του κοριτσιού κι αράδιαζε χίλιους επαίνους:

"Σας έφερα ένα παιδί, αμα τι παιδί! λεβέντην, όμορφο, νοικοκύρης, κουβαλητής με του παραπάνω. Έχει δική του δουλειά, ούντε χαρτιά παίζει, ούτε μεθύστακας είναι, μια τσιγάρα μόνε την ημέρα πίνει κι αυτήν σαν άντρας που είναι. Αν έχετε τύχη και τουν πάρετε, δε ξέρετε πόσο θα χαρώ, κι ας κάμουν πακ κάτι άλλες που θα ακούσουν..."

Αν ήταν βαλτή από τον πατέρα της νύφης πήγαινε στο σπίτι του νέου κι έλεγε:

"Σας έφερα ένα καλό κορίτσι, 16 χρονών, όμορφο σαν μπουγάτσα, σβέλτα κι άξια για όλα. Σουκάκια δεν ξέρει, παρβατάει και μάτι δε σηκώνει. Νοικοκυρά με το παραπάνω, στράφτει και λάμπει απού την πάστρα και την αράδα. Και πίτα στουν σιάτσι ψένει και ζυμώνει μόναχη. Ένα τσιουπί μάλαμα! Κι έχει εξόν από την προίκα, και "τράχουμα" και κάτι καρυδιές στους Ντουπιάκους..."

Σαν τελείωναν τα προξενιά και ήταν σύμφωνοι και από τα δυο μέρη, έστελνε ο γαμπρός ένα δαχτυλίδι με διαμαντόπετρες αστραφτερές στον πατέρα της νύφης με τον προξενητή κι εκείνος τον δώριζε ένα μεταξωτό μαντίλι που με καμάρι τόριχνε στον ώμο του να τον κοιτάζει ο κόσμος.

Ο γαμπρός κατόπιν έπαιρνε το σόι του και πήγαινε επίσκεψη στο σπίτι της νύφης. Και βέβαια δεν ερχόταν με άδεια χέρια. Πάντα και κάτι θάφερνε: πότε λουκούμια, πότε ζαχαρικά. Κι όσες φορές ερχόταν πάντα παρέα έκανε με τον πεθερό και την πεθερά ενώ η νύφη ήταν "καϊπιωμένη". Μόνο σα χρειαζόταν να κεράσει, έμπαινε με κατεβαστά τα μάτια και ορθή στην πόρτα. Ντροπή μεγάλη ήταν να καθήσει στο κιόσκι ή την καρέκλα και να φανούν τα γόνατά της. Από τον αρραβώνα μέχρι το γάμο η νύφη δεν έπρεπε να πάει στο σπίτι του γαμπρού.

Έτσι γινόταν ο αρραβώνας ο Καστοριανός ο "καναγκιουρίσιος" ο αγνός
κι αρχοντικός, κι αυτές ήταν οι σχέσεις των αρραβωνιασμένων μεταξύ τους.

Ο χαιρετισμός

Ύστερα από τα προξενιά στην "καναγκιουρίσια" Καστοριά, ακολουθούσε ο χαιρετισμός. Η θαυμαστή βραδιά με τα πολλά κεράσματα και το τρικούβερτο γλέντι τα επίσημα δηλ. αρραβωνιάσματα - όπου συγγενείς και φίλοι του γαμπρού και της νύφης αλληλογνωρίζονταν, τρώγανε μαζί, χορεύανε μαζί, χαίρονταν μαζί.

Ο χαιρετισμός γινόταν ή στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης, όποιο είχε τον πιο μεγάλο "δοξάτο" δηλ. την πιο μεγάλη σάλα και τους περισσότερους οντάδες. Όριζαν ακόμη για το χαιρετισμό τις "κεράστρες", τους "μπράτιμους" - παράνυμφους - και τον κελαρτζή, τον μπουφετζή της βραδιάς και στον καθένα πρόσφερναν από μια άσπρη κολλαριστή ποδιά που θάπρεπε να τη φορέσει.

Το βράδυ του χαιρετισμού το κελάρι του σπιτιού άλλαζε όψη. Γινόταν το πιο πλούσιο μπαρ, η πιο πικάντικη ταβέρνα.

Ευλογημένα χρόνια! Όλο αυτό το γενικό ξεσήκωμα είχε πολλή γραφικότητα, μια συγκινητική ομορφιά, είχε χαροκοπιά, πολλή χαροκοπιά! Βούϊζαν - μπούτσιαζαν όπως λένε στην Καστοριά τα σοκάκια από τα "βγελιά", τα λαϊκά μας όργανα, από την ώρα που ξεκινούσε το συμπεθεριό του γαμπρού για να πάει στο σπίτι της νύφης.

Στο σπίτι της νύφης, μαζεμένο το δικό της σόι, τους περίμεναν με αγωνία, με ανυπομονησία και λαχτάρα, με περιέργεια και χαρά, γι αυτό μόλις τους άκουγαν ότι έρχονταν έπαιρνε ο καθένας τη θέση του. Αραδιάζονταν δηλ. όρθιοι στη σειρά, από κάτω την εξώπορτα ως επάνω στο "δοξάτο". Χωριστά οι άντρες, χωριστά οι γυναίκες. "Καλωσορίσατε", "κατά τον πόθο σας", "να σας είναι γυρισμένα", "καλά στερνά", "με τέλη αγαθά" και πλήθος άλλες ευχές.

Λουσμένη, καλοχτενισμένη η νύφη με το καλό της φουστάνι, γύρω-γύρω όλο πιέτες - "πάστες" τις λέγανε στην Καστοριά - κεντημένο με χάντρες και χρυσά γαϊτάνια, πρώτη αυτή πήρε το γλυκό να κεράσει την πεθερά και τον πεθερό και μετά οι κεράστρες κέρασαν τους υπόλοιπους.

Όλοι οι συμπέθεροι πιάστηκαν στο χορό και χόρεψαν άλλος συρτό, άλλος τσάμικο, άλλος την Καραγκούνα. Και ποιό τραγούδι δεν τραγούδησαν: της Νέτας, της Ρουσσούλαινας, της Ρίνκως του Γιαννούτα... και άλλα πολλά.

Φεύγοντας χαιρετούσαν όλους, χαιρετούσαν και τη νύφη και μαζί με τις ευχές πρόσφεραν και δώρα. Ο πεθερός δώριζε πεντόλιρα, η πεθερά ντούμπλα και ο γαμπρός όλο συγκίνηση κρεμούσε στο λαιμό της χρυσή καδένα. Έσκυβε ύστερα και τη φιλούσε στο στόμα. Θεέ μου! Το καημένο το κορίτσι! Ήταν το πρώτο φιλί και αυτό που ένιωθε μέσα του ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, το καινούριο. Η ώρα αυτή, που ο γαμπρός έδινε το φιλί ήταν το πιο χαρακτηριστικό σημείο στα "αντέτια", - στις συνήθειες του χαιρετισμού- το λεγόμενο "τσιεράνιασμα" της νύφης, δηλ. το μαύρισμα, το μουντζούρωμα.

