Β.
2. ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ
|
|
Β.
2.1. Τι είναι και γιατί μας ενδιαφέρει
|
|
Β 2.1.1. Τι είναι η βιοποικιλότητα
Γενετική
ποικιλότητα είδους
Ο όρος γενετική ποικιλότητα αναφέρεται στη διαφοροποίηση του γενετικού υλικού μεταξύ των ατόμων του ίδιου είδους και καλύπτει τη γονιδιακή ποικιλία (διαφοροποίηση στα ποσοστά των γονιδιακών αλληλομόρφων) μεταξύ των πληθυσμών του ίδιου είδους ή/και τη γονιδιακή ποικιλία (ποικιλία γονιδιακών αλληλομόρφων) μεταξύ των ατόμων του ίδιου πληθυσμού. Εύκολα αντιληπτά παραδείγματα - αποτελέσματα γενετικής ποικιλότητας είναι οι παρατηρούμενες διαφορές (κυρίως μορφολογικές και σπανιότερα ανατομικές και φυσιολογικές) μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών φυλών και μεταξύ ατόμων της ίδιας φυλής. Στα είδη που αναπαράγονται με αμφιγονία η γενετική ποικιλότητα εμπλουτίζεται περισσότερο καθώς οι απόγονοι (φυτικοί ή ζωικοί οργανισμοί) κληρονομούν από τους γονείς τους ένα μοναδικό πρακτικά συνδυασμό γονιδίων (εικ. 1).
Λάθη που γίνονται κατά την αντιγραφή του DNA ή κατά τη διαίρεση των χρωμοσωμάτων καθώς και η επίδραση μεταλλαξιγόνων παραγόντων (χημικές ουσίες, διάφοροι τύποι ιονίζουσων ακτινοβολιών, όπως η Χ και η γ-ακτινοβολία, καθώς και η κοσμική και η υπεριώδης ακτινοβολία) προκαλούν μεταλλάξεις (εικ. 2). Η συσσώρευση μεταλλάξεων προσδίδει στο άτομο τροποποιημένες ιδιότητες. Οι ιδιότητες αυτές "αξιολογούνται" και εξαπλώνονται στον πληθυσμό ή εκλείπουν, μαζί με τα άτομα που τις φέρουν, ανάλογα με τα προσαρμοστικά πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα αντίστοιχα που επιφέρουν στους φορείς τους. Ως προσαρμοστικό πλεονέκτημα θεωρείται οποιοδήποτε μορφολογικό, ανατομικό ή φυσιολογικό χαρακτηριστικό που ευνοεί την επιβίωση και αναπαραγωγή του ατόμου σε συγκεκριμένο χώρο (περιβάλλον) και χρόνο.
Το
γενετικό υλικό ενός ατόμου (γονότυπος) αλληλεπιδρά με το περιβάλλον και
καθορίζει το φαινότυπό του, τα βιοχημικά, φυσιολογικά ή μορφολογικά χαρακτηριστικά
του οργανισμού. Η γενετική ποικιλότητα επιτρέπει στα άτομα ενός είδους
και κατ΄επέκταση στους πληθυσμούς που αυτά συνιστούν να προσαρμόζονται
σε αλλαγές των περιβαλλοντικών συνθηκών. Όταν ο αριθμός των ατόμων ενός
είδους μειώνεται σημαντικά, η γενετική του ομοιομορφία αυξάνεται (τα σπανιότερα
γονιδιακά αλληλόμορφα πιθανότατα εκλείπουν) και συνεπώς οι προσαρμοστικές
δυνατότητες των μελών του ελαττώνονται.