Όλοι φρόντιζαν νάχουν θέση για να απολαύσουν το θέαμα. Πολλοί ανέβαιναν στις καρέκλες και τα έξυπνα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν.

Μόλις έφταναν στο σπίτι του γαμπρού, άρχιζε η ετοιμασία για την υποδοχή του συμπεθεριού της νύφης, που κι αυτό με τα "βγελιά" κατέφθανε, ανταποδίδοντας αμέσως το ίδιο βράδυ την επίσκεψη.

Έτσι γινόταν ο χαιρετισμός στην Καστοριά. Χαίρονταν όλο το σόι και η χαροκοπιά κρατούσε μια βδομάδα.

Η Χαρά

Λίγες μέρες πριν από τα στεφανώματα προσκαλούσαν συγγενείς και φίλους. Τα προσκλητήρια της νύφης - τεσκερέδες τάλεγαν - ήταν απλά: ή μόνο για τη στέψη, ή με την προσθήκη: "το δε Σάββατον και εις το χορό των κορασίων". Αντίθετα οι προσκλήσεις του γαμπρού ήταν πολλών ειδών: για τη στέψη εκείνες που σημείωναν: "και μετά το δείπνον εις το χορόν" και οι άλλες που έγραφαν: "και εις το μπουρέκι" - δηλ. το γαμήλιο δείπνο.

Στα πιο παλιά χρόνια σε μερικά προσκλητήρια σημείωναν: "και με το τακούμι σας", δηλ. έπρεπε να παρευρεθούν στο δείπνο με το σερβίτσιο τους, (πιάτα, ποτήρια κ.λπ.) τα οποία φεύγοντας έπαιρναν άπλυτα.

Κι ας πάρουμε με τη σειρά όλα τα παλιά αντέτια της Χαράς.

Αρχή ήταν τα "προζύμια", δηλ. το πιάσιμο του ρεβυθένιου προζυμιού για τα "παρμάκια" - τα ψωμιά - με τα οποία καλούσαν τον κουμπάρο και τους μπράτιμους.

Το πρωί της Παρασκευής στο σπίτι της νύφης αράδιαζαν την προίκα. Το απόγευμα το σόι του γαμπρού με τα βγελιά πήγαιναν και την έπαιρναν ενώ μαζί τους φέρνανε και τα δώρα του γαμπρού τη μπογιά, κουφέτα και ένα μαντίλι. Με τη μπογιά η νύφη έβαφε τα μαλλιά της. Την ίδια μέρα μετρούσαν στον προξενητή και το "τράχωμα" - τα χρυσά νομίσματα.

Κατά το φόρτωμα της προίκας απαραίτητος ήταν ο προσκεφαλοπόλεμος μεταξύ των νεαρών φίλων του γαμπρού.

Μεσημέρι Παρασκευής και στα δυο σπίτια, νύφης και γαμπρού, τρώγανε του καλού καιρού ακούγοντας το "παθητικό νουμπέτι" από τον αξέχαστο Μπήτα και την παρέα του. Το απόγευμα άρχιζεν ο χορός που κρατούσε μέχρι τα ξημερώματα.

Σάββατο πρωίπήγαιναν τη μέλλουσα νύφη στο χαμάμ μια φιλενάδα της ή η αδελφή της για να πλυθεί και το βράδυ της ίδιας μέρας, έδινε και έπαιρνε στο σπίτι της "ο χορός των κορασίων". Χόρευαν μόνο τα κορίτσια, οι άντρες και οι γυναίκες όχι.

Κυριακή πρωί η κόρη έφερνε για τελευταία φορά νερό από τη βρύση με συντροφιά τις αγαπημένες φιλενάδες της. Κατόπι μπροστά στον καθρέφτη έντυναν την κόρη με τα νυφικά της, την στόλιζαν και της χτένιζαν τα μαλλιά με το τραγούδι:

Έχεις μαλλιά τετράξανθα στους ώμους σου ριγμένα
Σου τα χτενίζουν άγγελοι με τα χρυσά τα χτένια

Ταυτόχρονα ετοιμάζονταν στο σπίτι του και ο γαμπρός. Ο κουρέας τον ξύριζε ενώ οι γειτόνισσες χόρευαν και τραγουδούσαν:

Αργυρό ξουράφι σύρε αγάλι, αγάλι
Τρίχα μη ραγίσει, τρίχα να μην πέσει
Και κακοκαρδίσει τα αρχοντόπουλό μας
Τα άστρο το λαμπρό μας...

Το απόγευμα για τη στέψη, έφταναν οι καλεσμένοι του γαμπρού με τα "βγελιά" στο σπίτι της νύφης, για να την πάρουν.

Η πομπή για την στέψη στην εκκλησία είχε αυτή τη σειρά: Μπροστά μπροστά οι μουσικοί του γαμπρού, ακολουθούσαν τα αγόρια και τα κορίτσια, η νύφη και από δίπλα της μια ή δυο άσχημες γυναίκες, ώστε να φαντάξει μόνο η δική της ομορφιά. Ακολουθούσαν οι καλεσμένοι άντρες του γαμπρού, ο γαμπρός, οι υπόλοιποι καλεσμένοι και τελευταίοι οι μουσικοί της νύφης. Η πομπή αυτή περνούσε από τους δρόμους της Καστοριάς με σπάνια μεγαλοπρέπεια και ομορφιά!

Μετά τη στέψη όσοι ήταν καλεσμένοι στο "μπουρέκι" δηλ. στο γαμήλιο δείπνο, ακολουθούσαν τον γαμπρό, οι άλλοι επέστρεφαν στα σπίτια τους.

Πριν μπεί η νύφη στο σπίτι της έδιναν μια κουταλιά γλυκό για νάναι γλυκειά στους τρόπους της με όλους. Με τον ίδιο συμβολισμό κερνούσε και αυτή τον πεθερό της, ενώ θάπρεπε καλύτερα να κερνούσε την... πεθερά της.

Κι άρχιζεν ο χορός. Πρώτος ο παπάς, τα πεθερικά, οι κουμπάροι, οι μπράτιμοι και η νύφη με το γαμπρό.

Όταν χόρευε η νύφη τα "βγελιά" έπαιζαν το νυφιάτικο:

Το καραβάκι το, μπρε το μικρό, θέλω να τα αρματώσω
Να έβγω στον περίπατο, ίσως και σ ανταμώσω

Για τον κουμπάρο άλλαζαν τα λόγια:

Κουμπάρος που στεφάνωσε, τα δυο τα κυπαρίσσια
Ν΄αξιώσει ο Θός, να κάμει και βαφτίσια

Τραγουδούσαν πολλά άλλα τραγούδια για όλους τους καλεσμένους.

Μια βδομάδα και παραπάνω κρατούσε η Καστοριανή Χαρά τον καιρό εκείνο. Κι επειδή στην Καστοριά υπήρχαν και Τούρκοι και Εβραίοι, μια μέρα καλούσαν τους Τούρκους, μια άλλη τους Εβραίους και τις υπόλοιπες μέρες γλεντούσαν οι Καστοριανοί.

Α!!! πούναι τα μεγαλεία εκείνα γιέ μου τώρα; Τα όμορφα τα αντέτια μας, τα χαροκόπα γλέντια μας, οι καναγκιουρίσιες οι Χαρές; ακούς να λένε οι γεροντότεροι και έχουν αληθινά δίκιο...

Η. ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

"Στην Καστοριά για ψαράς για γουναράς"

Η.1. ΓΟΥΝΟΠΟΙΪΑ

Το πιο παραδοσιακό επάγγελμα της Καστοριάς είναι αυτό του γουναρά. Η παραγωγή και το εμπόριο προϊόντων γούνας για την Δυτ. Μακεδονία και ιδιαίτερα για την Καστοριά έχει μακρόχρονη παράδοση, που χρονολογείται στην εποχή του Βυζαντίου. Στις αρχές του 1900, στην αυλή ή στο δουξάτο του σπιτιού ήταν τα "ντέγκια", δηλαδή οι σάκοι των αποκομμάτων από τα δέρματα. Καθισμένοι οι τεχνίτες γύρω από ένα τραπέζι, στο "μαγαζί" όπως αποκαλούσαν τότε αυτόν τον χώρο, ξεδιάλεγαν τα αποκόμματα ανάλογα με το μέγεθος, το τρίχωμα, το χρώμα και το μέρος από το σώμα του ζώου που προερχόταν.

Η πόλη της Καστοριάς και της Σιάτιστας αποτελούν το επίκεντρο της γούνας στην Ελλάδα. Ο κλάδος της γούνας και ειδικότερα η μεταπολεμική του πορεία σ΄αυτές τις δύο περιοχές της Δ. Μακεδονίας επέδρασε σημαντικά στην οικονομική κοινωνική και δημογραφική εξέλιξη της περιοχής με βασικό χαρακτηριστικό την μονοεπαγγελματική διάρθρωση της παραγωγής και της απασχόλησης.

Από την συνολική ελληνική παραγωγή γουναρικών το 98% εξάγεται.

Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κύρια η Γερμανία, η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία αποτελούν τις παραδοσιακές αγορές των προϊόντων της Ελληνικής Γουνοποιίας και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80 απορροφούσαν το σύνολο σχεδόν της παραγωγής της. Προς τα τέλη της δεκαετίας του '80 διάφοροι παράγοντες (οικονομική ύφεση, αλλαγή καταναλωτικών προτύπων, οικολογική εκστρατεία κ.λπ.) συνέβαλλαν στο να μειωθεί, σχεδόν στο μηδέν, η παραγωγική δραστηριότητα η δε κατανάλωση να υποστεί αρνητικούς κλυδωνισμούς. Η δομή της εξαγωγικής δραστηριότητας αλλάζει για την δεκαετία του '90 με αποτέλεσμα η Γερμανία, οι Η.Π.Α. και η Ρωσία να είναι οι σπουδαιότεροι πελάτες των γουνοποιητικών επιχειρήσεων της Ελλάδας.

Οι εξαγωγές του κλάδου της ελληνικής γουνοποιίας συνολικά την τελευταία τετραετία διαμορφώθηκαν
ως εξής: (Ποσά σε εκατ. δρχ. ΠΗΓΗ: ΚΕΠΥΟ)

ΕΤΟΣ
1996
1997
1998
Χώρες Ε.Ε.
20,927
23,689
23,689
Τρίτες χώρες
38,318
60,883
60,883
ΣΥΝΟΛΟ
59,245
84,572
84,572

Το συνάλλαγμα που εισάγει ο κλάδος υπολογίζεται ότι αποτελεί κατά μέσο όρο περίπου το 6% του συνολικού συναλλάγματος που εισρέει στην Ελλάδα ετησίως. Εκτός από τα συναλλαγματικά οφέλη που προσφέρει ο κλάδος έχει και στρατηγική σημασία για την χώρα μας καθότι οι Ελληνικές γουνοποιητικές επιχειρήσεις επεξεργάζονται το 12% της παγκόσμιας παραγωγής γουνοδερμάτων για ίδιο λογαριασμό και παράγουν περίπου το 30% των προϊόντων γούνας παγκοσμίως.

Όσον αφορά την σημασία του κλάδου για την τοπική οικονομία ο κλάδος της γούνας αποτελεί έναν από τους δυναμικότερους ίσως και τον δυναμικότερο κλάδο της μεταποίησης της Δυτ. Μακεδονίας και κατέχει σημαντική θέση το ΑΕΠ αυτής. Για παράδειγμα η συμμετοχή του κλάδου της γούνας στο ΑΕΠ του Νομού Καστοριάς ανήλθε το 1997 σε ποσοστό 60,25%. Συγκεκριμένα ο κλάδος της Ελληνικής γουνοποιίας εισέφερε στην περιοχή κατά το 1997 εισόδημα που ξεπερνά τα 84 δις δραχμές και συμμετέχει με ποσοστό 10,24% στο ΑΕΠ της περιφέρειας το αντίστοιχο έτος.

Η επεξεργασία γουναρικών εξεταζόμενη κατακόρυφα περιλαμβάνει την εκτροφή γουνοφόρων ζώων σε ειδικά διαμορφωμένες φάρμες, την παραλαβή των δερμάτων τους και τη δέψη αυτών μαζί με το τριχωτό μέρος τους, την βαφή ή μη του τριχώματος, τη συρραφή των δερμάτων αυτών και την εμπορία τους προς τους τελικούς καταναλωτές μέσω χονδρεμπόρων και καταστηματαρχών στο εσωτερικό και το εξωτερικό.

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΛΕΤΕΡ (120 x 230) ΑΠΟ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΑ

1. Επιλογή - διαλογή ειδών των αποκομμάτων.
2. Κόψιμο - καθάρισμα του υλικού.
3. Χρωμάτισμα (διαδικασία διαλογής των καθαρών αποκομμάτων με βάση το χρώμα τους).
4. Ραφή των αποκομμάτων.
5. Σταμάτωμα (τέντωμα) στις προδιαγραφές του πλέτερ.
6. Τελικό κοντρόλ και σιδέρωμα με ατμό.
7. Προσωρινή αποθήκευση μέχρι τη στιγμή της εξαγωγής.


ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΑΛΤΟ ΑΠΟ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΑ

1. Κοπή - ραφή του πλέτερ στις προδιαγραφές του μοντέλου - πατρόν.
2. Σταμάτωμα (τέντωμα) στις προδιαγραφές του μοντέλου - πατρόν.
3. Ξέκομα των περιττών άκρων από την περίμετρο του μοντέλου.
4. Πικίρισμα (τοποθέτηση εσωτερικής φόδρας).
5. Μοντάρισμα του μοντέλου.
6. Κλείσιμο και έλεγχος του παλτό.
7. Τελικό φοδράρισμα.
8. Τελικό κοντρόλ και σιδέρωμα με ατμό.
9. Προσωρινή αποθήκευση μέχρι τη στιγμή της εξαγωγής.