Αν και οι πληθυσμοί όλων των ειδών τείνουν να αυξηθούν από γενιά σε γενιά με γεωμετρική πρόοδο, το μέγεθός τους παραμένει σχεδόν σταθερό σε κάθε γενιά. Η υπέρμετρη αύξηση ενός πληθυσμού εμποδίζεται από την ύπαρξη περιοριστικών παραγόντων. Ειδικότερα, μέσα σε μία βιοκοινότητα, τα άτομα ενός πληθυσμού καθώς και οι πληθυσμοί μεταξύ τους ανταγωνίζονται για συγκεκριμένους κάθε φορά πόρους (χώρο, τροφή, αναπαραγωγικό σύντροφο κ.ά.). Οι ενδοειδικές (ενδοφυλετικές ή και ανεξαρτήτως φύλου) και διαειδικές αυτές μορφές ανταγωνισμού ευνοούν τα "ισχυρότερα", τα καλύτερα προσαρμοσμένα άτομα (Φυσική Επιλογή: Αρχή της διατήρησης και επιβίωσης του καλύτερα προσαρμοσμένου οργανισμού, Charles Darwin, 1859, "Η προέλευση των ειδών", εικ. 3, 4). Τα καλύτερα προσαρμοσμένα στο περιβάλλον τους άτομα αναπαράγονται με γρηγορότερους ρυθμούς και η γενετική τους σύνθεση επικρατεί διαμορφώνοντας την εξελικτική πορεία του πληθυσμού και έμμεσα του είδους στο χρόνο.
Η θεωρία της Φυσικής Επιλογής για την εξέλιξη των ειδών επικράτησε άλλων προγενέστερων ή σύγχρονων της σχετικών θεωριών με χαρακτηριστικότερη ίσως τη θεωρία του Jean - Baptiste Lamarck σύμφωνα με την οποία η εξέλιξη συντελείται μέσω κληρονόμησης επίκτητων χαρακτηριστικών (εικ. 5).
Η ύπαρξη γενετικής ποικιλότητας μέσα σε έναν πληθυσμό παρέχει στα άτομα τη δυνατότητα ανάπτυξης προσαρμοστικών πλεονεκτημάτων καθιστώντας τα ανταγωνιστικά αποτελεσματικότερα. Ο έντονος και εντυπωσιακός χρωματισμός του φτερώματος ορισμένων αρσενικών πουλιών (γεγονός που τους δίνει προτεραιότητα κατά την επιλογή τους από τα θηλυκά άτομα για αναπαραγωγή), ο προστατευτικός χρωματισμός (εμφάνιση ομοιόμορφη με το υπόστρωμα ανάπτυξης - καμουφλάζ) άλλων οργανισμών, ο μιμητισμός, η οξεία όραση των αρπακτικών κ.ά. αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα προσαρμογών (μορφολογικών και φυσιολογικών αντίστοιχα) που ευνοούνται από τη Φυσική Επιλογή (εικ. 6, 7, 8, 9, 10). Η ανάπτυξη, ωστόσο, παρόμοιων προσαρμογών καθώς και η τροποποίησή τους όταν αλλαγές των περιβαλλοντικών συνθηκών το επιβάλουν είναι δυνατή εξαιτίας της ύπαρξης ευρείας ενδοειδικής γενετικής ποικιλότητας, μεγάλου και ανομοιογενούς δηλαδή γενετικού αποθέματος μέσα στο είδος.
Ο
E. O. Wilson,
πρωτοπόρος των θεωριών της κοινωνιοβιολογίας και της βιοποικιλότητας,
αναφέρει: "Κάθε είδος αποτελεί δεξαμενή μιας τεράστιας ποσότητας
γενετικής πληροφορίας. Ο αριθμός των γονιδίων ποικίλει από 1.000 στα βακτήρια
και 10.000 στους μύκητες έως 700.000 ή και περισσότερα σε πολλά ανθοφόρα
φυτά. ... Αν "ξετυλίγαμε" την αλυσίδα του DNA το μήκος της θα
ήταν περίπου ένα μέτρο. Ωστόσο το μόριο αυτό είναι αόρατο με γυμνό μάτι.
... Η συνολική πληροφορία που βρίσκεται αποθηκευμένη στο μόριο του DNA,
αν μεταφραζόταν σε κείμενο με κανονικού μεγέθους γράμματα, θα γέμιζε και
τις 15 εκδόσεις της Encyclopedia Britannica που έχουν δημοσιευτεί από
το 1768.".
|