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΟΛΟΚΛΗΡΑ ΓΟΥΝΟΔΕΡΜΑΤΑ

1. Παραλαβή των δεψασμένων δερμάτων γουνοφόρων ζώων.
2. Σολτάρισμα δερμάτων (ταξινόμηση ανά 25 τεμ. με βάση κοινά χαρακτηριστικά: γένος-μέγεθος-χρωματισμός).
3. Άνοιγμα και τέντωμα - στέγνωμα των δερμάτων.
4. Μιτσάρισμα (διαδικασία καθαρισμού των δερμάτων από κεφάλι, πόδια, ουρά και συνδυασμού των δερμάτων στη βάση κυρίως του χρωματισμού, του μήκους κ.λπ.).
5. Κοπή των δερμάτων σε λεπτές λωρίδες (ξέσυρμα).
6. Ράψιμο των λωρίδων και σχηματισμός του γουναρικού.
7. Σταμάτωμα (τέντωμα) στις προδιαγραφές του μοντέλου.
8. Πικίρισμα (τοποθέτηση εσωτερικής φόδρας).
9. Μοντάρισμα του μοντέλου.
10. Κλείσιμο και έλεγχος του παλτό.
11. Τελικό φοδράρισμα του παλτό.
12. Τελικό κοντρόλ και σιδέρωμα με ατμό.
13. Προσωρινή αποθήκευση μέχρι τη στιγμή της εξαγωγής.

ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΟΜΕΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Μηχανικός γούνας: είναι ο τεχνίτης συρραφής των γουναρικών. Η εξειδίκευση είναι εντελώς διαφορετική ανάμεσα σ' αυτόν που ράβει αποκόμματα και σ' εκείνον που ράβει ολόκληρα δέρματα.

Σολταρίστας: είναι ο εργάτης που χωρίζει τα δέρματα ανάλογα με το γένος, το μέγεθος, τον χρωματισμό της τρίχας, τον χαρακτήρα του δέρματος (ίσια τρίχα, σγουρή, μακριά, κοντή, πυκνή, αραιή), το χρώμα του μοχού (μοχός ή πέλος είναι ένα δεύτερο τριχωτό μέρος του δέρματος πολύ πυκνό που επικαλύπτεται από την τρίχα του δέρματος της επιφάνειας). Ο σολταρίστας ανάλογα με τις απαιτήσεις του πατρόν καθορίζει και τον αριθμό των δερμάτων που θα χρησιμοποιηθούν για κάθε παλτό. Είναι εξειδικευμένο στέλεχος της παραγωγής, η εμφάνιση της ηλεκτρονικής σχεδίασης όμως προαναγγέλλει αλλαγή μέρους της τεχνικής αυτής της ειδικότητας.

Χρωματιστάς: αντίστοιχη ειδικότητα τεχνίτη στα αποκόμματα με αυτή του Σολταρίστα στα δέρματα. Ο χρωματιστάς κάνει διαλογή των κομματιών ανάλογα με το χρώμα της τρίχας και τον χαρακτήρα των δερμάτων. Η ειδικότητα αυτή υφίσταται πίεση από τις δυνατότητες των σύγχρονων βαφείων γουναρικών.

Μητσιαρίστας: κάνει τη διαλογή των δερμάτων ανάλογα με του χρώμα τους όπως τα παρέλαβε από τον Σολταρίστα και κανονίζει την ομοιομορφία του χρώματος του παλτό. Γράφει και κατανέμει τα μανίκια, τους γιακάδες κ.λπ. Οι εξελίξεις στις τεχνικές βαφής και κουρέματος μειώνουν τη συνεισφορά αυτής της ειδικότητας περιορίζοντας τον ουσιαστικό ρόλο της στα κλασικά μοντέλα γούνας.

Κοφτάς: είναι ο τεχνίτης που κόβει τα δέρματα ένα-ένα, ανάλογα με τις απαιτήσεις του πατρόν και τους τετραγωνικούς πόντους κάθε δέρματος. Στην περίπτωση των αποκομμάτων, ο Κοφτάς τα κόβει-καθαρίζει ανάλογα με το είδος τους ώστε να είναι κατάλληλα προς συρραφή από τον Μηχανικό. Αυτή η ειδικότητα δεν φαίνεται να επηρεάζεται αισθητά από τις εξελίξεις.

Σταματωτάς: είναι ο τεχνίτης, ο οποίος, αφού πάρει το ραμμένο παλτό το σταματώνει (= καρφώνει με ειδικά εργαλεία σε ειδικό πλαίσιο, την "παρτιτούρα", ώστε να τεντωθεί το παλτό και να πάρει τη φόρμα του πατρόν ή τη σταθερή φόρμα των προδιαγραφών του πλέτερ).

Ταβλιαστάς: είναι εκείνος ο οποίος αφού ανοίξει και βρέξει με νερό τα δέρματα, τα καρφώνει με στέιπς ή απλώς τα τεντώνει ώστε να πάρουν τη φυσική τους φόρμα για να μπορέσουν να εργαστούν στη συνέχεια οι άλλοι τεχνίτες.

Φοδραρίστρια: τεχνίτρια εξειδικευμένη στο φοδράρισμα των έτοιμων γουναρικών.

Πικιρίστρια: πικίρισμα είναι η εργασία που προηγείται του φοδραρίσματος και επικολλά, ράβοντας είτε με το χέρι είτε με ειδική μηχανή, ειδική εσωτερική φόδρα στην εσωτερική πλευρά του παλτό.

Μοντελίστ-Πατρονίστ: ο Μοντελίστ ασχολείται με τα μοντέλα και την κολεξιόν της επιχείρησης. Δημιουργεί, τροποποιεί και προσαρμόζει τα προϊόντα γούνας στις απαιτήσεις της μόδας και του καταναλωτή. Ο πατρονίστ μετατρέπει τις δημιουργίες του Μοντελίστ σε πατρόν. Κάθε πατρόν είναι συνάρτηση της τρίχας του δέρματος και των ειδικών στοιχείων και ιδιοτήτων που παρουσιάζουν τα διαφορετικά είδη δερμάτων που προέρχονται από διαφορετικά είδη ζώων.

Ελεγκτής: πρέπει να γνωρίζει όλο το φάσμα της τέχνης τους γούνας, αφού ελέγχει το τελικό προϊόν.

Μονταρίστας: συναρμολογεί τα επί μέρους τεμάχια του γουναρικού που ετοιμάζει ο Μηχανικός.

Άλλες ειδικότητες:
- καθάρισμα των γουναρικών με ατμό σε ειδικό μηχάνημα (στήμη)
- γυάλισμα των γουναρικών για καλυτέρευση της τελικής του εμφάνισης και ανόρθωση της τρίχας
- χτύπημα των γουναρικών σε ειδικό μηχάνημα (ντρομ) για την απομάκρυνση των τριχών που προκύπτουν από τη διαδικασία κόψιμο- ράψιμο.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΟΥΝΑΣ

... μια επιτυχημένη πορεία έξι αιώνων

Η επεξεργασία της Γούνας στην Καστοριά και τη Σιάτιστα, υπολογίζεται ότι αρχίζει νωρίτερα από τον 14ο αιώνα. Από τον 16ο αι. και μετά, οπότε μεγαλώνει η ζήτηση των γουναρικών - μιας και πλέον η γούνα ήταν διαδεδομένη όχι μόνον για προστασία από το κρύο αλλά και σαν στοιχείο κοινωνικής ανάδειξης - οι Έλληνες γουνοποιοί αρχίζουν να εισάγουν πρώτη ύλη από το εξωτερικό και να διοχετεύουν με έτοιμα γουναρικά όλη την Ευρώπη. Τον 18ο αιώνα η γούνα κατακτά πλέον όλον τον κόσμο και γίνεται το " πρέπει " της κομψότητας. Τότε ακριβώς το 1894 (αφού μέχρι τότε η κατεργασία γινόταν με το χέρι) γίνεται και πρώτη εισαγωγή συρραφής των αποκομμάτων στην Καστοριά και ο κλάδος της γουνοποιίας αρχίζει να εκμηχανίζεται προσαρμοζόμενος πλέον στην σχετική με την εποχή τεχνολογία.

Με το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και ειδικά μετά το 1950 ο κλάδος γνωρίζει αλματώδη εξέλιξη χάρη στην απαράμιλλη τεχνική και στο μεράκι των γουνοποιιών η περιοχή της Καστοριάς και Σιάτιστας καθίσταται σαν το κυριότερο διεθνές κέντρο επεξεργασίας γουναρικών.

Σήμερα ο κλάδος της γουνοποιίας λειτουργεί με μια βάση που διασφαλίζει την υπεύθυνη χρήση μιας ανανεώσιμης φυσικής πηγής πρώτων υλών. Δεν μολύνει και δεν διαταράσσει το οικολογικό μας σύστημα αφού η πρώτη ύλη προέρχεται από εκτροφεία αυστηρών προδιαγραφών - για τις ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης των γουνοφόρων ζώων - με απόλυτο σεβασμό των διεθνών κανόνων που έχουν θεσπιστεί για την διαχείριση του οικοσυστήματος.

Ο κλάδος διατηρεί παραδοσιακή μορφή επεξεργασίας. Τα μυστικά της τέχνης της γούνας κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά με αποτέλεσμα η σύγχρονη εξέλιξη του κλάδου
να συμπληρώνεται για να μην απομακρύνεται από την παράδοση, έτσι ώστε η παραγωγή να διατηρεί την ιδιαιτερότητα του που την κάνει να ξεχωρίζει στη διεθνή αγορά . Γι΄αυτό και κάθε γουναρικό είναι μοναδικό και αποτελεί για το δημιουργό του και για αυτούς που το φορούν ένα έργο υψηλής ποιότητας & τεχνικής.

Η.2. ΓΕΩΡΓΙΑ

Βασικά γεωργικά προϊόντα του Νομού είναι τα δημητριακά, τα φασόλια, τα μήλα, και τα κηπευτικά. Στις μέρες μας με την εφαρμογή σύγχρονων προγραμμάτων παραγωγής και ανάπτυξης παρατηρείται αύξηση της αγροτικής παραγωγής κατά στρέμμα και παράλληλη αύξηση του εισοδήματος του αγροτικού πληθυσμού.

Η.3. ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ

Η κτηνοτροφία παρά τη μείωση του αριθμού των αιγοπροβάτων σημείωσε σημαντική ανάπτυξη στους τομείς της παραγωγής, της επεξεργασίας και της εμπορίας των κτηνοτροφικών προϊόντων που αφορά το κρέας, το γάλα, το μαλλί, τα δέρματα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα.

Η.4. ΑΛΙΕΙΑ

Ο Νομός διαθέτει αξιόλογες εκτάσεις από ιχθυοφόρα ύδατα. Το ψάρεμα τόσο με τις παραδοσιακές ακόμα βάρκες στα πιο βαθιά νερά της λίμνης, όσο και με το καλάμι στην ακρολιμνιά και στις όχθες του Αλιάκμονα και των παραποτάμων του, αποτελεί θαυμάσια εμπειρία λόγω της φυσικής ομορφιάς.

Με την αλιεία της λίμνης ανέκαθεν ασχολούνταν ένας σημαντικός αριθμός ψαράδων της πόλης και των γύρω χωριών. Παλαιότερα χρησιμοποιούνταν στο ψάρεμα ζάγαζες και πρόβλιακοι εργαλεία που σήμερα απαγορεύονται.

Η ζάγαζα ήταν η τράτα της λίμνης. Αποτελούνταν από ένα δικτυωτό σάκο (χάσκο) με στόμιο μήκους 5-7 μέτρων. Για να μένει το στόμιο του χάσκου ανοιχτό μέσα στο νερό τοποθετούσαν δώδεκα φελλούς στο επάνω μέρος και στρογγυλές κεραμίδες στο κάτω μέρος. Στις δυο άκρες του χάσκου ήταν δεμένα σχοινιά που κρατούσαν πυκνό δίχτυ από λινό ή βαμβακερό νήμα και είχαν μήκος -300-400 μέτρα. Με τη ζάγαζα περιόριζαν διάφορα μέρη όπου βρίσκονταν ψάρια, τα οποία έμπαιναν στο χάσκο. Η ζάγαζα απαιτούσε τη συμμετοχή πολλών προσώπων - ψαράδων και βοηθών - τόσο στο άπλωμα όσο και στο τράβηγμα και στο μάζεμα. Οι ψαράδες και οι βοηθοί τους τραβούσαν από την ξηρά συμμετρικά τα σχοινιά και συγκλίνοντας αντάμωναν στο τέλος εκεί όπου θα έβγαζαν το χάσκο. Με μια ζάγαζα ορισμένες εποχές του χρόνου μπορούσαν να πιάσουν ακόμα και δυο χιλιάδες οκάδες πλατίκες και τσιρόνια. Επί Τουρκοκρατίας η ζάγαζα χρησιμοποιούνταν με τέτοιο τρόπο από τους Τούρκους που να μην αποβαίνει καταστρεπτικός για την παραγωγή της λίμνης. Αναφέρεται ότι οι Τούρκοι πετούσαν πίσω στη λίμνη τους μικρούς κυπρίνους που έπιαναν και όταν η ψαριά ήταν καλή μοίραζαν δωρεάν ψάρια στη φτωχολογιά.

Ο πρόβλιακας αποτελείται από ένα μακρύ ξύλινο κοντάρι, στην άκρη του οποίου καρφώνονται δυο μικρότερα με άνοιγμα 45 μοιρών περίπου. Στο τριγωνικό τμήμα που σχηματιζόταν από τα μικρά κοντάρια προσαρμοζόταν δίχτυ με μικρά ανοίγματα που το ονόμαζαν "πανί". Με τον πρόβλιακα ψάρευαν όπου ο βυθός ήταν καθαρός. Τον κρατούσε ο ψαράς στην μπροστινή πρύμη, ενώ άλλος κωπηλατούσε οδηγώντας το καράβι προς την όχθη. Όταν το νερό έβγαζε φουσκάλες, αυτό σήμαινε ότι υπήρχαν ψάρια, τα οποία ο ψαράς παγίδευε με τον πρόβλιακα οδηγώντας τα προς την ακτή, όπου το πανί λειτουργούσε ως σακούλα.

Πριν από μερικά χρόνια αφθονούσαν στη λίμνη πολλές ποικιλίες ψαριών: γριβάδια, γουλιανοί, πλατίκες, τσιρόνια, χρίσκοι, κέφαλοι, χέλια και από το 1930 πρικιά, γλίνια και τούρνες. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες ήταν κι αυτά πολλά και διάφορα: σουργκιά, ζάγαζες, πεζόβολοι, πρόβλιακοι, νταούλια, κατίκια, σουρντινίτσες, σαπκάζια και μπερντέδες (ειδικά δίχτυα για τα πελαγίσια).

Κάποτε η λίμνη είχε πολλά ψάρια που εξάγονταν σε πολλά μέρη. Ακόμη και σήμερα τα ψάρια της λίμνης είναι νόστιμα και μ' αυτά τροφοδοτείται ολόκληρη η Δ. Μακεδονία. Τα νόστιμα ψάρια της λίμνης εξυμνούν οι παρακάτω στίχοι:

"Λίμνη περίχαρη λαμπρή της Καστοριάς καθάρια,
που μάγεψες τα ζωντανά και τα' άψυχα και τ' άστρα!
Λίμνη νεράιδα ξωτικιά, ω λίμνη ξελογιάστρα,
Αλήθεια τι να γίνανε τα νόστιμα σου ψάρια;"

Δεν είναι μόνο η νοστιμιά και η ποικιλία των ψαριών πολύ μεγάλη, αλλά και των φαγητών που μαγειρεύονται μ' αυτά. Το πατροπαράδοτο φαγητό των Καστοριανών είναι η γκαρούφα, όπως αποκαλούν το κεφάλι του γριβαδιού, γι' αυτό οι Καστοριανοί αποκαλούνται "γκαρουφιάρηδες". Ακόμα οι Καστοριανές μαγειρεύουν ψάρι γιαχνί, ψάρι ψητό στην κεραμίδα, ψάρι ταβά (ριγανάτο ή με ντομάτες στο φούρνο), τσιρώνια στο ταψί, χαβιάρι (αυγά ψαριών) ψητό με λαδολέμονο και πολλά άλλα.

Δυστυχώς η μορφή και οι ρυθμοί ανάπτυξης των τελευταίων δεκαετιών έπληξαν την οικολογική ισορροπία της λίμνης, η οποία μολύνθηκε από αστικά λύματα, από λιπάσματα και στερεά απόβλητα. Με τη λειτουργία από το 1990 του βιολογικού καθαρισμού στην αποχέτευση της πόλης έγινε ένα μεγάλο βήμα για την εξυγίανση και τη σωτηρία της λίμνης. Απαγορευτική περίοδος ψαρέματος είναι η περίοδος αναπαραγωγής των ψαριών.

Θ. Η ΛΙΜΝΗ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

"Η γνωριμία με την Καστοριά είναι μια αποκάλυψη, με τη λίμνη της μια μαγεία"
Ιφ. Διδασκάλου


Θ.1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ

Η Καστοριά φαίνεται ότι οφείλει το όνομα της στη λίμνη της. Πραγματικά το όνομα Καστοριά αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Προκόπιο (μέσα 6ου μ.Χ. αιώνα) ως όνομα της λίμνης. Το όνομα της λίμνης αποδίδεται από κάποιους ερευνητές στους κάστορες, τα γουνοφόρα ζώα που λέγεται ότι ζούσαν σε παλιότερες εποχές στη λίμνη. Η άποψη, όμως, αυτή δε φαίνεται ικανοποιητική, γιατί οι κάστορες είναι ζώα της αμερικάνικης ηπείρου και της Β. Ευρώπης, ενώ δεν υπάρχουν αναφορές για την παρουσία τους τόσο νότια στην Ευρώπη. Άλλοι αναφέρουν ότι το όνομα προέρχεται από τη λέξη κάστρο ή από το μυθικό ήρωα Κάστορα που λατρευόταν στην περιοχή. Οι απόψεις όμως αυτές, σύμφωνα με τον Χ. Σ. Μακρή, δεν αιτιολογούνται επαρκώς.

Ο ευρύτερος γεωγραφικός χώρος της Καστοριάς ταυτίζεται με το χώρο που είναι γνωστός στην αρχαιότητα ως Ορεστιάδα (Ορεστιάς , Ορεστιάδα) και οφείλει το όνομά του στα "όρη" που υπάρχουν γύρω από την λίμνη.

Θ.2. ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΙ

Ονομασία


Κατά την ευρύτερη μυθολογική παράδοση το όνομα οφείλεται στον Ορέστη, τον γιο του Αγαμέμνονα, ο οποίος κυνηγημένος από τις Έρρινες μετά το φόνο της μητέρας του Κλυταιμνήστρας ήρθε και εγκαταστάθηκε στην περιοχή όπου έκτισε και πόλη δίπλα στην λίμνη που την ονόμασε Αργός Ορεστικό. Σύμφωνα με την μυθολογική παράδοση υπεύθυνος για την ονομασία της λίμνης ήταν ο Ορέστης ο οποίος έδωσε το όνομα του και στην ευρύτερη περιοχή αλλά και στη λίμνη.

Το μονοπάτι του Αγίου Σπυρίδωνα

Σύμφωνα με τον καστοριανό θρύλο, ο Άγιος Σπυρίδωνας πέθανε στην Καστοριά και οι Κερκυραίοι εξαγοράζοντας τους Καστοριανούς πήραν και μετέφεραν το λείψανο του στην Κέρκυρα. Ο άγιος όμως δεν ήθελε να εγκαταλείψει την Καστοριά και ξαναγύρισε, όχι από το δρόμο της στεριάς αλλά από τη λίμνη, πιο σύντομα, αφήνοντας τις πατημασιές του στην υγρή της επιφάνεια. Οι πατημασιές του σχημάτισαν ολόκληρο μονοπάτι από κάτασπρο αφρό που ξεκινά από το βορειοδυτικό ακρωτήρι του βουνού και καταλήγει στην ακρογιαλιά, ακολουθώντας παράλληλη γραμμή με τα βράχια του βουνού. Αυτό είναι το μονοπάτι του αγίου, που κάθε χρόνο παραμονή της γιορτής του αντικρίζουν με δέος οι Καστοριανοί, που τον φέρνει την επόμενη μέρα στις εκκλησίες της πόλης που είναι αφιερωμένες στη μνήμη του. Αυτό τον "άφρινο διάδρομο" κοιτάζει ο Καστοριανός και σταυροκοπιέται ψιθυρίζοντας: να το μονοπάτι του Αγίου Σπυρίδωνα!

Το στοιχειό της Κρεπενής

Σε παλιά και ανεξερεύνητα χρόνια, στο Νότιο μέρος της λίμνης μας απ΄ όπου εκβάλουν τα νερά της προς τον Αλιάκμονα απλωνόταν ένας καταπράσινος και αδιαπέραστος καλαμώνας. Μάτι ανθρώπου δεν μπόρεσε να διαπεράσει το πυκνό αυτό καταπράσινο παραπέτασμα και να εξερευνήσει την περιοχή. Μυστηριώδεις θρύλοι παρουσιάζουν τα βαλτόνερα αυτά ενδιαίτημα της αρχαίας θεάς Κάλλης. Άλλοι θρύλοι διέδωσαν την παράδοση ότι μέσα στα καλάμια και κάτω από γραφικά φτερουγίσματα εκατοντάδων πουλιών ζούσε ένα πελώριο αμφίβιο τέρας βυθισμένο στην λάσπη. Την παρουσία του την ένιωθαν με δέος οι Καστοριανοί, ακούγοντας κάτι που μοιάζει σαν απόμακρη βροντή, σαν βουητό, σαν μούγκρισμα. Λένε ότι το στοιχειό έκλαιγε σα μικρό παιδί για να ξεγελάσει τους Καστοριανούς και να τους κάνει κακό. Κι όποιος ξεγελιόταν και πήγαινε κοντά του, τον έτρωγε!

Λίμνη ή πεδιάδα;

Πολλές ιστορίες υπάρχουν για την παγωμένη λίμνη της Καστοριάς. Λένε πως οι κάτοικοι έκαναν βόλτες πάνω στον πάγο τις Κυριακές ενώ πολλοί χρησιμοποιούσαν τις "σάνιες", ξεχωριστής κατασκευής έλκηθρο, για να κινούνται. Τα "ροκάνια", τα απότομα ανοιγοκλεισίματα του πάγου τρόμαζαν τους Καστοριανούς με τον ήχο τους τις νύχτες και κατάπιναν ό,τι βρίσκονταν στην επιφάνεια.

Λέγεται πως κάποτε ο Τούρκος ειρηνοδίκης (κατής) Χασάν διέσχισε την παγωμένη λίμνη με την άμαξά του περνώντας την για πεδιάδα. Όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια και κατάλαβα το μεγάλο κίνδυνο από τον οποίο γλίτωσε, έχτισε στη δυτική πλευρά της πόλης, στο σημείο που βγήκε, τζαμί για να ευχαριστήσει τον Αλλάχ που τον προφύλαξε.

Δοξασίες

Οι Καστοριανοί λένε ότι η λίμνη κάθε χρόνο τρώει ένα-δυο άτομα που πνίγονται στα νερά της και μετά τον πνιγμό μέχρι να ανασύρουν το πτώμα σηκώνεται τρικυμία. Ο Κάστωρ σε εφημερίδα της πόλης γράφει ότι αυτά είναι παρατηρημένο ότι συμβαίνουν [Κάστωρ, Η λίμνη μας, Ορεστιάς έτος ΣΤ' αρ. φύλλου 286 σελ. 1 εν Καστορία 15 Ιουνίου 1952].

Θ.2. ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Α.

Ω Καστοριά με τις πολλές ομορφάδες
του Βυζαντίου μια πόλη, μεγάλη πόλη
σε τραγουδάνε τα παιδιά σου με καντάδες
και σ΄ αγαπάμε απ΄την καρδιά μας όλες και όλοι.
Νεράιδα λίμνης όμορφη γλυκιά αρχοντοπούλα
μανούλα χαϊδεμένη μας βυζαντινή κυρά
γεμάτη στολές κι ομορφιές ονειρευτή νυφούλα
που καθρεφτίζεις της γητειές στα γαλανά νερά.
Κοιμάσαι με τα χρώματα ξυπνάς με τη στροφή
πουλιών κρυμμένων στις ιτιές και όλα σε καμαρώνουν
Το ουράνιο φως εντύθηκες γλυκιά αρχοντοπούλα
και πήρες για καντήλι σου τα αστέρια της νυχτιάς
κάθε πρωί αργολούζεσαι στην όμορφη λιμνούλα
και κάθε δείλι κρύβεσαι στις λεύκας τα κλαδιά.

Β.

Ω λίμνη που σε γέννησε μάγισσα ξεπλανεύτρα
Ω Καστοριά πανέμορφη και τρισευτυχισμένη
βγήκες νεράιδα από τον αφρό μεσ΄τα λευκά ντυμένη.
Με ομορφιές και με γητειές στ΄αλήθεια στολισμένη
μαγεύεις σαν χρυσό Όνειρο νου, σκέψη και καρδιά
γλυκιά μας Καστοριά!
Πανώρια νύμφη ξακουστή χιλοτραγουδισμένη
εισ΄ένα πλάνο Όνειρο απέραντα γλυκό,
τραγούδι αρμονικό!
Απ΄του βουνού σου Καστοριά την όμορφη πλαγία
νεράιδες κατεβαίνουνε με βήμα απαλό
στον ήρεμο γιαλό.
Τις νύχτες σκυβ΄ο ουρανός με όλα του τα άστρα
και σ΄αγκαλιάζει δίνοντας ερωτικό φιλί
μ΄αγάπη του τρελή.
Η ροδοδάχτυλη αυγή, όταν η Πούλια πέφτει
μέσα σε χίλια χρώματα κι απέραντη δροσιά
σαν όρια κοράσια.
Σε βρίσκει τα στολίδια σου στις λίμνης τον καθρέπτη
Να καμαρώνεις όμορφη, γεμάτη αρχοντιά
γλυκιά μας Καστοριά!

Θ.3. ΤΑ "ΚΑΡΑΒΙΑ"

Τα "καράβια" όπως ονομάζουν οι ντόπιοι τις πλάβες της λίμνης, με το ιδιόμορφο και γραφικό σχήμα τους αποτελούν ένα αναπόσπαστο στοιχείο του φυσικού τοπίου. Σε πιο περιορισμένη χρήση συναντούμε ένα αρκετά μικρότερο, αλλά κατασκευαστικά παρόμοιο τύπο πλάβας, που διατηρεί την προϊστορική ονομασία "μονόξυλο".

Ο γνωστός αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος (1872-1939) που καταγόταν από την Καστοριά, αναφέρει ότι τα καράβια αποτελούν τα "κινητά μνημεία" της πόλης και συνεχίζει: "... ο παμπάλαιος αυτών τύπος είναι μοναδικός και διετήρησεν αγνήν την παλαιάν αυτού παράδοσιν ως προς το σχήμα και την κατασκευήν. Η όλη εμφάνισις των είναι εντελώς ιδιόρρυθμος και μοναδική". Πράγματι το καστοριανό καράβι δεν μοιάζει με τις πλάβες των Πρεσπών, με τα "καΐκια" της Παμβώτιδας, με τη "γάιτα" του Μεσολογγίου ή με τα παλιά ψαράδικα της Αχρίδας και απ' όσο γνωρίζουμε διαφέρει από κάθε άλλο λιμνήσιο ή ποταμίσιο πλεούμενο στον κόσμο.

Η μορφή του καραβιού χαρακτηρίζεται από τις έντονα υπερυψωμένες άκρες του, τις λεγόμενες μπρύμες, οι οποίες σχηματίζουν άνετα καθίσματα. Το μήκος του καραβιού κυμαίνεται σήμερα από 5,50 έως 6 μ. ενώ παλιότερα έφτανε τα 7 μ. Το πλάτος του στο φαρδύτερο σημείο είναι 1,20 - 1,30 μ.

Ο τρόπος κατασκευής του είναι απλός και πρωτόγονος. Το καράβι αποτελείται από χοντρά και φαρδιά σανίδια με κατάλληλη σύνδεση χωρίς κατασκευαστικό σκελετό και καρίνα. Ο πάτος του καμπυλώνεται ως προς το μήκος και το πλάτος και μοιάζει με το τσόφλι του αυγού. Τα κουπιά προσδένονται σε εξωτερικούς σκαρμούς, οι οποίοι στηρίζονται σε εγκάρσιο κινητό δοκάρι, το τροχαντήρι. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται καλύτερη ευστάθεια πλεύσης και μεγαλύτερη δύναμη ώθησης. Ο καραβοκύρης λάμνει όρθιος πατώντας σ΄ένα σανίδι, το οποίο γέρνει ελαφρά προς τα εμπρός, έτσι ώστε να δίνει πρόσθετη δύναμη στα κουπιά με το βάρος του σώματός του.

Τα καράβια συνδέονται στενά με την παραδοσιακή ζωή της περιοχής, γιατί μέχρι το 1950 τα χρησιμοποιούσαν, εκτός από το ψάρεμα, σχεδόν αποκλειστικά και για τις συγκοινωνίες και τις μεταφορές εμπορευμάτων στην πόλη, αφού οι τοπικοί επαρχιακοί δρόμοι κατέληγαν στα χωριά του Μαυρόβου (σημερινό Μαυροχώρι) και του Δισπηλιού. Στη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα οι μεταφορές των οπλαρχηγών και των ενόπλων τμημάτων τους στα παραλίμνια χωριά και στις παρόχθιες μυστικές συναντήσεις γίνονταν πάντα με τα καράβια. Τη λίμνη και τα καράβια της στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα περιέγραψε ο Ίων Δραγούμης στο ποίημά του "Η λίμνη της Καστοριάς":

"Περνά η βάρκα μου στη πέτρινη ακρογιαλιά
που' ναι στενή, και σα χτιστό ερημοπάτι
και πίσω τοίχοι στήθηκαν, τα βράχια τα σταχτιά!
Περνά η βάρκα μου, μες στα κατάβαθα νερά
μια χειμωνιάτικη αυγή, κοντά στα... βράχια
περνάει ο θάνατος, ανάμεσα στα τυχερά!"

Ακόμα, όταν οι Καστοριανοί ξενιτεύονταν τους ξεπροβοδούσαν ως το Μαύροβο με τα καράβια για να συνεχίσουν το δρόμο τους με τα ζώα.

Οι περιηγητές που επισκέφθηκαν την Καστοριά αναφέρουν συχνά τα καράβια, τα οποία τα χαρακτηρίζουν ως προϊστορικά και πρωτόγονα. Μάλιστα ο Άγγλος περιηγητής Leake, που έφτασε στην πόλη στις 7 Σεπτεμβρίου του 1805, στο βιβλίο του Travels in Northern Greece (τ. Ι, σ. 325-327) περιγράφει αναλυτικά το καράβι και μας δίνει και δύο χαρακτηριστικά σκίτσα του.

Στις πρόσφατες ανασκαφές που διενεργεί ο καθηγητής κ. Χουρμουζιάδης στο λιμναίο προϊστορικό οικισμό του Δισπηλιού, αποκαλύφθηκε το περίγραμμα μιας βάρκας, που το μέγεθος και το σχήμα της παρομοιάζει με τα σημερινά μονόξυλα. Έτσι είναι μάλλον βέβαιο ότι το καράβι αποτελεί μια εξέλιξη από τα προϊστορικά μονόξυλα της περιοχής και στη σημερινή του μορφή παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητο εδώ και πολλούς αιώνες.

Η μόνη αναγκαστική μετατροπή που δέχθηκε μετά την καθιέρωση της εξωλέμβιας μηχανής είναι μια μικρή τροποποίηση στο πίσω μέρος του, χωρίς να αλλοιώνεται το γενικό σχήμα του. Δυστυχώς , όμως, υπάρχουν και ορισμένες περιπτώσεις όπου αφαιρείται ολόκληρη η πίσω πρύμη, οπότε το καράβι μοιάζει σαν κολοβωμένο. Για το θέμα αυτό πρέπει να υπάρξει οπωσδήποτε περισσότερη ευαισθητοποίηση εκ μέρους των ψαράδων και της πολιτείας, ώστε να διατηρηθεί το γνήσιο και μοναδικό σχήμα του καραβιού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Το καστοριανό γλωσσάρι, Αποστ. Δούκα Σαχίνης, εκδ. Καστοριανή εστία, Καστοριά 1996
2. Το καστοριανό καράβι - Γ. Ρούσκας, εκδ. Βιβλιοσυνεργατική Συν. Π.Ε., Αθήνα 1997
3. Το αρχοντικό του Νεράνζη Αϊβάζη, Αποστ. Δούκα Σαχίνης, Μουσικοφιλογογικός Σύλλογος Καστοριάς "Αρμονία"
4. Η γουναρική, Αντ. Καλαφατίδης, Θεσ/νίκη 2001
5. Η Καστοριά, συνοπτική ιστορία της πόλης, Χ. Μακρής, εκδ. Αφων Κυριακίδη Α.Ε. 2000
6. Καστοριά, πατρίδα μου, Ιφ. Διδασκάλου, Θεσ/νίκη 1976
7. Λίμνη Καστοριάς "Μας περιβάλλουν" Χ. Τόσκος - Θ. Μαρδίρης
8. "Καστοριανές εικόνες" Λουκά Χ. Σιάνου
9. Η Καστοριά και τα μνημεία της, Παν. Τσαμίσης,εκδ. Ι.Λ. Αλευρόπουλος, Αθήνα 1949
10. "Ζούμε….", εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ", 18/11/2000
11. Άρθρο του Νίκου Μουτσόπουλου, Αρχιτέκτονος, καθηγητή της Πολυτεχνικής Σχολής Α.Π.Θ., όπως δημοσιεύθηκε στις Επτά Ημέρες της Καθημερινής, Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 1995
12. Ελληνικές φορεσιές, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρία της Ελλάδος
13. Ενδύματα στο χρόνο - 4000 χρόνια ελληνικής φορεσιάς, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
14. Ελληνικές φορεσιές, Εκδοτική Αθηνών
15. Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια
16. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
17. www.Kastoriacity.gr
18. www.gokastoria.gr/foto html
19. www.egnatia.ee.auth.gr